ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ψ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ψ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Εκεί στην πόλιν έκλαιαν· και ωστόσον είχαν φθάσει
στα πλοία τους οι Αχαιοί, στην άκρην του Ελλησπόντου,
καθένας εις την πρύμνην του· τους Μυρμιδόνας όμως
να διαλυθούν δεν άφηνεν ο ισόθεος Πηλείδης,
και των συντρόφων έλεγεν: «Ανδρείοι Μυρμιδόνες,
ω ποθητοί μου σύντροφοι, τ' άλογ' από τ' αμάξια
τώρα δε θα ξεζέψομεν, αλλά μαζί μ' εκείνα
θα προχωρήσομε σιμά να κλάψομε τον φίλον
Πάτροκλον, μόνη προσφορά που των νεκρών ανήκει.
Και αφού του πικρού κλάματος την ηδονήν χαρούμεν,
τ' άλογα θα ξεζέψομε κι εδώ θα γίνει ο δείπνος».
Είπε και όλοι εθρήνησαν και πρώτος ο Πηλείδης
κι έφεραν γύρω εις τον νεκρόν τρεις γύρες με τους ίππους
κλαίοντας και στα κλάματα τους εκινούσε η Θέτις.
Δάκρυα στον άμμον, δάκρυα στα όπλα τους εκύλαν
τόσον τους ήταν ποθητός ο μέγας πολεμάρχος.
Και ο Πηλείδης άπλωσε στου φίλου του τα στήθη
τ' ανθρωποφόνα χέρια του κι έκανε αρχήν του θρήνου:
«Αγάλλου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδην,
ότι όλα όσα σου 'ταξα τα τελειώνω τώρα,
τον Έκτορα να σύρω εδώ, στους σκύλους να τον δώσω,
και εις την πυράν σου δώδεκα τέκνα λαμπρά των Τρώων
από χολήν του φόνου σου να σου αποκεφαλίσω».
Αυτά 'πε και σκληρόψυχα τον Έκτορα τον θείον
ξάπλωσε προύμυτα σιμά στην κλίνην του Πατρόκλου
στο χώμα· κι εξεζώνονταν ωστόσο οι Μυρμιδόνες
τα χάλκινά τους άρματα κι εξέζεψαν τους ίππους
και όλοι εκαθίσαν έμπροσθεν στην πρύμνην του Αχιλλέως
που ευφραντικό τους έκανε νεκρώσιμο τραπέζι.
Και βόδια κάτασπρα πολλά σφαζόμενα εβογγούσαν,
εσφάζοντο και αρνιά πολλά κι ερίφια που βελάζαν·
χοίροι πολλοί λευκόδοντες, που από το πάχος λάμπαν,
στου Ηφαίστου εκαψαλίζονταν την φλόγα τεντωμένοι,
και στον νεκρόν ολόγυρα το αίμα επλημμυρούσε.
Και οι βασιλείς των Αχαιών τον μέγαν Αχιλλέα,
ως ήταν απ' τον θάνατον του φίλου χολωμένος,
με κόπον τον κατάπεισαν να τους ακολουθήσει
εις του Ατρείδη την σκηνήν· και αμέσως, άμα εφθάσαν,
τους ψιλοφώνους κήρυκες επρόσταξαν να στήσουν
τρίποδα μέγαν στην φωτιά, να πείσουν τον Πηλείδη
απ' τα πηγμένα αίματα το σώμα να καθάρει.
Και αυτός αρνείτο στερεά και μέγαν ώμοσ' όρκον:
«Μα τον Κρονίδην των θεών εξαίσιον και πρώτον,
λούσιμο αυτή μου η κεφαλή δεν θα δεχθεί πριν βάλω
εις την πυράν τον Πάτροκλον, και του σηκώσω τάφον
και τα μαλλιά μου κουρευθούν, ότι παρόμοιος πόνος
δεν θα μου πλήξει την ψυχήν όσον καιρόν και αν ζήσω.
Αλλά για τώρ' ας στέρξομε το θλιβερό τραπέζι.
Και πρόσταξ' αύριον ενωρίς, ω Ατρείδη βασιλέα,
ξύλα να φέρουν κι έπειτα να ετοιμάσουν όσα
τους πεθαμένους προβοδούν εις τον ανήλιον τόπον.
Γρήγορα τούτος άφαντος να γίνει απ' έμπροσθέν μας
μέσα εις την φλόγα και ο λαός τα έργα του να πιάσει».
Είπε και όλοι πρόθυμοι στον λόγον του υπακούσαν·
και αφού το δείπνο ετοίμασαν σπουδακτικά καθένας
έτρωγαν, και όλοι εχάρηκαν το ισόμοιρο τραπέζι·
κι αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους
εις την σκηνήν εγύρισε καθένας να πλαγιάσει·
αλλ' ο Πηλείδης κείτονταν στο ελεύθερο ακρογιάλι
στενάζοντας και ολόγυρα των Μυρμιδόνων πλήθος,
και ο ύπνος οπού της ψυχής κάθε φροντίδα σβήνει
βαθύς του περιχύθηκε στα μέλη τα γενναία
κοπιασμέν' απ' τον βαρύν αγώνα που 'χε κάμει
να κυνηγά τον Έκτορα στα τείχη εμπρός της Τροίας.
Κι ήλθε η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου και όμοιαζ' όλη
μ' εκείνον εις τ' ανάστημα και στα λαμπρά του μάτια
και στην φωνήν και όμοια τα ενδύματα εφορούσε.
Στην κεφαλήν του εστάθηκεν επάνω και του είπε:
«Κοιμάσαι και με λησμονείς, γλυκύτατε Πηλείδη,
νεκρόν, και ότ' ήμουν ζωντανός εις την καρδιά σου μ' είχες.
Θάψε μ' ευθύς να διαβώ του Άδη τον πυλώνα·
μακράν με διώχνουν οι ψυχές, σκιές αναπαυμένων
να μη διαβώ τον ποταμόν και απόπερα τες σμίξω,
κι εμπρός στες πύλες τες πλατιές του Άδη παραδέρνω.
Δώσ' μου το χέρι, κλαίομαι· και οπίσω από τον Άδη
δεν θα 'λθω, αφού μες στην πυράν με βάλετε του τάφου.
Ότι όχι πλέον ζωντανοί καθήμενοι μονάχοι
θενά τα λέγομε ως και πριν· κι εμένα η μοίρα η μαύρη
μ' άρπαξε ως διορίσθηκεν από την γενετήν μου.
Και σένα η μοίρα διόρισεν, ισόθεε Πηλείδη,
κάτω απ' τα τείχη να σβησθείς των ανδρειωμένων Τρώων.
Και άλλο ακόμη θα σου ειπώ κι ελπίζω να το στέρξεις·
μη απ' τα δικά σου χωριστά τα κόκαλά μου βάλεις·
αλλ' όπως εις το σπίτι σου μ' ανάθρεψαν μαζί σου,
όταν παιδί στην σκέπην σας με έφερε ο πατέρας
απ' τον Οπούντα, εξ αφορμής κακής ανδροφονίας,
όταν του Αμφιδάμαντος εφόνευσα τ' αγόρι
αθέλητα, ως εθύμωσα μ' αυτόν στους αστραγάλους·
τότε μ' εδέχθηκε ο Πηλεύς και καλοανάθρεψέ με
στο σπίτι, και μ' ονόμασεν αυτός ακόλουθόν σου.
Γι' αυτό των δύο τα κόκαλα μια θήκη ας κλείσει μόνη,
η χρυσή στάμνα, που η σεπτή σου εχάρισε μητέρα».
Σ' εκείνον ο γοργόποδος απάντησε Αχιλλέας:
«Τ' ήλθες, σεπτή μου κεφαλή, να μ' έβρεις και να κάμω
μου παραγγέλλεις όλ' αυτά; Κι εγώ θα σε υπακούσω
και όλα θα γίνουν, ως ποθείς· αλλ' έλα εδώ σιμά μου,
όπως και ολίγες καν στιγμές εδώ περιπλεγμένοι
του πικρού κλάματος μαζί την ηδονήν χαρούμε».
Και τες αγκάλες άπλωσεν αλλ' έπιασεν αέρα·
ότ' η ψυχή κάτω απ' την γην ωσάν καπνός εχάθη
τρίζοντας· και ο Αχιλλεύς πετάχθη σαστισμένος
κτύπησε τες παλάμες του και με παράπον' είπε:
«Θεοί μου, και στην κατοικιά του Άδη, καθώς βλέπω
είναι ψυχή και φάντασμα, αλλά δεν έχει σπλάχνα.
Ότ' η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου μου οληνύκτα
μ' εκείνον απαράλλακτη επάνω μου εστεκόνταν
και μου παράγγελνε πολλά, στα δάκρυα της πνιγμένη».
Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων·
κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν.
Και τότε απ' όλες τες σκηνές, ως όρισεν ο Ατρείδης,
άνδρες με τα μουλάρια τους κινούσαν για τον λόγγον
να φέρουν ξύλα, κι έφορος ο εξαίσιος Μηριόνης
του πολεμάρχου ακόλουθος, μεγάλου Ιδομενέως·
και αξίνες και καλόπλεκτα σχοινιά βαστούσαν όλοι
με τα μουλάρια τους εμπρός, και ανεβοκατεβήκαν
ράχες πολλές, λοξά, στριφτά μέσ' στ' άγρια μονοπάτια.
Και ότ' έφθασαν στα σύλλακκα της δροσισμένης Ίδης
γοργά τα υψηλά δρυα μ' ακονητές αξίνες
έκοφταν και, όπως έπεφταν τα δένδρ', αχούσε ο τόπος.
Και, αφού τα εσχίζαν, έδεναν τα ξύλα στα μουλάρια·
και από τον λόγγον πρόθυμα να φθάσουν στην πεδιάδα
εκείνα ετετραπόδιζαν· και ακόμ' οι ξυλοκόποι
φέρνουν γογγύλι' επάνω τους, ως είπε ο Μηριόνης,
του Ιδομενέως οπαδός· κατόπιν στ' ακρογιάλι
τα έβαζαν αραδιαστά στο μέρος, που ο Πηλείδης
μνήμα να στήσει εσκέφθηκεν αυτού και του Πατρόκλου·
και αφού με ξύλ' αμέτρητα τον τόπον εσκεπάσαν
καθήμενοι επερίμεναν· ωστόσον ο Πηλείδης
τους Μυρμιδόνας πρόσταξε να ζώσουν τα άρματά τους,
και κάτω από τες άμαξες να ζέψουν να πουλάρια·
και αρματωμένοι ανέβηκαν στ' αμάξια οι κυβερνήτες
και οι μαχηταί στο πλάγι τους, και οπίσω ακολουθούσαν
σαν μαύρο σύγνεφο οι πεζοί· εβάσταζαν στην μέσην
τον Πάτροκλον οι σύντροφοι και όλον με τα κομμένα
μαλλιά τους τον εσκέπασαν, και οπίσω του βαστούσε
την κεφαλήν ο ισόθεος Πηλείδης, πικραμένος
που σύντροφον εξαίσιον στον Άδη προβοδούσε.
Και όταν στο μέρος έφθασαν που έδειξε ο Πηλείδης
τον βάλαν κάτω και άφθονα του εστοίβασαν τα ξύλα.
Τότ' άλλο εσκέφθη ο Αχιλλεύς· απ' την πυράν εστράφη,
την ξανθήν κόμην έκοψε που την καλλιεργούσε
του ποταμού του Σπερχειού καλήν να την προσφέρει.
Κι είπε με πόνον της καρδιάς κοιτώντας τα πελάγη:
«Άλλα σου ευχήθη, ω Σπερχειέ, το στόμα του πατρός μου
όταν εκεί θα εγύριζα στην γην την πατρικήν μου,
να δώσει εσέ την κόμην μου και αγίαν εκατόμβην,
και αυτού στο κτήμα, στες πηγές, πόχεις βωμόν ευώδη
πεντήκοντ' αμουνούχιστα κριάρια να μου σφάξει.
Αλλά συ δεν εκτέλεσες αυτά που ευχήθη ο γέρος·
τώρ' αφού δεν θα ξαναϊδώ την ποθητήν πατρίδα
ας πάρει ο ήρως Πάτροκλος την κόμην μου στον Άδη».
Είπε, την κόμην έβαλε στου αγαπημένου φίλου
τα χέρια και όλους έκαμε τα δάκρυα ν' αρχινήσουν.
Και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,
εάν στον Αγαμέμνονα δεν έλεγε ο Πηλείδης:
«Ατρείδη, επειδή πρόθυμα των Αχαιών τα πλήθη
στους λόγους όλα πείθονται, και ο θρήνος κόρον φέρνει
απ' την πυράν να σκορπισθούν και δείπνον να ετοιμάσουν
ειπέ τους· κι έπειτ' όλοι εμείς, που τον νεκρόν πονούμε,
όλα θα συγυρίσομε και οι πολεμάρχοι ας μείνουν».
Τα λόγια τούτ' άμ' άκουσεν ο μέγας Αγαμέμνων
τον λαόν όλον σκόρπισε στα ισόπλευρα καράβια,
κι εμείναν οι ενταφιασταί και με κορμούς εκάμαν
πυράν οπού 'χεν εκατόν ποδάρια μάκρου πλάτου,
και τον νεκρόν περίλυποι στην κορυφήν εβάλαν.
Κι έγδερναν κι εσυγύριζαν αρνιά πολλά και βόδια
προς την πυράν και, παίρνοντας απ' όλα το κνισάρι,
το λείψανον εσκέπαζε πατόκορφα ο Πηλείδης,
και ολόγυρα επανώτιαζε τα σώματα γδαρμένα,
και στάμνες μέλι και άλειμμα να γέρνουν προς την κλίνην
έβαλε αυτού, και τέσσερους ανδρειωμένους ίππους
έριξε μέσα στην πυράν, κι εστέναζε ο θλιμμένος.
Και από τα εννέα πότρεφε τραπεζικά σκυλιά του
έριξε δυο μες στην πυράν αποκεφαλισμένα,
και αγόρια δώδεκα καλά των ανδρειωμένων Τρώων
έσφαξε κι έριξεν αυτού, κι είχε κακό στον νου του.
Και άσβεστην έβαλε φωτιά, για να τους δαπανήσει.
Εβαρυστέναξ' έπειτα και προς τον φίλον είπε:
«Χαίρε μου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδη
ότι όλα όσα σου 'ταξα τα τελειώνω τώρα.
Αγόρια δώδεκα λαμπρά των ανδρειωμένων Τρώων
το πυρ τα τρώγει όλα με σε, και του πυρός δεν δίδω
τον Πριαμίδην Έκτορα τροφή αλλά των σκύλων».
Τούτα εφοβέριζε, αλλ' αυτόν σκυλιά δεν επλησιάζαν
ημέρα νύχτα τα 'διωχνεν η αθάνατη Αφροδίτη
και μ' άφθαρτο τον ράντιζε τριανταφυλλένιο λάδι
να μη γδαρθεί το σώμα του, ως το 'σερνε ο Πηλείδης.
Και μαύρο από τον ουρανόν στην πεδιάδα ο Φοίβος
κατέβασ' ένα σύννεφο, κι εσκέπασε το μέρος
όλον όσ' έπιανε ο νεκρός, να μη μπορεί του ηλίου
η δύναμις τα νεύρα του να φρύξει και τα μέλη.
Αλλ' η πυρά δεν άναφτε του άψυχου Πατρόκλου,
και τότε άλλο σοφίσθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης-
ανάμερ' από την πυράν' ευχήθη στους ανέμους,
τον Ζέφυρον και τον Βοριά κι ετάχθηκε θυσίες,
και με χρυσό σπονδίζοντας ποτήρι επαρακάλει
να έλθουν κι έτσι γρήγορα τα ξύλα πάρουν φλόγα
και καταλύσει τους νεκρούς· και άμ' άκουσεν η Ίρις
την δέησίν του, εχύθη ευθύς μηνύτρα στους ανέμους.
Εις το τραπέζι εκάθονταν του ορμητικού Ζεφύρου
όλοι μαζί, και ως πάτησε στο πέτρινο κατώφλι
η Ίρις όλη βιαστική, κι εκείνοι αυτού την είδαν
εσηκωθήκαν και καθείς σιμά του την καλούσε·
κι εκείνη δεν ηθέλησε, «δεν κάθομαι», τους είπε,
«στου Ωκεανού το ρεύμα ευθύς οπίσω θα πηγαίνω,
των Αιθιόπων εις την γην, που σφάζουν εκατόμβες
των αθανάτων, ως κι εγώ το μέρος μου να λάβω.
Αλλ' ο Αχιλλεύς παρακαλεί, και τάζεται θυσίες,
ο Ζέφυρος ο ηχηρός να τρέξει και ο Βορέας
εις την πυράν να δώσετε πνοήν να πάρει φλόγα
εκεί που κείται ο Πάτροκλος π' όλοι οι Αχαιοί τον κλαίουν».
Αυτά 'πε και ανεχώρησε, κι εκείνοι επεταχθήκαν
με θόρυβον, ταράζοντας τα σύγνεφα έμπροσθέν τους.
Και ως διάβαιναν το πέλαγος, απ' την σφοδρήν πνοήν τους
σηκώνονταν τα κύματα· και άμ' έφθασαν στην Τροίαν
έπεσαν μέσα στην πυράν, κι εβρόντα ευθύς η φλόγα.
Και ολονυκτίς απ' την πυράν, και οι δυο φυσομανώντας
τες φλόγες σήκωναν ψηλά· και ολόνυκτα ο Πηλείδης
από κρατήρα ολόχρυσο, με δίκουπο ποτήρι
έχυνε χάμου το κρασί κι επότιζε το χώμα,
και την ψυχήν του άμοιρου Πατρόκλου ξεφωνούσε.
Και ως κλαίει πατέρας καίοντας τα κόκαλα παιδιού του
που νιόγαμπρος απέθανε των άμοιρων γονέων,
όμοια ο Πηλείδης καίοντας τα κόκαλα του φίλου
εστέναζε κι εσέρνονταν τριγύρω εις την πυράν του.
Την ώραν οπού προμηνά το φως ο Εωσφόρος
και η χρυσή προβαίν' Ηώς απ' τα θαλάσσια βάθη,
η πυρκαϊά μαραίνονταν και έπαυσεν η φλόγα.
Οι άνεμοι στον τόπον τους εγύρισαν και ο πόντος
ο Θράκιος ολοφούσκωτος στο διάβα τους βογγούσε.
Και ανάμερ' από την πυράν κατάκοπος εσύρθη
ο Αχιλλεύς κι επλάγιασε, κι ύπνος γλυκός τον πήρε·
και στον Ατρείδη ολόγυρα συνάζονταν οι άλλοι,
και ως έρχονταν ο κτύπος των τον έγειρε απ' τον ύπνον.
Σηκώθη ορθός ο Αχιλλεύς και προς εκείνους είπε:
«Ατρείδη, των Παναχαιών και σεις οι πολεμάρχοι,
την πυρκαϊάν με το λαμπρό κρασί θα σβήσετ' όλην
όσο που εβόσκησ' η φωτιά· κατόπιν του Πατρόκλου
τα κόκαλ' ας συνάξομε, καλά ξεχωρισμένα.
Και είν' ευκολογνώριστα, που στης πυράς την μέσην
εκείτονταν και ανάμερα στες άκρες γύρω οι άλλοι
ανάμικτα όλοι εκαίονταν άνδρες ομού και ίπποι·
κι εκείνα εις στάμνα ολόχρυσην, και διπλωτό κνισάρι
θα θέσομεν ώσπου κι εγώ να κατεβώ στον Άδην·
και τάφος να του σηκωθεί πολύ τρανός δεν θέλω,
αλλά σωστός ως συνηθούν· κατόπιν μέγαν άλλον
και υψηλόν θα κάμετε όσοι Αχαιοί στα πλοία
θα ευρεθείτε ζωντανοί κατόπιν από εμένα».
Είπε κι εκείνοι εδέχθηκαν τους λόγους του Πηλείδη·
την πυρκαϊά με το λαμπρό κρασί εσβήσαν όλην,
όσον εβόσκησε η φωτιά, και βαθιά στάκτη εγίνει·
και κλαίοντας τα κόκαλα του αγαπημένου φίλου
εις χρυσήν στάμνα εσύναζαν με διπλωτό κνισάρι,
και εις την σκηνήν τα εσκέπασαν μ' ένα λεπτό σινδόνι.
Και στην πυράν ολόγυρα του τάφου εσύραν κύκλον,
θεμέλια κτίσαν και σωρό τα χώματα εσηκώσαν.
Και άμα τελειώσαν, τον λαόν εκράτησε ο Πηλείδης
και εις πλατύν γύρον έκαμε τα πλήθη να καθίσουν,
κι έβγαλε απ' τα καράβια του του αγώνος τα βραβεία,
ίππους, μουλάρια, βόδια και καλόζωνες γυναίκες
και λέβητες και τρίποδες και σίδερο εργασμένο.
Έθεσε πρώτα στους ταχείς ιππείς λαμπρό βραβείο
να πάρει ο πρώτος άξιαν, σ' έργα λαμπρά, γυναίκα
και με τ' αυτιά του τρίποδα, που μέτρα εικοσιδύο
χωρούσε· και στον δεύτερον μιαν άστρωτην φοράδα
εξάχρονην, που έμελλε μουλάρι να γεννήσει·
του τρίτου λέβητ' άκαφτον, όλον λευκόν ακόμη,
λαμπρόν, που μέτρα τέσσερα χωρούσε, κάτω βάζει·
και του τετάρτου έστησε δυο τάλαντα χρυσάφι·
του πέμπτου ένα διχέρουλον αφλόγιστο ποτήρι.
Και ορθός εστάθη και άρχισε να λέγει στους Αργείους:
«Ατρείδη, και των Αχαιών οι άλλοι πολεμάρχοι,
αυτά στην μέσην έθεσα για τους ιππείς βραβεία·
αν τον αγώνα εκάναμε δι' άλλον πεθαμένον,
τα πρώτα εγώ θα έπαιρνα βραβεία στην σκηνήν μου.
Γνωρίζετ' αν οι ίπποι μου πρωτεύουν στην ανδρείαν·
αθάνατ' είναι, ο Ποσειδών τους έχει δώσει πρώτα
εις τον πατέρα μου και αυτός τους έδωκε σ' εμένα.
Όθεν θα μείνω ανάμερα κι εγώ και τ' άλογά μου·
ο κυβερνήτης ο αγαθός δεν τους δοξάζει πλέον,
οπού συχνά τους έλουζεν από καθάρια βρύση
και όλες τες χαίτες έραινε μ' ευωδιασμένο λάδι.
Εκείνον τώρ' αυτοί πενθούν, τες χαίτες των κρεμώντας
κάτω ως το χώμα, ακίνητοι στον πόνον της ψυχής των.
Κι ετοιμασθείτ' οι άλλοι σεις, όσοι στα στερεά σας
αμάξια θάρρος έχετε και στα καλά πουλάρια».
Είπε ο Πηλείδης και ταχείς ιππείς επεταχθήκαν.
Ο πολεμάρχος Εύμηλος σηκώθη απ' όλους πρώτος,
υιός του Αδμήτου, δοξαστός στους ιππικούς αγώνας·
κατόπι ευθύς ο δυνατός σηκώνεται ο Διομήδης,
τους ίππους ζεύει του Τρωός, που 'χε του Αινεία πάρει
τότε, οπού τούτον έσωσε στον κίνδυνόν του ο Φοίβος.
Σηκώθη τότε και ο ξανθός διογέννητος Ατρείδης
κι έζευεν, ο Μενέλαος, δυο γρήγορα πουλάρια,
με τον δικόν του Πόδαργον την Αίθην του αδελφού του,
που χάρισ' ο Εχέπωλος σ' αυτόν ο Αγχισιάδης,
για να μη τον ακολουθεί στα τείχη εμπρός της Τροίας,
και αυτού μες στην πλατύχωρην πατρίδα Σικυώνα
να ευφραίνετ' όλα τα καλά που του 'χε δώσει ο Δίας·
κείνην τότ' έζεψεν αυτός λαχταριστήν φοράδα.
Τέταρτος ο Αντίλοχος, κλωνάρι παινεμένο
του Νηληιάδη Νέστορος, δυο, θρέμματα της Πύλου,
έφερνε κάτω απ' τον ζυγόν καλότριχα πουλάρια.
Τότε τον επλησίασεν ο σεβαστός πατέρας
κι είπε καλά και φρόνιμα στο φρόνιμο παιδί του:
«Νέον ακόμ, Αντίλοχε, σ' αγάπησεν ο Δίας
και ο Ποσειδών και σου 'δειξαν της ιππικής τες τέχνες·
όθεν εσύ να διδαχθείς πολλή δεν είναι χρεία·
ξεύρεις γύρω στα τέρματα να στρέφεις· έχεις όμως
ίππους οκνούς· για τούτο εγώ καλό δεν περιμένω.
Κι εκείνοι οπού ταχύτερους τυχαίνει να 'χουν ίππους
πάλιν δεν έχουν νόημα καλύτερο από σένα.
Αλλ' άκουσέ με, αγαπητέ, και σκέψου στην ψυχήν σου
της τέχνης κάθε σόφισμα, μη χάσεις τα βραβεία·
με σόφισμα παρά μ' ανδρειά προκόβει ο δενδροκόπος·
με σόφισμα στης θάλασσας τ' αγριωμένα πλάτη
το ανεμόδαρτ' οδηγεί καράβι ο κυβερνήτης·
με σόφισμα και ηνίοχος ηνίοχον περνάει.
Αλλ' όποιος εις τους ίππους του θαρρώντας και στ' αμάξι
εδώθ' εκείθε αστόχαστα πολύν γυρίζει τόπον,
οι ίπποι του παραστρατούν, του φεύγουν απ' το χέρι·
και μ' άλογο κατώτερο όποιος τες τέχνες ξέρει
στο τέρμα στρέφει αδιάκοπα, πάντοτ' εμπρός του το 'χει,
απ' την στιγμήν που ετέντωσε τους χαλινούς των ίππων
ίσια τους φέρνει και τηρά τον πρώτον να περάσει.
Κι ένα σημάδι θα σου ειπώ, που ευκόλως θα γνωρίσεις·
ξύλον ορθώνεται ξερό, όσον οργιά, στο χώμα,
δρυός ή πεύκου και η βροχή καθόλου δεν το σέπει·
και απ' τα δυο μέρη κάτασπροι στυλώνονται δυο λίθοι
στο στένωμα κι είν' ομαλός ο ιππόδρομος τριγύρω·
είτ' είναι μνήμα κανενός που απέθανε το πάλαι,
ή για καμπτόν κει το βαλαν έναν καιρόν οι αρχαίοι,
και τώρα τέρμα το 'θεσεν ο ισόθεος Πηλείδης.
Σ' εκείνο εγγύς συ να οδηγείς τ' αμάξι με τους ίππους,
και απ' το καλόπλεκτο θρονί στ' αριστερά των ίππων
να χαμηλώνεις το κορμί και το δεξί πουλάρι
με βοήν κέντα και άφησε λυτά τα χαλινάρια·
εις τον καμπτόν ο αριστερός σου ίππος να κολλήσει,
να φαίνεται που του καλού τροχού το κεφαλάρι
τον ξάκρισε, και πρόσεχε στον λίθον μη σκουντήσεις
μήπως λαβώσεις τ' άλογα και σπάσεις και τ' αμάξι·
χαρά στους άλλους, όνειδος πολύ στον εαυτόν σου
θα είναι· αλλά με φρόνησιν φυλάξου, αγαπητέ μου,
ότι αν στο τέρμα δυνηθείς τον άλλον να περάσεις,
μη φοβηθείς άλλος κανείς αλλού να σε προφθάσει
κι εάν οπίσω σου κεντά το γρήγορο πουλάρι
του Αδρήστου, τον Αρίονα πού 'ναι από γένος θείον
ή εκείνα του Λαομέδοντος, θρέμμα λαμπρό της Τροίας».
Είπε και προς την θέσιν του εγύρισε ο Νηλείδης,
όλους αφού εφανέρωσε τους τρόπους στον υιόν του.
Πέμπτος τους ίππους έζεψε κατόπι ο Μηριόνης.
Στους θρόνους τότε ανέβηκαν, και τους λαχνούς ερίξαν.
Τους τίναξεν ο Αχιλλεύς, κι εβγήκε του Αντιλόχου
ο πρώτος κλήρος, κι έλαχεν ο δεύτερος του Ευμήλου,
κατόπιν ο Μενέλαος ο δοξαστός Ατρείδης,
ο Μηριόνης έπειτα, κι ύστερος ο Τυδείδης,
απ' όλους ο καλύτερος, του αγώνος πήρε κλήρον.
Εις την αράδα εστάθηκαν, και ξέμακρα στο σιάδι
τα τέρματα έδειξ' ο Αχιλλεύς· και τηρητήν πλησίον
βάζει τον θείον Φοίνικα, τον φίλον του πατρός του,
για να προσέχει και σωστά να κρίνει τον αγώνα.
Και αφού στους ίππους σήκωσαν τες μάστιγές τους όλοι
με τα λουριά τους άναφταν και με τα λόγι' ακόμη.
Κι έτρεχαν κείνοι ακράτητοι στο σιάδι από τα πλοία·
και κάτω από τα στήθη τους η σκόνη στον αέρα
σηκώνονταν σαν σύννεφον ή μαύρη ανεμοζάλη
και οι χαίτες ετινάζονταν στο φύσημα του ανέμου,
και πότ' εγγίζαν εις την γην τ' αμάξια, πότε επάνω
ψηλά πετιόνταν· και όλοι ορθοί στους θρόνους οι ελατήρες
εστέκονταν, κι εσπάραζε της νίκης η λαχτάρα
όλων τα στήθη και καθείς βοούσε στ' άλογά του,
κι εκείνα ως να σαν φτερωτά την πεδιάδα εσχίζαν.
Και όταν στην άκρην έφθασαν οι ίπποι να γυρίσουν
προς τ' ακρογιάλι εδείχνετο του καθενός η ανδρεία
κι οι ίπποι σφόδρα ετάνυσαν καθένας την ορμήν του.
Τότε οι φοράδες έβγαιναν του Ευμήλου απ' όλους πρώτες,
ευθύς κατόπι του Τρωός οι ίπποι του Διομήδη
πετούσαν όχι ξέμακρα, αλλά σιμά του τόσο
που πάντοτε, σου εφαίνετο, τον θρόνον θα πατήσουν,
κι η άχνα τους εθέρμαινε τες πλάτες του Ευμήλου,
επάνω του ως απίθωναν αυτοί τες κεφαλές τους·
και θα τον πέρνα ή θα κανεν αμφίβολην την νίκην
αν του Διομήδη από χολήν που επήρε τότε ο Φοίβος
δεν του πετούσεν έξαφνα την μάστιγ' απ' το χέρι.
Και απ' τον θυμόν του εδάκρυσε να βλέπει ο Διομήδης
πως οι φοράδες έμπροσθεν πολύν επαίρναν δρόμον
και οι δικοί του ακέντητοι οπίσω εσπεδισθήκαν.
Αλλ' είδε πως πανούργησεν ο Φοίβος τον Τυδείδην
η Αθηνά, κι έδραμ' ευθύς σιμά στον πολεμάρχον,
του απόδωσε την μάστιγα κι εγκάρδιωσε τους ίππους.
Και θυμωμένη τρέχοντας στον Εύμηλον επάνω
τον ζυγόν του 'σπασε η θεά· κι εδώ κι εκεί του δρόμου
έφυγαν οι φοράδες του κι ερίξαν το τιμόνι.
Κι εκείνος στον τροχόν σιμά ροβόλησε απ' τον θρόνον,
οι αγκώνες του εγδάρθηκαν, η μύτη και το στόμα,
το μέτωπό του εσύντριψε, τα μάτια του όλα δάκρυα
εγέμισαν κι εκόπηκεν η ανδρική φωνή του.
Τότε στον δρόμον έγυρε τους ίππους ο Τυδείδης
και όλους τους άλλους πέρασε πολύ, καθώς τους ίππους
του άναφτεν η Αθηνά και του 'δινε την νίκην.
Και αυτού κατόπιν ο ξανθός Μενέλαος προχωρούσε.
Κι εφώναξ' ο Αντίλοχος στους ίππους του πατρός του:
«Και σεις πατήσετε γερά, τεντώστε την ορμήν σας·
μ' εκείνους να παλαίσετε δεν λέγω του Τυδείδη
τους ίππους, που τους έδωκε μεγάλην γρηγοράδα
η Αθηνά, και ηθέλησε να δώσει αυτού την νίκην·
αλλά γοργά προφθάσετε του Αδμήτου το ζευγάρι,
θα 'ναι εντροπή σας θηλυκό να γίνει ανώτερό σας
η Αίθη· ακόμη οπίσω της θα μείνετε, ω γενναίοι;
Και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γίνει·
δεν θα σας περιποιηθεί στο εξής ο μέγας Νέστωρ,
ο ίδιος αλύπητα θενά σας κόψει, ανίσως
πάρομε οκνηρευόμενοι κατώτερο βραβείον·
αλλά να με συντρέξετε με την ορμήν σας όλην·
και ο νους μου θα μηχανευθεί με τρόπον να γλιστρήσω
του δρόμου εκεί στο στένωμα κι έτσι θα μου ξεφύγει».
Κι εκείνοι απ' τους φοβερισμούς που ακούσαν του κυρίου
το τρέξιμό τους σπούδαξαν ώσπου σ' ολίγην ώραν
του κοίλου δρόμου το στενό του Αντιλόχου εφάνη·
είχεν ο δρόμος σχίσμα γης που μαζευμένα εκάμαν
τα χειμωνιάτικα νερά κι εβύθισεν ο τόπος.
Εκεί με φόβον μη συμβεί σμίξις τροχών τραβούσε
ο Ατρείδης τότ' ο Αντίλοχος έξω του δρόμου στρέφει
τους ίππους, γέρνει πλαγινά και ορμά να τον προφθάσει.
«Ανόητε», του εφώναξεν ο Ατρείδης φοβισμένος,
«πώς κυβερνάς; Τους ίππους σου κράτησε, κι είναι ο δρόμος
στενός, παρέκει στο πλατύ, θαρρώ, θα προσπεράσεις,
μην αφανίσεις και τους δυο κτυπώντας με τ' αμάξι».
Αλλά ωσάν τα λόγια του ποσώς να μη 'χε ακούσει
ο Αντίλοχος σφοδρότερα τους ίππους εκεντούσε.
Και όσην ο δίσκος έχει ορμήν ριγμένος από χέρι
ανδρός, που όλην την δύναμιν της νιότης δοκιμάζει,
τόσο διασκέλισαν και αυτοί· κι εκείνοι του Ατρείδη
τα οπίσω εκάμαν, ότι αυτός ηθέλησε κι εμείναν,
μήπως συμπλέξουν και τα δυο ζευγάρια μες στον δρόμον
και τα καλόπλεκτα θρονιά γυρίσουν άνω κάτω
κι οι ίδιοι χάμου κυλισθούν ζηλεύοντας την νίκην.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος τον αποπήρε κι είπε:
«Αντίλοχε, και ποιος θνητός ολέθριος είναι, ως είσαι;
Εσφάλαμε οπού δίκαιον σ' ελέγαμε, ω χαμένε·
αλλ' όμως πρώτα θα ορκισθείς πριν πάρεις το βραβείον».
Είπε· κατόπι εφώναξε στα δυνατά πουλάρια.
«Μη μου σταθείτε ακίνητοι και καταπικραμένοι
εκείνων θενά κουρασθούν τα γόνατα και οι φτέρνες
πριν από σας· ότι και οι δυο τα νιάτα πλια δεν έχουν».
Και τότ' εκείνα απ' την βοήν που ακούσαν του κυρίου
όρμησαν και δεν άργησαν τους άλλους να προφθάσουν.
Στον κύκλον κει καθήμενοι θωρούσαν οι Αργείοι
τους ίππους που μ' ακράτητην ορμήν τετραποδίζαν.
Πρώτος ο άρχος των Κρητών, Ιδομενεύς, τους ίππους
ενόησε, ως εκάθουνταν ψηλά του κύκλου απ' έξω·
και ως άκουσεν από μακριά βοήν του κυβερνήτη
ξεχώρισε περήφανο πουλάρι να προβαίνει
που 'χε την τρίχα ολόξανθην και μόνον έν' ασπράδι
ωσάν φεγγάρι στρογγυλό, στο μέτωπο εφαινόνταν.
Τότ' εσηκώθη και άρχισε να λέγει στους Αργείους:
«Ω των Αργείων αρχηγοί, καλοί μου πολεμάρχοι,
τάχα εγώ μόνος ή και σεις βλέπετ' εκεί τους ίππους;
Άλλοι απ' αυτούς που επρότρεχαν μου εφαίνονταν και άλλος
φαντάζει ο κυβερνήτης των· και κάπου εμποδισθήκαν
αυτές που εκεί εκέρδισαν στον δρόμον οι φοράδες.
Πρώτα στο τέρμα ολόγυρα τες έβλεπα να τρέχουν,
τώρα απ' εμπρός μου χάθηκαν, αν και παντού γυρίζω
τα μάτια μου να τες ιδώ στο Τρωικό πεδίον.
Ή θα του εφύγαν τα λουριά και δεν μπορούσε πλέον
να τες κρατήσει στρέφοντας το τέρμα ο κυβερνήτης.
Εκεί, θαρρώ, θα 'πεσε αυτός και θα 'σπασε τ' αμάξι
και ξαγριωμένες σκίρτησαν κι εφύγαν οι φοράδες·
ορθοί κοιτάζετε και σείς· ίσως καλά δεν βλέπω
εγώ, αλλά μου φαίνεται, πως κείνος αυτού πέρα
είναι το γένος Αιτωλός και στ' Άργος βασιλεύει,
και του Τυδέως είν' υιός, ο δυνατός Διομήδης».
Και ο Αίας τον κακόβρισεν ο γρήγορος Οιλείδης:
«Ιδομενέα, φαφλατάς παράκαιρα· και πέρα
ανάερα σηκώνονται πετώντας οι φοράδες.
Μες στους Αργείους, ως θαρρώ, τόσο δεν είσαι νέος,
και μάτια τόσο καθαρά δεν έχ' η κεφαλή σου·
πάντοτ' εσύ 'σαι φαφλατάς, αλλ' όπου ευρίσκοντ' άλλοι
άνδρες καλύτεροι από σε, προς τι να φαφλατίζεις;
Εκείνες είναι που απ' αρχής προτρέχαν οι φοράδες
του Ευμήλου και τες κυβερνά με τα λουριά στο χέρι».
Ευθύς ο άρχος των Κρητών του αντείπε χολωμένος:
«Αία φιλονικότατε, κακόγνωμε και στα άλλα
μες στους Αργείους ύστερος, ότ' είναι ωμός ο νους σου.
Κι έλ, ας στοιχηματίσομεν ή τρίποδα ή λεβέτι
και ποιο ζευγάρι τρέχει εμπρός κριτής ας μαρτυρήσει
ο Αγαμέμνων· τότε συ πλερώνοντας θα μάθεις».
Είπε κι ευθύς πετάχθηκεν ο φτεροπόδης Αίας
και θυμωμένος έμελλε κακά να του απαντήσει·
και θ' άναφτε χειρότερη σ' αυτούς φιλονικία,
αν δεν σηκώνετ' ο Αχιλλεύς ο ίδιος, που τους είπε:
«Τα λόγια τούτα τα κακά να παύσουν μεταξύ σας,
Αίας συ και Ιδομενεύς, ότι δεν είναι πρέπον,
που σ' άλλον αν το εβλέπετε θα σας αγανακτούσε·
αλλά στον κύκλον ήσυχοι τους ίππους θεωρείτε,
και δεν θ' αργήσουν τώρα εδώ να φθάσουν, ως τους βιάζει
ζήλος της νίκης· τότ' εσείς θέλει γνωρίσετ' όλοι
των ίππων τίνες ύστεροι και τίνες είναι πρώτοι».
Τον λόγον δεν απόειπε κι έφθασεν ο Τυδείδης
τους ίππους του κατάπλατα ραβδίζοντας κι εκείνοι
εκόφταν με ανάερα διάσκελα τον δρόμον.
Και από την σκόνη ευφραίνονταν επάν' ο κυβερνήτης,
και οπίσω στα φτερόποδα πουλάρια ροβολούσε
τ' αμάξι χρυσοκόλλητο με δίπλες κασσιτέρου·
και τα στεφάνια των τροχών μικρόν αυλάκι αφήκαν
στο λεπτό χώμα οπίσω τους κι εκείνα εμπρός πετούσαν.
Στον κύκλον μέσα εστάθηκε και ίδρωτες στο χώμα
ρονιές τα στήθη εστάλαζαν και οι κεφαλές των ίππων·
και αυτός από τ' ολόλαμπρον επήδησε θρονί του
και στον ζυγόν απόθεσε την μάστιγα και αμέσως
ο ανδρειωμένος Σθένελος επήρε το βραβείον
και με τον καλόν τρίποδα παράδωσε την κόρην
εις τους συντρόφους και άρχισε τους ίππους να ξεζέψει.
Κατόπιν ήλθ' ο Αντίλοχος αυτός που τον Ατρείδην
μ' επιβουλήν του επέρασε και όχι με ορμήν των ίππων.
Και όμως τούτος πολύ εγγύς εράβδιζε τους ίππους
και όσον απέχει απ' τον τροχόν πουλάρι οπού στο σιάδι
μ' όλο τ' αμάξι τανυστά τραβά τον κύριόν του,
που εγγίζουν μόλις τον τροχόν οι τρίχες της ουράς του·
κι εκείνο τρέχει κολλητά στ' αμάξι και δεν μένει
τόπος πολύς ανάμεσα όσον κι αν πάρουν δρόμον·
τόσον απ' τον Αντίλοχον έμενε οπίσω ο Ατρείδης.
Αλλά και δυο δισκοβολές έμεν' οπίσω πρώτα,
αλλά γοργά τον πρόφθασε με την καλήν ανδρείαν
της Αίθης, της καλότριχης φοράδας του αδελφού του·
και ακόμη αν αγωνίζονταν παρέκει τον περνούσε
ο Ατρείδης και δεν θ' άφηναν αμφίβολην την νίκην.
Κι έμενε απ' τον Μενέλαον μιαν κονταριάν οπίσω
ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως,
ότ' ήσαν αργοκίνητα τα εύμορφα άλογά του
και κείνος πάλι αδύνατος πολύ να κυβερνήσει.
Και απ' όλους ήλθε υστερινός ο Εύμηλος κι ετράβα
τ' όμορφο αμάξι κι έμπροσθεν κεντούσε τ' άλογά του.
Τον είδε κι εσυμπόνεσεν εκείνον ο Πηλείδης
και αυτούς τους λόγους είπ' ευθύς στην μέσην των Αργείων:
«Ύστερος ο καλύτερος με τ' άλογό του φθάνει
αλλ' όπως πρέπει, ας του δοθεί το δεύτερο βραβείον
και του Τυδέως ο υιός ας λάβει τα πρωτεία».
Όλ' οι Αχαιοί συμφώνησαν να γίνει αυτό που είπε
και την φοράδα παρευθύς θα του έδιδε ο Πηλείδης
εάν δεν εσηκώνονταν να ειπεί το δίκαιόν του
ο Αντίλοχος, του Νέστορος υιός, στον Αχιλλέα:
«Θα σου θυμώσω δυνατά, Πηλείδη, αν τούτο κάμεις·
συ το βραβείο μου αφαιρείς, θαρρώ, γιατί του επάθαν
τα γρήγορα πουλάρια του, τ' αμάξι του κι εκείνος,
ο εξαίσιος· αλλ' ας έκαμνεν ευχές των αθανάτων
και τότε δεν θα έρχονταν ο ύστερος απ' όλους.
Αλλ' αν σου είναι αγαπητός κι εγκάρδια τον λυπείσαι,
πλήθιο χρυσάφι και χαλκός υπάρχει στην σκηνήν σου,
πρόβατα, δούλες και λαμπρά πτερόποδα πουλάρια·
πάρε απ' αυτά και δώσε του, κατόπ' ή αμέσως τώρα
βραβείον και λαμπρότερο να σ' επαινέσουν όλοι.
Και τούτην δεν θα δώσω εγώ· και όποιος θελήσει ανδρείος
να μου την πάρει ας έλθει εδώ μ' εμέ να πολεμήσει».
Εις τούτα εχαμογέλασεν ο ισόθεος Πηλείδης,
του άρεσ' ο Αντίλοχος ο αγαπητός του φίλος
και προς αυτόν απάντησε: «Κι εάν θελήσεις κι άλλο
από δικό μου, Αντίλοχε, του Ευμήλου εγώ να δώσω
θενά το κάμω πρόθυμα· τον θώρακα να λάβει
αυτόν που επήρα λάφυρον απ' τον Αστεροπαίον,
χάλκινον, και κασσίτερος λαμπρός τον περιχύνει·
θα το 'χει κτήμ' ατίμητο». Κι ευθύς στον ποθητόν του
είπε τον Αυτομέδοντα τον θώρακα να φέρει
απ' την σκηνήν· τον έφερεν εκείνος και του Ευμήλου
τον έδωκε, οπού ολόχαρος στα χέρια του τον πήρε.
Τότε βαρύς απ' την χολήν που είχεν του Αντιλόχου
σηκώθηκε ο Μενέλαος· και ο κήρυκας στο χέρι
σκήπτρο του δίδει και σιωπήν κηρύττει των Αργείων.
Και ο θείος άνδρας άρχισεν: «Ω φρόνιμε όχι πλέον
Αντίλοχε, τι έκαμες! Μου εθόλωσες την δόξαν,
εκείνα τα οκνότατα πουλάρια σου έμπροσθέν μου
έσπρωξες και μου εμπόδισες τους ίππους εις τον δρόμον.
Αλλά σεις όλ' οι αρχηγοί προστάτες των Αργείων
χωρίς να προτιμήσετε κανέναν κρίνετέ μας,
μη κάποιος των Αχαιών τούτον ειπεί τον λόγον:
«Με ψέματα ο Μενέλαος επήρε την φοράδα
του Αντιλόχου, αν κι είχε αυτός χειρότερους τους ίππους,
αλλ' είναι αυτός ανώτερος πολύ στο μεγαλείον».
Αλλά θα κρίνω ευθύς εγώ, και δεν θα με αποπάρει
των Δαναών, θαρρώ, κανείς. Θα είμαι δικαιοκρίτης.
Αντίλοχε διόθρεφτε, έλα, σαν θέλει ο νόμος
στήσου στην άμαξαν εμπρός ολόρθος και στους ίππους,
πάρε την ίδια μάστιγα, που πρώτα εκυβερνούσες,
και πιάνοντας τους ίππους σου, του Ποσειδώνος κάμε
όρκον που δεν μου εμπόδισες μ' επιβουλήν τ' αμάξι».
Και ο φρόνιμος Αντίλοχος απάντησέ του κι είπε:
«Πραΰνου τώρα, ότ' είμ' εγώ πολύ νεότερός σου,
σεπτέ Μενέλαε, και συ καλύτερός μου εις όλα·
γνωρίζεις πόσον εύκολα παρανομούν οι νέοι·
ο νους τους γοργοκίνητος ισχνήν την σκέψιν έχει.
Όθεν μαλάξου· μόνος μου σου δίδω την φοράδα
που εκέρδισα· και αν άλλο τι δικό μου να σου δώσω
ήθελες και καλύτερο, σου το 'δινα ολοψύχως,
παρ' από σε, διόθρεφτε, να χάσω την αγάπην
ολοζωής μου και σ' εμέ οργή να πέσει θεία».
Και την φοράδα οδήγησεν ευθύς ο Νεστορίδης
κι έδωκε στον Μενέλαον, που στην καρδιά του ευφράνθη,
καθώς εις τα πυκνά σπαρτά που τον αγρόν σκεπάζουν
καλή δροσιά ζωογονεί τα φουντωμέν' αστάχια·
ομοίως, ω Μενέλαε, μέσα η καρδιά σου ευφράνθη·
και προς αυτόν απάντησε με λόγια φτερωμένα:
«Και αφ' εαυτού μου, Αντίλοχε, συγκρίνω τον θυμόν μου
να παύσω, ότι αστόχαστος και ασύστατος δεν ήσουν
ποτέ σου, αλλά εδώ τον νουν ενίκησε η νεότης·
καλύτερούς σου στο εξής φυλάξου ν' απατήσεις.
Κι εύκολα δεν θα μ' έπειθε των Αχαιών κανένας·
αλλ' έπαθες εσύ πολλά κι εμόχθησες για μένα
συ και ο πατέρας σου ο λαμπρός με τον αυτάδελφόν σου·
μου επρόσπεσες και τούτο αρκεί· και την φοράδ, αν κι είναι
δική μου, λάβε την εσύ για να γνωρίσουν όλοι
ότι καρδιά περήφανην και αμάλακτην δεν έχω».
Είπε και του Νοήμονος συντρόφου του Αντιλόχου
την έδωκε, κι επήρε αυτός το λαμπερό λεβέτι.
Τέταρτος δύο τάλαντα χρυσάφι ο Μηριόνης.
Πέμπτον βραβείον έμενεν η δίχερη φιάλη.
Εκείνην έφερ' ο Αχιλλεύς ανάμεσα στο πλήθος
στον Νέστορα και, «λάβε αυτό», του είπε, «γέροντά μου,
σαν του Πατρόκλου ενθύμημα να το 'χεις οπού ετάφη·
τι εκείνον πλέον δεν θα ιδείς στην μέσην των Αργείων.
Και το βραβείον τούτο εγώ σου δίνω χαρισμένο·
ότι και συ ν' αγωνισθείς, θαρρώ, δεν θα θελήσεις
στο πάλαιμα ή στο γρόνθισμα, στο τρέξιμο ή στ' ακόντι
ότι απ' το γήρας το κακόν εκόπ' η δύναμίς σου».
Και την φιάλην του 'βαλε στα χέρια· την επήρε
περίχαρος ο γέροντας και είπε του Αχιλλέως:
«Λόγια τωόντι αληθινά, επρόφερες, παιδί μου·
εμάργωσαν τα μέλη μου, τα πόδια και τα χέρια
που εδώ στους ώμους φτερωτά κινούνταν και τα δύο.
Πού είναι η νιότη μου κι η ανδρειά που στο Βουπράσι εφάνη
σαν έθαπταν οι Επειοί τον μέγα πολεμάρχον
Αμαρυγκέα, κι έθεσαν αγώνα τα παιδιά του.
Εκεί κανείς των Επειών μ' εμέ δεν ομοιώθη
ή των γενναίων Αιτωλών, αλλ' ούτε των Πυλίων.
Τον Κλυτομήδη ενίκησα στους γρόνθους Ηνοπίδην,
στην πάλην τον Πλευρώνιον, κατόπι τον Αγκαίον,
και τον εξαίσιον Ίφικλον στα πόδια και κατόπι
στ' ακόντι τον Πολύδωρον και αντάμα τον Φυλέα.
Μόνον οι Ακτορίωνες στους ίππους μ' επεράσαν,
διπλοί μου σπρώχθηκαν εμπρός με ζήλον να κερδίσουν
εκείνα που ήσαν ύστερα λαμπρότατα βραβεία.
Δίδυμοι αυτοί, και σταθερώς εκυβερνούσ' ο ένας
εκυβερνούσε σταθερώς κι εμάστιζεν ο άλλος.
Ιδού ποιος ήμουν μια φορά· στους νέους τώρ' αφήνω
έργα παρόμοια. κι εγώ στο μαύρο γήρας πρέπει
να υπακούσω, αν κι έλαμπα στην μέση των ηρώων.
Αλλ' άμε κι ενταφίαζε τον φίλον σου μ' αγώνες·
μου είναι ακριβό το χάρισμα και χαίρεται η ψυχή μου
που εμέ τον φίλον πάντοτε θυμάσαι και γνωρίζεις
πόση τιμή, των Αχαιών ανάμεσα μου πρέπει·
και οι θεοί μ' ό,τι αγαπάς να σου το ανταποδώσουν».
Το εγκώμιον όλον άκουσε του Νέστορος κι εβγήκε
μέσ' απ' το πλήθος ο Αχιλλεύς και της γρανθομαχίας
της τρομερής κατέθεσεν αμέσως τα βραβεία.
Έφερε κι έδεσεν εκεί του κύκλου μες στη μέση
άστρωτο, κακοδάμαστο εξάχρονο μουλάρι·
κι ένα ποτήρι δίκουπο να λάβει ο νικημένος.
Και ορθός εστήθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Ατρείδες και όλ' οι Αχαιοί με τες καλές κνημίδες,
ας έλθουν δύο δυνατοί γι' αυτά ν' αντισηκώσουν
πολύ ψηλά τους γρόνθους των και εις όποιον απ' τους δύο
ο Απόλλων δώσει δύναμιν, κι οι Αχαιοί το κρίνουν,
ας πάρει το φερέπονο μουλάρι στην σκηνήν του
και ο νικημένος να χαρεί το δίκουπο ποτήρι».
Στον λόγον του επετάχθη ευθύς άνδρας τρανός και ωραίος
ο Πανοπείδης Επειός, εξαίσιος γρονθομάχος.
Και πιάνοντας το εργατικό τετράποδο τους είπεν:
«Εμπρός, όπου το δίκουπο ποτήρι θενά πάρει·
και το πουλάρι εδώ κανείς με την γρονθομαχίαν
δεν θα κερδίσει, ότ' είμ' εγώ στην τέχνην τούτην πρώτος.
Δεν φθάνει που στον πόλεμον είμ' ελλιπής; Και ποίος
δύναται να είναι ποτέ σ' όλα καλός τεχνίτης;
Και ιδού το λέγω φανερά και άσφαλτ' αυτό θα γίνει·
τες σάρκες θα του σχίσω εγώ, τα κόκαλα να σπάσω,
ώστε σιμά του ας στέκονται όσοι πονούν για κείνον
από τα χέρια νεκρόν εδώθε να τον πάρουν».
Είπε, και όλοι εσώπαιναν· και μόνος του επετάχθη
ο ισόθεος Ευρύαλος υιός του Τηλανίδη
του Μηκιστέως, του λαμπρού εκείνου πολεμάρχου
που άλλοτ' επήγε στην ταφήν του σκοτωμένου Οιδίπου
στες Θήβες και όλων νικητής εβγήκε των Καδμείων.
Τώρα σιμά του ο δοξαστός Τυδείδης ενεργούσε
και λόγια του 'λεγε καλά ποθώντας να νικήσει.
Το ζώμα του βαλεν αυτός, του έδωκε κατόπι
από τομάρι ταύρινο λουριά καλοκομμένα.
Κι αφού ζωσθήκαν, στάθηκαν του κύκλου εκεί στην μέσην
και αντίκρυ ως σήκωσαν και οι δυο τα χέρια τ' ανδρειωμένα,
ομού βροντήσαν κι έσμιξαν οι δυνατοί τους γρόνθοι.
Τρίζαν τα δόντια τους φρικτά, και ίδρωτες ερρέαν.
Και ο θείος χύνετ' Επειός στον άλλον που ετηρούσε
πού να τον κρούσει, και του σπα τα μάγουλα· κι εκείνος
ετρέκλισε ως του ελύγισαν τ' ανδρειωμένα μέλη.
Και με το κρούσμα εσκίρτησε σαν ψάρι που ο Βορέας
έξω στο φύκι επέταξε με κύμα σουφρωμένο.
Τότε ο γενναίος Επειός τον έπιασε απ' τα χέρια
και ορθόν τον έβαλε· κι ευθύς οι φίλοι τον επήραν
μέσ' απ' τον κύκλον πόσερνε τα πόδια μετά βίας
κι εφτυούσεν αίματα πηχτά, με δίπλα το κεφάλι.
Και αναίσθητον τον έβαλαν σιμά τους να καθίσει,
κι έπειτα επήγαν κι έφεραν το δίκουπο ποτήρι.
Τα τρίτα ευθύς ο Αχιλλεύς κατέθεσε βραβεία
του τρομερού παλαίσματος και τα 'δειχνεν εις όλους·
σ' όποιον νικήσει τρίποδα μεγάλον πυροστάτην
που να 'χει βόδια δώδεκα οι Αχαιοί λογιάζαν.
Και μίαν κόρην έθεσε σ' έργα πολλά τεχνίτραν,
που είχε βόδια τέσσερα, να λάβει ο νικημένος.
Και ορθός στην μέσην έλεγεν: «Ας σηκωθούν εκείνοι
που θέλουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα».
Και ο μέγας εσηκώθη ευθύς, ο Τελαμώνιος Αίας
και ο πολύνους Οδυσσεύς τεχνάσματα γεμάτος.
Ζωσμένοι αφού προχώρησαν του κύκλου αυτού στην μέσην
επιάσθηκαν αγκαλιαστά με τα βαριά τους χέρια,
ως όταν άξιος ξυλουργός ψαλίδες σφικτοδένει
σ' υψηλό δώμα, ακλόνητος απ' τες ανεμοζάλες.
Και ως τες τραβούσαν δυνατά τα λυσσερά τους χέρια
τρίζαν οι πλάτες φοβερά και ίδρωτες ερρέαν,
βαμμένες αίμα στα πλευρά, στους ώμους φουσκαλίδες
πυκνές ανασηκώνονταν, κι εκείνοι μανιωμένοι
για τον ωραίον τρίποδα με πείσμα αγωνιζόνταν.
Μήτ' ο Οδυσσέας δύνονταν τον Αίαντα να ρίξει
και μήτ' ο Αίας δύνονταν, τόσ' ήταν του Οδυσσέως
η δύναμις αδάμαστη, κι εβάρυναν τα πλήθη
και τότε ο μέγας του 'λεγεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Λαερτιάδη ευρετικέ, διογέννητ' Οδυσσέα,
ή σήκωνέ με ή σένα εγώ· κι έπειτ' ας κάμει ο Δίας».
Είπε και τον εσήκωσε· δεν αστοχά τους δόλους
ο Οδυσσεύς και τον κτυπά στο κούφιο του γονάτου·
έπεσε αυτός τ' ανάσκελα, μαζί του και ο Οδυσσέας
κατάστηθα κι εθαύμαζαν ολόγυρα τα πλήθη.
Δεύτερος ο πολύπαθος τον σήκωνε Οδυσσέας,
τον ακροκίνησε απ' την γην, χωρίς να τον σηκώσει,
αλλά τον επεδίκλωσε κι έπεσαν εις το χώμα
κι ελέρωσαν τα μέλη τους, πλάγι με πλάγι οι δύο
και σηκωμένοι θ' άρχιζαν τρίτην φοράν την πάλην.
Αλλ' εσηκώθη κι έκαμε να μείνουν ο Πηλείδης:
«Αρκεί, μη αντιστυλώνεσθε και μη ταλαιπωρείσθε.
και οι δυο νικάτε· και όμοια θα πάρετε βραβεία·
αμέτε και άλλοι Αχαιοί ν' αγωνισθούν είν' ώρα».
Είπε κι εκείν' υπάκουσαν και άφού καθαρισθήκαν
από την σκόνην πέρασαν στο σώμα τους χιτώνες.
Βραβεία στην γοργότητα τότ' έθεσε ο Πηλείδης,
καλόν κρατήρα ολάργυρο κι έξι εχωρούσε μέτρα
και ταίρι του στην ομορφιά δεν είχε ο κόσμος όλος,
τι εύμορφα τον σκάλισαν καλότεχνοι Σιδόνες
και Φοίνικες τα πέλαγα διαβαίνοντας τον φέραν
και χάρισμα του Θόαντος τον δώσαν για να αράξουν.
Κι έπειτα, τον Λυκάονα Πριαμίδην να λυτρώσει,
ο Ιασονίδης Εύνηος τον δίδει του Πατρόκλου.
Τώρα στου φίλου την ταφήν, το έθεσε ο Πηλείδης
βραβείον σ' όποιον θα 'βγαινε γοργότερος απ' όλους·
έθεσε βόδι ολόπαχο, μεγάλο του δευτέρου
και μισό τάλαντο χρυσό για ύστερο βραβείον.
Και ορθός στην μέσην έλεγε: «Ας έλθουν τώρα εκείνοι
που θέλουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα».
Ο Αίας τότε, ο γρήγορος Οϊλείδης εσηκώθη,
ο θείος έπειτα Οδυσσεύς, κατόπι ο Νεστορίδης
Αντίλοχος, στο τρέξιμο των ομηλίκων πρώτος.
Τα τέρματ' έθεσ' ο Αχιλλεύς κι εκείνοι αραδιασθήκαν·
απ' την βαλβίδα όρμησαν κι έβγαιν' εμπρός των άλλων
ο Αίας και πολύ σιμά κατόπιν ο Οδυσσέας·
όσον η πήχ' είναι σιμά στης γυναικός το στήθος
που την τεντώνει τεχνικά τα γνέματα τραβώντας
απ' το κουβάρι και κρατεί την πήχη προς το στήθος·
σιμά του τόσον ο Οδυσσεύς στου Αίαντος πατούσε
τα χνάρια, πριν επάνω του του πρώτου φθάσει η σκόνη.
Κι έτρεχε τόσο ακράτητα που έσμιγε η πνοή του
την κεφαλήν του Αίαντος· και ολόγυρα τα πλήθη
με αλαλαγμούς εγκάρδιωναν τον ζήλον του της νίκης.
Αλλά στον γύρον ύστερον μες στην καρδιά του ευχήθη
της Αθηνάς ο Οδυσσεύς: «Θεά, συνάκουσέ με,
και των ποδιών μου δύναμιν ευδόκησε να δώσεις».
Αυτά δεήθη και η θεά την δέησίν του εδέχθη·
τα μέλη του 'καμ' ελαφρά, τα πόδια και τα χέρια.
Και ότ' έμελλαν να πεταχθούν αμέσως στο βραβείον,
τον Αίαντ' έκαμ' η Αθηνά στην κόπρον να γλιστρήσει
που είχε απομείνει ακόμα εκεί σωρός από τα βόδια,
όσα ο Πηλείδης έσφαξε στον τάφον του Πατρόκλου,
κι εκείνου εγέμισαν βουνιές η μύτη και το στόμα.
Και τον κρατήρα εσήκωσεν ο Οδυσσεύς, που πρώτος
έφθασε, και κατόπιν του το βόδι επήρ' ο Αίας.
Εστάθη ορθός και πιάνοντας τα κέρατα του ταύρου
και φτυώντας πέρα την βουνιά, τους είπε: «Συμφορά μου
τα πόδια μου άμπωσε η θεά που πάντοτε βοηθός του
ωσάν μητέρα στέκεται στο πλάγι του Οδυσσέως».
Είπε και όλοι εγέλασαν να βλέπουν τον καημόν του.
Κι εσήκωσεν ο Αντίλοχος το ύστερο βραβείον
γλυκογελώντας κι έλεγε των Αχαιών στην μέσην:
«Ω φίλοι, αν το ξεύρετε, θενά το ειπώ, που ακόμα
δίδουν οι αθάνατοι τιμήν εις τους παλαιοτέρους.
Κι ιδού στα χρόνια πρώτος μου ο Αίας είναι ολίγο·
τούτος της άλλης γενεάς και χρόνων είναι αρχαίων,
γέροντας αλλ' αδάμαστος· και μόνος ο Πηλείδης
μπορεί μ' αυτόν να μετρηθεί στου δρόμου τον αγώνα».
Ο λόγος του τον γρήγορον εδόξαζε Αχιλλέα.
Και προς αυτόν απάντησεν και του 'πεν ο Πηλείδης:
«Τον έπαινόν μου ανώφελα δεν είπες, Νεστορίδη·
δεύτερο μισό τάλαντο χρυσάφι θα σου δώσω».
Και το 'βαλε στα χέρια του και αυτός φαιδρός το επήρε.
Τότε ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι
κράνος και ασπίδ' ακόμη αυτού, και τ' άρματα ήσαν κείνα
που 'χε αφαιρέσει ο Πάτροκλος από τον Σαρπηδόνα.
Ορθός εστάθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Για τούτα δύο δυνατοί να έλθουν πολεμάρχοι
με τ' άρματα με κοφτερό κοντάρι στην παλάμην
εμπρός μας την ανδρείαν τους εδώ να δείξουν όλην·
και όποιος του άλλου το καλό κορμί λογχίσει πρώτος
ως εις τα σπλάχνα μέσα του και βγάλει μαύρον αίμα,
το ξίφος το ασημόκομπο το θρακικό θα λάβει
τούτο που επήρα λάφυρον εγώ του Αστεροπαίου·
και αυτά θα πάρουν τ' άρματα κοινά και οι δυο να τα 'χουν
και εις την σκηνήν θα βάλουμε σ' αυτούς καλό τραπέζι».
Ο μέγας εσηκώθη ευθύς ο Τελαμώνιος Αίας
και ομού σηκώθη ο δυνατός Διομήδης του Τυδέως
και αφού τα όπλα εζώσθηκαν ανάμερ' απ' τα πλήθη
στην μέσην επροχώρησαν διψώντας για την μάχην,
μ' άγριο βλέμμα, και οι λαοί τους βλέπαν ξιπασμένοι.
Και όταν αντίκρυ εχύθηκαν ο ένας προς τον άλλον
όρμησαν τρεις φορές και οι δυο και τρεις φορές εσμίξαν.
Ο Αίας τον εκτύπησε στην στρογγυλήν ασπίδα·
αλλά καλός ο θώρακας τον φύλαξε, κι εκείνος
επάνω απ' την απέραντην ασπίδα επροσπαθούσε
στον τράχηλον του Αίαντος την λόγχην του να σπρώξει·
και τότε για τον Αίαντα τα πλήθη φοβισμένα
να παύσουν είπαν και όμοια να πάρουν τα βραβεία.
Αλλ' ο Πηλείδης έδωκε το ξίφος στον Τυδείδην
με το θηκάρι και καλό μ' εκείνο κρεμαστάρι.
Και δίσκον τότε ατόφιον επρόβαλε ο Πηλείδης
που πρώτα ο μεγαλοδύναμος τον έριχν' Ηετίων,
αλλ' εκείνον εφόνευσεν ο ισόθεος Πηλείδης
κι επήρε στα καράβια του τον δίσκον μ' όλα τ' άλλα.
Ορθός εστήθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Ελάτε, δοκιμάσετε και τούτον τον αγώνα·
και εις μέρη έρμ' ας ευρεθούν οι καρποφόροι αγροί του
για πέντε χρόνια σίδερο θα παίρνει από τον δίσκον.
Δεν θενά πα για σίδερο βοσκός ή βοδολάτης
στην πόλιν, ότι θα 'χει αυτός να δίδει από δικό του».
Είπε και αυτού σηκώθη ευθύς ο ανδρείος Πολυποίτης,
και η δύναμις η αδάμαστη του θείου Λεοντέως,
ο Αίας Τελαμώνιος και ο Επειός ο θείος.
Και άμ' αραδιάσθηκαν και οι τρεις φουκτώνοντας τον δίσκον
τον εσφενδόνισ' ο Επειός κι εγέλασαν τα πλήθη.
Δεύτερος πάλιν ο Λεοντεύς, του Αρη το βλαστάρι,
τρίτος ο Αίας έριξε με το βαρύ του χέρι
και ο δίσκος όλα επέρασε των άλλων τα σημάδια.
Αλλ' όταν τον εφούκτωσεν ο ανδρείος Πολυποίτης,
εις όσο μάκρος απολνά βουκόλος την αγκύλα
κι εκείνη στριφογυριστά πετά μες στ' αγελάδια,
τόσο τους άλλους πέρασε· κι εβόησαν τα πλήθη
και οι σύντροφοι εσηκώθηκαν του ανδρείου Πολυποίτη
κι έφεραν το βραβείον του στα βαθουλά καράβια.
Το σίδερο το μελαψό των τοξευτών βραβείον,
αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,
και αφού κατάρτι έστησε πέρα υψηλό στον άμμον
σ' εκείνο με λεπτήν κλωστήν προσδένει περιστέρι
από το πόδι, και σ' αυτό τους λέγει να τοξεύσουν.
«Κείνος που το δειλόψυχο πετύχει περιστέρι
όλες θα πάρει σπίτι του τες δίστομες αξίνες.
Και όποιος πετύχει την κλωστήν, χωρίς το περιστέρι,
θα πάρει εκείνος τες μονές, κατώτερος τοξότης».
Είπε, κι ευθύς σηκώθηκαν ο Τεύκρος πολεμάρχης
και ο Μηριόνης οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.
Εις ένα κράνος χάλκινο ετίναξαν τους κλήρους
και ο Τεύκρος πρώτος έλαχε· κι έριξ' ευθύς το βέλος
σφοδρότατα, και του θεού δεν έταξε να δώσει
από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.
Και το πουλί δεν πέτυχεν, ότι αντιστάθη ο Φοίβος·
κι επήρε μόνον την κλωστήν στο πόδι του δεμένην
το βέλος και την έκοψε· κι ευθύς το περιστέρι
πέταξε προς τον ουρανόν, και αυτού ξετεντωμένη
προς την γην έκλινε η κλωστή και αλάλαξαν τα πλήθη.
Το τόξον ευθύς άρπαξε του Τεύκρου ο Μηριόνης
και βέλος από την αρχήν στο χέρι του κρατούσε.
Κατόπι ευθύς ετάχθηκε του μακροβόλου Φοίβου
από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.
Το περιστέρ' είδε υψηλά στα σύννεφ' από κάτω
να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ' την φτερούγα
κατάστηθα το ετόξευσε κι εγύρισε το βέλος
κι εμπρός του εμπήχθη μες στην γην· κι ευθύς η περιστέρα
εις το κατάρτι εκάθισε με τα φτερά λυμένα,
και τον λαιμόν εκρέμασε, κι επέταξε η ψυχή της
από τα μέλη τα νεκρά και πέρα εκεί στον άμμον
έπεσε χάμω και οι λαοί θωρούσαν κι εθαυμάζαν.
Ο Μηριόνης πήρ' ευθύς τες δίστομες αξίνες
κι έφερε ο Τεύκρος τες μονές μέσα στα κοίλα πλοία.
Πάλι ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι
και λέβητα ολοπλούμιστον που άξιζ' ένα βόδι.
Ευθύς αυτού σηκώθηκαν ακοντισταί μεγάλοι,
ο μέγας εσηκώθηκεν Ατρείδης Αγαμέμνων
και ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.
Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς ανάμεσόν τους είπε:
«Ατρείδη, το γνωρίζομεν πως είσαι απ' όλους πρώτος,
στην δύναμιν, στ' ακόντισμα πόσο υπερβαίνεις όλους·
τούτον λοιπόν στα πλοία σου τον λέβητα να πάρεις
και το κοντάρι ας δώσομε του Μηριόνη, αν θέλεις
ν' αποδεχθείς τον λόγον μου». Το έστερξεν ο Ατρείδης·
τότε ο Πηλείδης έδωκε το χάλκινο κοντάρι
του Μηριόνη, κι εν ταυτώ παρέδιδεν ο Ατρείδης
του Ταλθυβίου κήρυκος το υπέρλαμπρον βραβείον. ΧΡΥΣΗΙΣ
Εκεί στην πόλιν έκλαιαν· και ωστόσον είχαν φθάσει
στα πλοία τους οι Αχαιοί, στην άκρην του Ελλησπόντου,
καθένας εις την πρύμνην του· τους Μυρμιδόνας όμως
να διαλυθούν δεν άφηνεν ο ισόθεος Πηλείδης,
και των συντρόφων έλεγεν: «Ανδρείοι Μυρμιδόνες,
ω ποθητοί μου σύντροφοι, τ' άλογ' από τ' αμάξια
τώρα δε θα ξεζέψομεν, αλλά μαζί μ' εκείνα
θα προχωρήσομε σιμά να κλάψομε τον φίλον
Πάτροκλον, μόνη προσφορά που των νεκρών ανήκει.
Και αφού του πικρού κλάματος την ηδονήν χαρούμεν,
τ' άλογα θα ξεζέψομε κι εδώ θα γίνει ο δείπνος».
Είπε και όλοι εθρήνησαν και πρώτος ο Πηλείδης
κι έφεραν γύρω εις τον νεκρόν τρεις γύρες με τους ίππους
κλαίοντας και στα κλάματα τους εκινούσε η Θέτις.
Δάκρυα στον άμμον, δάκρυα στα όπλα τους εκύλαν
τόσον τους ήταν ποθητός ο μέγας πολεμάρχος.
Και ο Πηλείδης άπλωσε στου φίλου του τα στήθη
τ' ανθρωποφόνα χέρια του κι έκανε αρχήν του θρήνου:
«Αγάλλου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδην,
ότι όλα όσα σου 'ταξα τα τελειώνω τώρα,
τον Έκτορα να σύρω εδώ, στους σκύλους να τον δώσω,
και εις την πυράν σου δώδεκα τέκνα λαμπρά των Τρώων
από χολήν του φόνου σου να σου αποκεφαλίσω».
Αυτά 'πε και σκληρόψυχα τον Έκτορα τον θείον
ξάπλωσε προύμυτα σιμά στην κλίνην του Πατρόκλου
στο χώμα· κι εξεζώνονταν ωστόσο οι Μυρμιδόνες
τα χάλκινά τους άρματα κι εξέζεψαν τους ίππους
και όλοι εκαθίσαν έμπροσθεν στην πρύμνην του Αχιλλέως
που ευφραντικό τους έκανε νεκρώσιμο τραπέζι.
Και βόδια κάτασπρα πολλά σφαζόμενα εβογγούσαν,
εσφάζοντο και αρνιά πολλά κι ερίφια που βελάζαν·
χοίροι πολλοί λευκόδοντες, που από το πάχος λάμπαν,
στου Ηφαίστου εκαψαλίζονταν την φλόγα τεντωμένοι,
και στον νεκρόν ολόγυρα το αίμα επλημμυρούσε.
Και οι βασιλείς των Αχαιών τον μέγαν Αχιλλέα,
ως ήταν απ' τον θάνατον του φίλου χολωμένος,
με κόπον τον κατάπεισαν να τους ακολουθήσει
εις του Ατρείδη την σκηνήν· και αμέσως, άμα εφθάσαν,
τους ψιλοφώνους κήρυκες επρόσταξαν να στήσουν
τρίποδα μέγαν στην φωτιά, να πείσουν τον Πηλείδη
απ' τα πηγμένα αίματα το σώμα να καθάρει.
Και αυτός αρνείτο στερεά και μέγαν ώμοσ' όρκον:
«Μα τον Κρονίδην των θεών εξαίσιον και πρώτον,
λούσιμο αυτή μου η κεφαλή δεν θα δεχθεί πριν βάλω
εις την πυράν τον Πάτροκλον, και του σηκώσω τάφον
και τα μαλλιά μου κουρευθούν, ότι παρόμοιος πόνος
δεν θα μου πλήξει την ψυχήν όσον καιρόν και αν ζήσω.
Αλλά για τώρ' ας στέρξομε το θλιβερό τραπέζι.
Και πρόσταξ' αύριον ενωρίς, ω Ατρείδη βασιλέα,
ξύλα να φέρουν κι έπειτα να ετοιμάσουν όσα
τους πεθαμένους προβοδούν εις τον ανήλιον τόπον.
Γρήγορα τούτος άφαντος να γίνει απ' έμπροσθέν μας
μέσα εις την φλόγα και ο λαός τα έργα του να πιάσει».
Είπε και όλοι πρόθυμοι στον λόγον του υπακούσαν·
και αφού το δείπνο ετοίμασαν σπουδακτικά καθένας
έτρωγαν, και όλοι εχάρηκαν το ισόμοιρο τραπέζι·
κι αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους
εις την σκηνήν εγύρισε καθένας να πλαγιάσει·
αλλ' ο Πηλείδης κείτονταν στο ελεύθερο ακρογιάλι
στενάζοντας και ολόγυρα των Μυρμιδόνων πλήθος,
και ο ύπνος οπού της ψυχής κάθε φροντίδα σβήνει
βαθύς του περιχύθηκε στα μέλη τα γενναία
κοπιασμέν' απ' τον βαρύν αγώνα που 'χε κάμει
να κυνηγά τον Έκτορα στα τείχη εμπρός της Τροίας.
Κι ήλθε η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου και όμοιαζ' όλη
μ' εκείνον εις τ' ανάστημα και στα λαμπρά του μάτια
και στην φωνήν και όμοια τα ενδύματα εφορούσε.
Στην κεφαλήν του εστάθηκεν επάνω και του είπε:
«Κοιμάσαι και με λησμονείς, γλυκύτατε Πηλείδη,
νεκρόν, και ότ' ήμουν ζωντανός εις την καρδιά σου μ' είχες.
Θάψε μ' ευθύς να διαβώ του Άδη τον πυλώνα·
μακράν με διώχνουν οι ψυχές, σκιές αναπαυμένων
να μη διαβώ τον ποταμόν και απόπερα τες σμίξω,
κι εμπρός στες πύλες τες πλατιές του Άδη παραδέρνω.
Δώσ' μου το χέρι, κλαίομαι· και οπίσω από τον Άδη
δεν θα 'λθω, αφού μες στην πυράν με βάλετε του τάφου.
Ότι όχι πλέον ζωντανοί καθήμενοι μονάχοι
θενά τα λέγομε ως και πριν· κι εμένα η μοίρα η μαύρη
μ' άρπαξε ως διορίσθηκεν από την γενετήν μου.
Και σένα η μοίρα διόρισεν, ισόθεε Πηλείδη,
κάτω απ' τα τείχη να σβησθείς των ανδρειωμένων Τρώων.
Και άλλο ακόμη θα σου ειπώ κι ελπίζω να το στέρξεις·
μη απ' τα δικά σου χωριστά τα κόκαλά μου βάλεις·
αλλ' όπως εις το σπίτι σου μ' ανάθρεψαν μαζί σου,
όταν παιδί στην σκέπην σας με έφερε ο πατέρας
απ' τον Οπούντα, εξ αφορμής κακής ανδροφονίας,
όταν του Αμφιδάμαντος εφόνευσα τ' αγόρι
αθέλητα, ως εθύμωσα μ' αυτόν στους αστραγάλους·
τότε μ' εδέχθηκε ο Πηλεύς και καλοανάθρεψέ με
στο σπίτι, και μ' ονόμασεν αυτός ακόλουθόν σου.
Γι' αυτό των δύο τα κόκαλα μια θήκη ας κλείσει μόνη,
η χρυσή στάμνα, που η σεπτή σου εχάρισε μητέρα».
Σ' εκείνον ο γοργόποδος απάντησε Αχιλλέας:
«Τ' ήλθες, σεπτή μου κεφαλή, να μ' έβρεις και να κάμω
μου παραγγέλλεις όλ' αυτά; Κι εγώ θα σε υπακούσω
και όλα θα γίνουν, ως ποθείς· αλλ' έλα εδώ σιμά μου,
όπως και ολίγες καν στιγμές εδώ περιπλεγμένοι
του πικρού κλάματος μαζί την ηδονήν χαρούμε».
Και τες αγκάλες άπλωσεν αλλ' έπιασεν αέρα·
ότ' η ψυχή κάτω απ' την γην ωσάν καπνός εχάθη
τρίζοντας· και ο Αχιλλεύς πετάχθη σαστισμένος
κτύπησε τες παλάμες του και με παράπον' είπε:
«Θεοί μου, και στην κατοικιά του Άδη, καθώς βλέπω
είναι ψυχή και φάντασμα, αλλά δεν έχει σπλάχνα.
Ότ' η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου μου οληνύκτα
μ' εκείνον απαράλλακτη επάνω μου εστεκόνταν
και μου παράγγελνε πολλά, στα δάκρυα της πνιγμένη».
Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων·
κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν.
Και τότε απ' όλες τες σκηνές, ως όρισεν ο Ατρείδης,
άνδρες με τα μουλάρια τους κινούσαν για τον λόγγον
να φέρουν ξύλα, κι έφορος ο εξαίσιος Μηριόνης
του πολεμάρχου ακόλουθος, μεγάλου Ιδομενέως·
και αξίνες και καλόπλεκτα σχοινιά βαστούσαν όλοι
με τα μουλάρια τους εμπρός, και ανεβοκατεβήκαν
ράχες πολλές, λοξά, στριφτά μέσ' στ' άγρια μονοπάτια.
Και ότ' έφθασαν στα σύλλακκα της δροσισμένης Ίδης
γοργά τα υψηλά δρυα μ' ακονητές αξίνες
έκοφταν και, όπως έπεφταν τα δένδρ', αχούσε ο τόπος.
Και, αφού τα εσχίζαν, έδεναν τα ξύλα στα μουλάρια·
και από τον λόγγον πρόθυμα να φθάσουν στην πεδιάδα
εκείνα ετετραπόδιζαν· και ακόμ' οι ξυλοκόποι
φέρνουν γογγύλι' επάνω τους, ως είπε ο Μηριόνης,
του Ιδομενέως οπαδός· κατόπιν στ' ακρογιάλι
τα έβαζαν αραδιαστά στο μέρος, που ο Πηλείδης
μνήμα να στήσει εσκέφθηκεν αυτού και του Πατρόκλου·
και αφού με ξύλ' αμέτρητα τον τόπον εσκεπάσαν
καθήμενοι επερίμεναν· ωστόσον ο Πηλείδης
τους Μυρμιδόνας πρόσταξε να ζώσουν τα άρματά τους,
και κάτω από τες άμαξες να ζέψουν να πουλάρια·
και αρματωμένοι ανέβηκαν στ' αμάξια οι κυβερνήτες
και οι μαχηταί στο πλάγι τους, και οπίσω ακολουθούσαν
σαν μαύρο σύγνεφο οι πεζοί· εβάσταζαν στην μέσην
τον Πάτροκλον οι σύντροφοι και όλον με τα κομμένα
μαλλιά τους τον εσκέπασαν, και οπίσω του βαστούσε
την κεφαλήν ο ισόθεος Πηλείδης, πικραμένος
που σύντροφον εξαίσιον στον Άδη προβοδούσε.
Και όταν στο μέρος έφθασαν που έδειξε ο Πηλείδης
τον βάλαν κάτω και άφθονα του εστοίβασαν τα ξύλα.
Τότ' άλλο εσκέφθη ο Αχιλλεύς· απ' την πυράν εστράφη,
την ξανθήν κόμην έκοψε που την καλλιεργούσε
του ποταμού του Σπερχειού καλήν να την προσφέρει.
Κι είπε με πόνον της καρδιάς κοιτώντας τα πελάγη:
«Άλλα σου ευχήθη, ω Σπερχειέ, το στόμα του πατρός μου
όταν εκεί θα εγύριζα στην γην την πατρικήν μου,
να δώσει εσέ την κόμην μου και αγίαν εκατόμβην,
και αυτού στο κτήμα, στες πηγές, πόχεις βωμόν ευώδη
πεντήκοντ' αμουνούχιστα κριάρια να μου σφάξει.
Αλλά συ δεν εκτέλεσες αυτά που ευχήθη ο γέρος·
τώρ' αφού δεν θα ξαναϊδώ την ποθητήν πατρίδα
ας πάρει ο ήρως Πάτροκλος την κόμην μου στον Άδη».
Είπε, την κόμην έβαλε στου αγαπημένου φίλου
τα χέρια και όλους έκαμε τα δάκρυα ν' αρχινήσουν.
Και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,
εάν στον Αγαμέμνονα δεν έλεγε ο Πηλείδης:
«Ατρείδη, επειδή πρόθυμα των Αχαιών τα πλήθη
στους λόγους όλα πείθονται, και ο θρήνος κόρον φέρνει
απ' την πυράν να σκορπισθούν και δείπνον να ετοιμάσουν
ειπέ τους· κι έπειτ' όλοι εμείς, που τον νεκρόν πονούμε,
όλα θα συγυρίσομε και οι πολεμάρχοι ας μείνουν».
Τα λόγια τούτ' άμ' άκουσεν ο μέγας Αγαμέμνων
τον λαόν όλον σκόρπισε στα ισόπλευρα καράβια,
κι εμείναν οι ενταφιασταί και με κορμούς εκάμαν
πυράν οπού 'χεν εκατόν ποδάρια μάκρου πλάτου,
και τον νεκρόν περίλυποι στην κορυφήν εβάλαν.
Κι έγδερναν κι εσυγύριζαν αρνιά πολλά και βόδια
προς την πυράν και, παίρνοντας απ' όλα το κνισάρι,
το λείψανον εσκέπαζε πατόκορφα ο Πηλείδης,
και ολόγυρα επανώτιαζε τα σώματα γδαρμένα,
και στάμνες μέλι και άλειμμα να γέρνουν προς την κλίνην
έβαλε αυτού, και τέσσερους ανδρειωμένους ίππους
έριξε μέσα στην πυράν, κι εστέναζε ο θλιμμένος.
Και από τα εννέα πότρεφε τραπεζικά σκυλιά του
έριξε δυο μες στην πυράν αποκεφαλισμένα,
και αγόρια δώδεκα καλά των ανδρειωμένων Τρώων
έσφαξε κι έριξεν αυτού, κι είχε κακό στον νου του.
Και άσβεστην έβαλε φωτιά, για να τους δαπανήσει.
Εβαρυστέναξ' έπειτα και προς τον φίλον είπε:
«Χαίρε μου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδη
ότι όλα όσα σου 'ταξα τα τελειώνω τώρα.
Αγόρια δώδεκα λαμπρά των ανδρειωμένων Τρώων
το πυρ τα τρώγει όλα με σε, και του πυρός δεν δίδω
τον Πριαμίδην Έκτορα τροφή αλλά των σκύλων».
Τούτα εφοβέριζε, αλλ' αυτόν σκυλιά δεν επλησιάζαν
ημέρα νύχτα τα 'διωχνεν η αθάνατη Αφροδίτη
και μ' άφθαρτο τον ράντιζε τριανταφυλλένιο λάδι
να μη γδαρθεί το σώμα του, ως το 'σερνε ο Πηλείδης.
Και μαύρο από τον ουρανόν στην πεδιάδα ο Φοίβος
κατέβασ' ένα σύννεφο, κι εσκέπασε το μέρος
όλον όσ' έπιανε ο νεκρός, να μη μπορεί του ηλίου
η δύναμις τα νεύρα του να φρύξει και τα μέλη.
Αλλ' η πυρά δεν άναφτε του άψυχου Πατρόκλου,
και τότε άλλο σοφίσθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης-
ανάμερ' από την πυράν' ευχήθη στους ανέμους,
τον Ζέφυρον και τον Βοριά κι ετάχθηκε θυσίες,
και με χρυσό σπονδίζοντας ποτήρι επαρακάλει
να έλθουν κι έτσι γρήγορα τα ξύλα πάρουν φλόγα
και καταλύσει τους νεκρούς· και άμ' άκουσεν η Ίρις
την δέησίν του, εχύθη ευθύς μηνύτρα στους ανέμους.
Εις το τραπέζι εκάθονταν του ορμητικού Ζεφύρου
όλοι μαζί, και ως πάτησε στο πέτρινο κατώφλι
η Ίρις όλη βιαστική, κι εκείνοι αυτού την είδαν
εσηκωθήκαν και καθείς σιμά του την καλούσε·
κι εκείνη δεν ηθέλησε, «δεν κάθομαι», τους είπε,
«στου Ωκεανού το ρεύμα ευθύς οπίσω θα πηγαίνω,
των Αιθιόπων εις την γην, που σφάζουν εκατόμβες
των αθανάτων, ως κι εγώ το μέρος μου να λάβω.
Αλλ' ο Αχιλλεύς παρακαλεί, και τάζεται θυσίες,
ο Ζέφυρος ο ηχηρός να τρέξει και ο Βορέας
εις την πυράν να δώσετε πνοήν να πάρει φλόγα
εκεί που κείται ο Πάτροκλος π' όλοι οι Αχαιοί τον κλαίουν».
Αυτά 'πε και ανεχώρησε, κι εκείνοι επεταχθήκαν
με θόρυβον, ταράζοντας τα σύγνεφα έμπροσθέν τους.
Και ως διάβαιναν το πέλαγος, απ' την σφοδρήν πνοήν τους
σηκώνονταν τα κύματα· και άμ' έφθασαν στην Τροίαν
έπεσαν μέσα στην πυράν, κι εβρόντα ευθύς η φλόγα.
Και ολονυκτίς απ' την πυράν, και οι δυο φυσομανώντας
τες φλόγες σήκωναν ψηλά· και ολόνυκτα ο Πηλείδης
από κρατήρα ολόχρυσο, με δίκουπο ποτήρι
έχυνε χάμου το κρασί κι επότιζε το χώμα,
και την ψυχήν του άμοιρου Πατρόκλου ξεφωνούσε.
Και ως κλαίει πατέρας καίοντας τα κόκαλα παιδιού του
που νιόγαμπρος απέθανε των άμοιρων γονέων,
όμοια ο Πηλείδης καίοντας τα κόκαλα του φίλου
εστέναζε κι εσέρνονταν τριγύρω εις την πυράν του.
Την ώραν οπού προμηνά το φως ο Εωσφόρος
και η χρυσή προβαίν' Ηώς απ' τα θαλάσσια βάθη,
η πυρκαϊά μαραίνονταν και έπαυσεν η φλόγα.
Οι άνεμοι στον τόπον τους εγύρισαν και ο πόντος
ο Θράκιος ολοφούσκωτος στο διάβα τους βογγούσε.
Και ανάμερ' από την πυράν κατάκοπος εσύρθη
ο Αχιλλεύς κι επλάγιασε, κι ύπνος γλυκός τον πήρε·
και στον Ατρείδη ολόγυρα συνάζονταν οι άλλοι,
και ως έρχονταν ο κτύπος των τον έγειρε απ' τον ύπνον.
Σηκώθη ορθός ο Αχιλλεύς και προς εκείνους είπε:
«Ατρείδη, των Παναχαιών και σεις οι πολεμάρχοι,
την πυρκαϊάν με το λαμπρό κρασί θα σβήσετ' όλην
όσο που εβόσκησ' η φωτιά· κατόπιν του Πατρόκλου
τα κόκαλ' ας συνάξομε, καλά ξεχωρισμένα.
Και είν' ευκολογνώριστα, που στης πυράς την μέσην
εκείτονταν και ανάμερα στες άκρες γύρω οι άλλοι
ανάμικτα όλοι εκαίονταν άνδρες ομού και ίπποι·
κι εκείνα εις στάμνα ολόχρυσην, και διπλωτό κνισάρι
θα θέσομεν ώσπου κι εγώ να κατεβώ στον Άδην·
και τάφος να του σηκωθεί πολύ τρανός δεν θέλω,
αλλά σωστός ως συνηθούν· κατόπιν μέγαν άλλον
και υψηλόν θα κάμετε όσοι Αχαιοί στα πλοία
θα ευρεθείτε ζωντανοί κατόπιν από εμένα».
Είπε κι εκείνοι εδέχθηκαν τους λόγους του Πηλείδη·
την πυρκαϊά με το λαμπρό κρασί εσβήσαν όλην,
όσον εβόσκησε η φωτιά, και βαθιά στάκτη εγίνει·
και κλαίοντας τα κόκαλα του αγαπημένου φίλου
εις χρυσήν στάμνα εσύναζαν με διπλωτό κνισάρι,
και εις την σκηνήν τα εσκέπασαν μ' ένα λεπτό σινδόνι.
Και στην πυράν ολόγυρα του τάφου εσύραν κύκλον,
θεμέλια κτίσαν και σωρό τα χώματα εσηκώσαν.
Και άμα τελειώσαν, τον λαόν εκράτησε ο Πηλείδης
και εις πλατύν γύρον έκαμε τα πλήθη να καθίσουν,
κι έβγαλε απ' τα καράβια του του αγώνος τα βραβεία,
ίππους, μουλάρια, βόδια και καλόζωνες γυναίκες
και λέβητες και τρίποδες και σίδερο εργασμένο.
Έθεσε πρώτα στους ταχείς ιππείς λαμπρό βραβείο
να πάρει ο πρώτος άξιαν, σ' έργα λαμπρά, γυναίκα
και με τ' αυτιά του τρίποδα, που μέτρα εικοσιδύο
χωρούσε· και στον δεύτερον μιαν άστρωτην φοράδα
εξάχρονην, που έμελλε μουλάρι να γεννήσει·
του τρίτου λέβητ' άκαφτον, όλον λευκόν ακόμη,
λαμπρόν, που μέτρα τέσσερα χωρούσε, κάτω βάζει·
και του τετάρτου έστησε δυο τάλαντα χρυσάφι·
του πέμπτου ένα διχέρουλον αφλόγιστο ποτήρι.
Και ορθός εστάθη και άρχισε να λέγει στους Αργείους:
«Ατρείδη, και των Αχαιών οι άλλοι πολεμάρχοι,
αυτά στην μέσην έθεσα για τους ιππείς βραβεία·
αν τον αγώνα εκάναμε δι' άλλον πεθαμένον,
τα πρώτα εγώ θα έπαιρνα βραβεία στην σκηνήν μου.
Γνωρίζετ' αν οι ίπποι μου πρωτεύουν στην ανδρείαν·
αθάνατ' είναι, ο Ποσειδών τους έχει δώσει πρώτα
εις τον πατέρα μου και αυτός τους έδωκε σ' εμένα.
Όθεν θα μείνω ανάμερα κι εγώ και τ' άλογά μου·
ο κυβερνήτης ο αγαθός δεν τους δοξάζει πλέον,
οπού συχνά τους έλουζεν από καθάρια βρύση
και όλες τες χαίτες έραινε μ' ευωδιασμένο λάδι.
Εκείνον τώρ' αυτοί πενθούν, τες χαίτες των κρεμώντας
κάτω ως το χώμα, ακίνητοι στον πόνον της ψυχής των.
Κι ετοιμασθείτ' οι άλλοι σεις, όσοι στα στερεά σας
αμάξια θάρρος έχετε και στα καλά πουλάρια».
Είπε ο Πηλείδης και ταχείς ιππείς επεταχθήκαν.
Ο πολεμάρχος Εύμηλος σηκώθη απ' όλους πρώτος,
υιός του Αδμήτου, δοξαστός στους ιππικούς αγώνας·
κατόπι ευθύς ο δυνατός σηκώνεται ο Διομήδης,
τους ίππους ζεύει του Τρωός, που 'χε του Αινεία πάρει
τότε, οπού τούτον έσωσε στον κίνδυνόν του ο Φοίβος.
Σηκώθη τότε και ο ξανθός διογέννητος Ατρείδης
κι έζευεν, ο Μενέλαος, δυο γρήγορα πουλάρια,
με τον δικόν του Πόδαργον την Αίθην του αδελφού του,
που χάρισ' ο Εχέπωλος σ' αυτόν ο Αγχισιάδης,
για να μη τον ακολουθεί στα τείχη εμπρός της Τροίας,
και αυτού μες στην πλατύχωρην πατρίδα Σικυώνα
να ευφραίνετ' όλα τα καλά που του 'χε δώσει ο Δίας·
κείνην τότ' έζεψεν αυτός λαχταριστήν φοράδα.
Τέταρτος ο Αντίλοχος, κλωνάρι παινεμένο
του Νηληιάδη Νέστορος, δυο, θρέμματα της Πύλου,
έφερνε κάτω απ' τον ζυγόν καλότριχα πουλάρια.
Τότε τον επλησίασεν ο σεβαστός πατέρας
κι είπε καλά και φρόνιμα στο φρόνιμο παιδί του:
«Νέον ακόμ, Αντίλοχε, σ' αγάπησεν ο Δίας
και ο Ποσειδών και σου 'δειξαν της ιππικής τες τέχνες·
όθεν εσύ να διδαχθείς πολλή δεν είναι χρεία·
ξεύρεις γύρω στα τέρματα να στρέφεις· έχεις όμως
ίππους οκνούς· για τούτο εγώ καλό δεν περιμένω.
Κι εκείνοι οπού ταχύτερους τυχαίνει να 'χουν ίππους
πάλιν δεν έχουν νόημα καλύτερο από σένα.
Αλλ' άκουσέ με, αγαπητέ, και σκέψου στην ψυχήν σου
της τέχνης κάθε σόφισμα, μη χάσεις τα βραβεία·
με σόφισμα παρά μ' ανδρειά προκόβει ο δενδροκόπος·
με σόφισμα στης θάλασσας τ' αγριωμένα πλάτη
το ανεμόδαρτ' οδηγεί καράβι ο κυβερνήτης·
με σόφισμα και ηνίοχος ηνίοχον περνάει.
Αλλ' όποιος εις τους ίππους του θαρρώντας και στ' αμάξι
εδώθ' εκείθε αστόχαστα πολύν γυρίζει τόπον,
οι ίπποι του παραστρατούν, του φεύγουν απ' το χέρι·
και μ' άλογο κατώτερο όποιος τες τέχνες ξέρει
στο τέρμα στρέφει αδιάκοπα, πάντοτ' εμπρός του το 'χει,
απ' την στιγμήν που ετέντωσε τους χαλινούς των ίππων
ίσια τους φέρνει και τηρά τον πρώτον να περάσει.
Κι ένα σημάδι θα σου ειπώ, που ευκόλως θα γνωρίσεις·
ξύλον ορθώνεται ξερό, όσον οργιά, στο χώμα,
δρυός ή πεύκου και η βροχή καθόλου δεν το σέπει·
και απ' τα δυο μέρη κάτασπροι στυλώνονται δυο λίθοι
στο στένωμα κι είν' ομαλός ο ιππόδρομος τριγύρω·
είτ' είναι μνήμα κανενός που απέθανε το πάλαι,
ή για καμπτόν κει το βαλαν έναν καιρόν οι αρχαίοι,
και τώρα τέρμα το 'θεσεν ο ισόθεος Πηλείδης.
Σ' εκείνο εγγύς συ να οδηγείς τ' αμάξι με τους ίππους,
και απ' το καλόπλεκτο θρονί στ' αριστερά των ίππων
να χαμηλώνεις το κορμί και το δεξί πουλάρι
με βοήν κέντα και άφησε λυτά τα χαλινάρια·
εις τον καμπτόν ο αριστερός σου ίππος να κολλήσει,
να φαίνεται που του καλού τροχού το κεφαλάρι
τον ξάκρισε, και πρόσεχε στον λίθον μη σκουντήσεις
μήπως λαβώσεις τ' άλογα και σπάσεις και τ' αμάξι·
χαρά στους άλλους, όνειδος πολύ στον εαυτόν σου
θα είναι· αλλά με φρόνησιν φυλάξου, αγαπητέ μου,
ότι αν στο τέρμα δυνηθείς τον άλλον να περάσεις,
μη φοβηθείς άλλος κανείς αλλού να σε προφθάσει
κι εάν οπίσω σου κεντά το γρήγορο πουλάρι
του Αδρήστου, τον Αρίονα πού 'ναι από γένος θείον
ή εκείνα του Λαομέδοντος, θρέμμα λαμπρό της Τροίας».
Είπε και προς την θέσιν του εγύρισε ο Νηλείδης,
όλους αφού εφανέρωσε τους τρόπους στον υιόν του.
Πέμπτος τους ίππους έζεψε κατόπι ο Μηριόνης.
Στους θρόνους τότε ανέβηκαν, και τους λαχνούς ερίξαν.
Τους τίναξεν ο Αχιλλεύς, κι εβγήκε του Αντιλόχου
ο πρώτος κλήρος, κι έλαχεν ο δεύτερος του Ευμήλου,
κατόπιν ο Μενέλαος ο δοξαστός Ατρείδης,
ο Μηριόνης έπειτα, κι ύστερος ο Τυδείδης,
απ' όλους ο καλύτερος, του αγώνος πήρε κλήρον.
Εις την αράδα εστάθηκαν, και ξέμακρα στο σιάδι
τα τέρματα έδειξ' ο Αχιλλεύς· και τηρητήν πλησίον
βάζει τον θείον Φοίνικα, τον φίλον του πατρός του,
για να προσέχει και σωστά να κρίνει τον αγώνα.
Και αφού στους ίππους σήκωσαν τες μάστιγές τους όλοι
με τα λουριά τους άναφταν και με τα λόγι' ακόμη.
Κι έτρεχαν κείνοι ακράτητοι στο σιάδι από τα πλοία·
και κάτω από τα στήθη τους η σκόνη στον αέρα
σηκώνονταν σαν σύννεφον ή μαύρη ανεμοζάλη
και οι χαίτες ετινάζονταν στο φύσημα του ανέμου,
και πότ' εγγίζαν εις την γην τ' αμάξια, πότε επάνω
ψηλά πετιόνταν· και όλοι ορθοί στους θρόνους οι ελατήρες
εστέκονταν, κι εσπάραζε της νίκης η λαχτάρα
όλων τα στήθη και καθείς βοούσε στ' άλογά του,
κι εκείνα ως να σαν φτερωτά την πεδιάδα εσχίζαν.
Και όταν στην άκρην έφθασαν οι ίπποι να γυρίσουν
προς τ' ακρογιάλι εδείχνετο του καθενός η ανδρεία
κι οι ίπποι σφόδρα ετάνυσαν καθένας την ορμήν του.
Τότε οι φοράδες έβγαιναν του Ευμήλου απ' όλους πρώτες,
ευθύς κατόπι του Τρωός οι ίπποι του Διομήδη
πετούσαν όχι ξέμακρα, αλλά σιμά του τόσο
που πάντοτε, σου εφαίνετο, τον θρόνον θα πατήσουν,
κι η άχνα τους εθέρμαινε τες πλάτες του Ευμήλου,
επάνω του ως απίθωναν αυτοί τες κεφαλές τους·
και θα τον πέρνα ή θα κανεν αμφίβολην την νίκην
αν του Διομήδη από χολήν που επήρε τότε ο Φοίβος
δεν του πετούσεν έξαφνα την μάστιγ' απ' το χέρι.
Και απ' τον θυμόν του εδάκρυσε να βλέπει ο Διομήδης
πως οι φοράδες έμπροσθεν πολύν επαίρναν δρόμον
και οι δικοί του ακέντητοι οπίσω εσπεδισθήκαν.
Αλλ' είδε πως πανούργησεν ο Φοίβος τον Τυδείδην
η Αθηνά, κι έδραμ' ευθύς σιμά στον πολεμάρχον,
του απόδωσε την μάστιγα κι εγκάρδιωσε τους ίππους.
Και θυμωμένη τρέχοντας στον Εύμηλον επάνω
τον ζυγόν του 'σπασε η θεά· κι εδώ κι εκεί του δρόμου
έφυγαν οι φοράδες του κι ερίξαν το τιμόνι.
Κι εκείνος στον τροχόν σιμά ροβόλησε απ' τον θρόνον,
οι αγκώνες του εγδάρθηκαν, η μύτη και το στόμα,
το μέτωπό του εσύντριψε, τα μάτια του όλα δάκρυα
εγέμισαν κι εκόπηκεν η ανδρική φωνή του.
Τότε στον δρόμον έγυρε τους ίππους ο Τυδείδης
και όλους τους άλλους πέρασε πολύ, καθώς τους ίππους
του άναφτεν η Αθηνά και του 'δινε την νίκην.
Και αυτού κατόπιν ο ξανθός Μενέλαος προχωρούσε.
Κι εφώναξ' ο Αντίλοχος στους ίππους του πατρός του:
«Και σεις πατήσετε γερά, τεντώστε την ορμήν σας·
μ' εκείνους να παλαίσετε δεν λέγω του Τυδείδη
τους ίππους, που τους έδωκε μεγάλην γρηγοράδα
η Αθηνά, και ηθέλησε να δώσει αυτού την νίκην·
αλλά γοργά προφθάσετε του Αδμήτου το ζευγάρι,
θα 'ναι εντροπή σας θηλυκό να γίνει ανώτερό σας
η Αίθη· ακόμη οπίσω της θα μείνετε, ω γενναίοι;
Και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γίνει·
δεν θα σας περιποιηθεί στο εξής ο μέγας Νέστωρ,
ο ίδιος αλύπητα θενά σας κόψει, ανίσως
πάρομε οκνηρευόμενοι κατώτερο βραβείον·
αλλά να με συντρέξετε με την ορμήν σας όλην·
και ο νους μου θα μηχανευθεί με τρόπον να γλιστρήσω
του δρόμου εκεί στο στένωμα κι έτσι θα μου ξεφύγει».
Κι εκείνοι απ' τους φοβερισμούς που ακούσαν του κυρίου
το τρέξιμό τους σπούδαξαν ώσπου σ' ολίγην ώραν
του κοίλου δρόμου το στενό του Αντιλόχου εφάνη·
είχεν ο δρόμος σχίσμα γης που μαζευμένα εκάμαν
τα χειμωνιάτικα νερά κι εβύθισεν ο τόπος.
Εκεί με φόβον μη συμβεί σμίξις τροχών τραβούσε
ο Ατρείδης τότ' ο Αντίλοχος έξω του δρόμου στρέφει
τους ίππους, γέρνει πλαγινά και ορμά να τον προφθάσει.
«Ανόητε», του εφώναξεν ο Ατρείδης φοβισμένος,
«πώς κυβερνάς; Τους ίππους σου κράτησε, κι είναι ο δρόμος
στενός, παρέκει στο πλατύ, θαρρώ, θα προσπεράσεις,
μην αφανίσεις και τους δυο κτυπώντας με τ' αμάξι».
Αλλά ωσάν τα λόγια του ποσώς να μη 'χε ακούσει
ο Αντίλοχος σφοδρότερα τους ίππους εκεντούσε.
Και όσην ο δίσκος έχει ορμήν ριγμένος από χέρι
ανδρός, που όλην την δύναμιν της νιότης δοκιμάζει,
τόσο διασκέλισαν και αυτοί· κι εκείνοι του Ατρείδη
τα οπίσω εκάμαν, ότι αυτός ηθέλησε κι εμείναν,
μήπως συμπλέξουν και τα δυο ζευγάρια μες στον δρόμον
και τα καλόπλεκτα θρονιά γυρίσουν άνω κάτω
κι οι ίδιοι χάμου κυλισθούν ζηλεύοντας την νίκην.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος τον αποπήρε κι είπε:
«Αντίλοχε, και ποιος θνητός ολέθριος είναι, ως είσαι;
Εσφάλαμε οπού δίκαιον σ' ελέγαμε, ω χαμένε·
αλλ' όμως πρώτα θα ορκισθείς πριν πάρεις το βραβείον».
Είπε· κατόπι εφώναξε στα δυνατά πουλάρια.
«Μη μου σταθείτε ακίνητοι και καταπικραμένοι
εκείνων θενά κουρασθούν τα γόνατα και οι φτέρνες
πριν από σας· ότι και οι δυο τα νιάτα πλια δεν έχουν».
Και τότ' εκείνα απ' την βοήν που ακούσαν του κυρίου
όρμησαν και δεν άργησαν τους άλλους να προφθάσουν.
Στον κύκλον κει καθήμενοι θωρούσαν οι Αργείοι
τους ίππους που μ' ακράτητην ορμήν τετραποδίζαν.
Πρώτος ο άρχος των Κρητών, Ιδομενεύς, τους ίππους
ενόησε, ως εκάθουνταν ψηλά του κύκλου απ' έξω·
και ως άκουσεν από μακριά βοήν του κυβερνήτη
ξεχώρισε περήφανο πουλάρι να προβαίνει
που 'χε την τρίχα ολόξανθην και μόνον έν' ασπράδι
ωσάν φεγγάρι στρογγυλό, στο μέτωπο εφαινόνταν.
Τότ' εσηκώθη και άρχισε να λέγει στους Αργείους:
«Ω των Αργείων αρχηγοί, καλοί μου πολεμάρχοι,
τάχα εγώ μόνος ή και σεις βλέπετ' εκεί τους ίππους;
Άλλοι απ' αυτούς που επρότρεχαν μου εφαίνονταν και άλλος
φαντάζει ο κυβερνήτης των· και κάπου εμποδισθήκαν
αυτές που εκεί εκέρδισαν στον δρόμον οι φοράδες.
Πρώτα στο τέρμα ολόγυρα τες έβλεπα να τρέχουν,
τώρα απ' εμπρός μου χάθηκαν, αν και παντού γυρίζω
τα μάτια μου να τες ιδώ στο Τρωικό πεδίον.
Ή θα του εφύγαν τα λουριά και δεν μπορούσε πλέον
να τες κρατήσει στρέφοντας το τέρμα ο κυβερνήτης.
Εκεί, θαρρώ, θα 'πεσε αυτός και θα 'σπασε τ' αμάξι
και ξαγριωμένες σκίρτησαν κι εφύγαν οι φοράδες·
ορθοί κοιτάζετε και σείς· ίσως καλά δεν βλέπω
εγώ, αλλά μου φαίνεται, πως κείνος αυτού πέρα
είναι το γένος Αιτωλός και στ' Άργος βασιλεύει,
και του Τυδέως είν' υιός, ο δυνατός Διομήδης».
Και ο Αίας τον κακόβρισεν ο γρήγορος Οιλείδης:
«Ιδομενέα, φαφλατάς παράκαιρα· και πέρα
ανάερα σηκώνονται πετώντας οι φοράδες.
Μες στους Αργείους, ως θαρρώ, τόσο δεν είσαι νέος,
και μάτια τόσο καθαρά δεν έχ' η κεφαλή σου·
πάντοτ' εσύ 'σαι φαφλατάς, αλλ' όπου ευρίσκοντ' άλλοι
άνδρες καλύτεροι από σε, προς τι να φαφλατίζεις;
Εκείνες είναι που απ' αρχής προτρέχαν οι φοράδες
του Ευμήλου και τες κυβερνά με τα λουριά στο χέρι».
Ευθύς ο άρχος των Κρητών του αντείπε χολωμένος:
«Αία φιλονικότατε, κακόγνωμε και στα άλλα
μες στους Αργείους ύστερος, ότ' είναι ωμός ο νους σου.
Κι έλ, ας στοιχηματίσομεν ή τρίποδα ή λεβέτι
και ποιο ζευγάρι τρέχει εμπρός κριτής ας μαρτυρήσει
ο Αγαμέμνων· τότε συ πλερώνοντας θα μάθεις».
Είπε κι ευθύς πετάχθηκεν ο φτεροπόδης Αίας
και θυμωμένος έμελλε κακά να του απαντήσει·
και θ' άναφτε χειρότερη σ' αυτούς φιλονικία,
αν δεν σηκώνετ' ο Αχιλλεύς ο ίδιος, που τους είπε:
«Τα λόγια τούτα τα κακά να παύσουν μεταξύ σας,
Αίας συ και Ιδομενεύς, ότι δεν είναι πρέπον,
που σ' άλλον αν το εβλέπετε θα σας αγανακτούσε·
αλλά στον κύκλον ήσυχοι τους ίππους θεωρείτε,
και δεν θ' αργήσουν τώρα εδώ να φθάσουν, ως τους βιάζει
ζήλος της νίκης· τότ' εσείς θέλει γνωρίσετ' όλοι
των ίππων τίνες ύστεροι και τίνες είναι πρώτοι».
Τον λόγον δεν απόειπε κι έφθασεν ο Τυδείδης
τους ίππους του κατάπλατα ραβδίζοντας κι εκείνοι
εκόφταν με ανάερα διάσκελα τον δρόμον.
Και από την σκόνη ευφραίνονταν επάν' ο κυβερνήτης,
και οπίσω στα φτερόποδα πουλάρια ροβολούσε
τ' αμάξι χρυσοκόλλητο με δίπλες κασσιτέρου·
και τα στεφάνια των τροχών μικρόν αυλάκι αφήκαν
στο λεπτό χώμα οπίσω τους κι εκείνα εμπρός πετούσαν.
Στον κύκλον μέσα εστάθηκε και ίδρωτες στο χώμα
ρονιές τα στήθη εστάλαζαν και οι κεφαλές των ίππων·
και αυτός από τ' ολόλαμπρον επήδησε θρονί του
και στον ζυγόν απόθεσε την μάστιγα και αμέσως
ο ανδρειωμένος Σθένελος επήρε το βραβείον
και με τον καλόν τρίποδα παράδωσε την κόρην
εις τους συντρόφους και άρχισε τους ίππους να ξεζέψει.
Κατόπιν ήλθ' ο Αντίλοχος αυτός που τον Ατρείδην
μ' επιβουλήν του επέρασε και όχι με ορμήν των ίππων.
Και όμως τούτος πολύ εγγύς εράβδιζε τους ίππους
και όσον απέχει απ' τον τροχόν πουλάρι οπού στο σιάδι
μ' όλο τ' αμάξι τανυστά τραβά τον κύριόν του,
που εγγίζουν μόλις τον τροχόν οι τρίχες της ουράς του·
κι εκείνο τρέχει κολλητά στ' αμάξι και δεν μένει
τόπος πολύς ανάμεσα όσον κι αν πάρουν δρόμον·
τόσον απ' τον Αντίλοχον έμενε οπίσω ο Ατρείδης.
Αλλά και δυο δισκοβολές έμεν' οπίσω πρώτα,
αλλά γοργά τον πρόφθασε με την καλήν ανδρείαν
της Αίθης, της καλότριχης φοράδας του αδελφού του·
και ακόμη αν αγωνίζονταν παρέκει τον περνούσε
ο Ατρείδης και δεν θ' άφηναν αμφίβολην την νίκην.
Κι έμενε απ' τον Μενέλαον μιαν κονταριάν οπίσω
ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως,
ότ' ήσαν αργοκίνητα τα εύμορφα άλογά του
και κείνος πάλι αδύνατος πολύ να κυβερνήσει.
Και απ' όλους ήλθε υστερινός ο Εύμηλος κι ετράβα
τ' όμορφο αμάξι κι έμπροσθεν κεντούσε τ' άλογά του.
Τον είδε κι εσυμπόνεσεν εκείνον ο Πηλείδης
και αυτούς τους λόγους είπ' ευθύς στην μέσην των Αργείων:
«Ύστερος ο καλύτερος με τ' άλογό του φθάνει
αλλ' όπως πρέπει, ας του δοθεί το δεύτερο βραβείον
και του Τυδέως ο υιός ας λάβει τα πρωτεία».
Όλ' οι Αχαιοί συμφώνησαν να γίνει αυτό που είπε
και την φοράδα παρευθύς θα του έδιδε ο Πηλείδης
εάν δεν εσηκώνονταν να ειπεί το δίκαιόν του
ο Αντίλοχος, του Νέστορος υιός, στον Αχιλλέα:
«Θα σου θυμώσω δυνατά, Πηλείδη, αν τούτο κάμεις·
συ το βραβείο μου αφαιρείς, θαρρώ, γιατί του επάθαν
τα γρήγορα πουλάρια του, τ' αμάξι του κι εκείνος,
ο εξαίσιος· αλλ' ας έκαμνεν ευχές των αθανάτων
και τότε δεν θα έρχονταν ο ύστερος απ' όλους.
Αλλ' αν σου είναι αγαπητός κι εγκάρδια τον λυπείσαι,
πλήθιο χρυσάφι και χαλκός υπάρχει στην σκηνήν σου,
πρόβατα, δούλες και λαμπρά πτερόποδα πουλάρια·
πάρε απ' αυτά και δώσε του, κατόπ' ή αμέσως τώρα
βραβείον και λαμπρότερο να σ' επαινέσουν όλοι.
Και τούτην δεν θα δώσω εγώ· και όποιος θελήσει ανδρείος
να μου την πάρει ας έλθει εδώ μ' εμέ να πολεμήσει».
Εις τούτα εχαμογέλασεν ο ισόθεος Πηλείδης,
του άρεσ' ο Αντίλοχος ο αγαπητός του φίλος
και προς αυτόν απάντησε: «Κι εάν θελήσεις κι άλλο
από δικό μου, Αντίλοχε, του Ευμήλου εγώ να δώσω
θενά το κάμω πρόθυμα· τον θώρακα να λάβει
αυτόν που επήρα λάφυρον απ' τον Αστεροπαίον,
χάλκινον, και κασσίτερος λαμπρός τον περιχύνει·
θα το 'χει κτήμ' ατίμητο». Κι ευθύς στον ποθητόν του
είπε τον Αυτομέδοντα τον θώρακα να φέρει
απ' την σκηνήν· τον έφερεν εκείνος και του Ευμήλου
τον έδωκε, οπού ολόχαρος στα χέρια του τον πήρε.
Τότε βαρύς απ' την χολήν που είχεν του Αντιλόχου
σηκώθηκε ο Μενέλαος· και ο κήρυκας στο χέρι
σκήπτρο του δίδει και σιωπήν κηρύττει των Αργείων.
Και ο θείος άνδρας άρχισεν: «Ω φρόνιμε όχι πλέον
Αντίλοχε, τι έκαμες! Μου εθόλωσες την δόξαν,
εκείνα τα οκνότατα πουλάρια σου έμπροσθέν μου
έσπρωξες και μου εμπόδισες τους ίππους εις τον δρόμον.
Αλλά σεις όλ' οι αρχηγοί προστάτες των Αργείων
χωρίς να προτιμήσετε κανέναν κρίνετέ μας,
μη κάποιος των Αχαιών τούτον ειπεί τον λόγον:
«Με ψέματα ο Μενέλαος επήρε την φοράδα
του Αντιλόχου, αν κι είχε αυτός χειρότερους τους ίππους,
αλλ' είναι αυτός ανώτερος πολύ στο μεγαλείον».
Αλλά θα κρίνω ευθύς εγώ, και δεν θα με αποπάρει
των Δαναών, θαρρώ, κανείς. Θα είμαι δικαιοκρίτης.
Αντίλοχε διόθρεφτε, έλα, σαν θέλει ο νόμος
στήσου στην άμαξαν εμπρός ολόρθος και στους ίππους,
πάρε την ίδια μάστιγα, που πρώτα εκυβερνούσες,
και πιάνοντας τους ίππους σου, του Ποσειδώνος κάμε
όρκον που δεν μου εμπόδισες μ' επιβουλήν τ' αμάξι».
Και ο φρόνιμος Αντίλοχος απάντησέ του κι είπε:
«Πραΰνου τώρα, ότ' είμ' εγώ πολύ νεότερός σου,
σεπτέ Μενέλαε, και συ καλύτερός μου εις όλα·
γνωρίζεις πόσον εύκολα παρανομούν οι νέοι·
ο νους τους γοργοκίνητος ισχνήν την σκέψιν έχει.
Όθεν μαλάξου· μόνος μου σου δίδω την φοράδα
που εκέρδισα· και αν άλλο τι δικό μου να σου δώσω
ήθελες και καλύτερο, σου το 'δινα ολοψύχως,
παρ' από σε, διόθρεφτε, να χάσω την αγάπην
ολοζωής μου και σ' εμέ οργή να πέσει θεία».
Και την φοράδα οδήγησεν ευθύς ο Νεστορίδης
κι έδωκε στον Μενέλαον, που στην καρδιά του ευφράνθη,
καθώς εις τα πυκνά σπαρτά που τον αγρόν σκεπάζουν
καλή δροσιά ζωογονεί τα φουντωμέν' αστάχια·
ομοίως, ω Μενέλαε, μέσα η καρδιά σου ευφράνθη·
και προς αυτόν απάντησε με λόγια φτερωμένα:
«Και αφ' εαυτού μου, Αντίλοχε, συγκρίνω τον θυμόν μου
να παύσω, ότι αστόχαστος και ασύστατος δεν ήσουν
ποτέ σου, αλλά εδώ τον νουν ενίκησε η νεότης·
καλύτερούς σου στο εξής φυλάξου ν' απατήσεις.
Κι εύκολα δεν θα μ' έπειθε των Αχαιών κανένας·
αλλ' έπαθες εσύ πολλά κι εμόχθησες για μένα
συ και ο πατέρας σου ο λαμπρός με τον αυτάδελφόν σου·
μου επρόσπεσες και τούτο αρκεί· και την φοράδ, αν κι είναι
δική μου, λάβε την εσύ για να γνωρίσουν όλοι
ότι καρδιά περήφανην και αμάλακτην δεν έχω».
Είπε και του Νοήμονος συντρόφου του Αντιλόχου
την έδωκε, κι επήρε αυτός το λαμπερό λεβέτι.
Τέταρτος δύο τάλαντα χρυσάφι ο Μηριόνης.
Πέμπτον βραβείον έμενεν η δίχερη φιάλη.
Εκείνην έφερ' ο Αχιλλεύς ανάμεσα στο πλήθος
στον Νέστορα και, «λάβε αυτό», του είπε, «γέροντά μου,
σαν του Πατρόκλου ενθύμημα να το 'χεις οπού ετάφη·
τι εκείνον πλέον δεν θα ιδείς στην μέσην των Αργείων.
Και το βραβείον τούτο εγώ σου δίνω χαρισμένο·
ότι και συ ν' αγωνισθείς, θαρρώ, δεν θα θελήσεις
στο πάλαιμα ή στο γρόνθισμα, στο τρέξιμο ή στ' ακόντι
ότι απ' το γήρας το κακόν εκόπ' η δύναμίς σου».
Και την φιάλην του 'βαλε στα χέρια· την επήρε
περίχαρος ο γέροντας και είπε του Αχιλλέως:
«Λόγια τωόντι αληθινά, επρόφερες, παιδί μου·
εμάργωσαν τα μέλη μου, τα πόδια και τα χέρια
που εδώ στους ώμους φτερωτά κινούνταν και τα δύο.
Πού είναι η νιότη μου κι η ανδρειά που στο Βουπράσι εφάνη
σαν έθαπταν οι Επειοί τον μέγα πολεμάρχον
Αμαρυγκέα, κι έθεσαν αγώνα τα παιδιά του.
Εκεί κανείς των Επειών μ' εμέ δεν ομοιώθη
ή των γενναίων Αιτωλών, αλλ' ούτε των Πυλίων.
Τον Κλυτομήδη ενίκησα στους γρόνθους Ηνοπίδην,
στην πάλην τον Πλευρώνιον, κατόπι τον Αγκαίον,
και τον εξαίσιον Ίφικλον στα πόδια και κατόπι
στ' ακόντι τον Πολύδωρον και αντάμα τον Φυλέα.
Μόνον οι Ακτορίωνες στους ίππους μ' επεράσαν,
διπλοί μου σπρώχθηκαν εμπρός με ζήλον να κερδίσουν
εκείνα που ήσαν ύστερα λαμπρότατα βραβεία.
Δίδυμοι αυτοί, και σταθερώς εκυβερνούσ' ο ένας
εκυβερνούσε σταθερώς κι εμάστιζεν ο άλλος.
Ιδού ποιος ήμουν μια φορά· στους νέους τώρ' αφήνω
έργα παρόμοια. κι εγώ στο μαύρο γήρας πρέπει
να υπακούσω, αν κι έλαμπα στην μέση των ηρώων.
Αλλ' άμε κι ενταφίαζε τον φίλον σου μ' αγώνες·
μου είναι ακριβό το χάρισμα και χαίρεται η ψυχή μου
που εμέ τον φίλον πάντοτε θυμάσαι και γνωρίζεις
πόση τιμή, των Αχαιών ανάμεσα μου πρέπει·
και οι θεοί μ' ό,τι αγαπάς να σου το ανταποδώσουν».
Το εγκώμιον όλον άκουσε του Νέστορος κι εβγήκε
μέσ' απ' το πλήθος ο Αχιλλεύς και της γρανθομαχίας
της τρομερής κατέθεσεν αμέσως τα βραβεία.
Έφερε κι έδεσεν εκεί του κύκλου μες στη μέση
άστρωτο, κακοδάμαστο εξάχρονο μουλάρι·
κι ένα ποτήρι δίκουπο να λάβει ο νικημένος.
Και ορθός εστήθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Ατρείδες και όλ' οι Αχαιοί με τες καλές κνημίδες,
ας έλθουν δύο δυνατοί γι' αυτά ν' αντισηκώσουν
πολύ ψηλά τους γρόνθους των και εις όποιον απ' τους δύο
ο Απόλλων δώσει δύναμιν, κι οι Αχαιοί το κρίνουν,
ας πάρει το φερέπονο μουλάρι στην σκηνήν του
και ο νικημένος να χαρεί το δίκουπο ποτήρι».
Στον λόγον του επετάχθη ευθύς άνδρας τρανός και ωραίος
ο Πανοπείδης Επειός, εξαίσιος γρονθομάχος.
Και πιάνοντας το εργατικό τετράποδο τους είπεν:
«Εμπρός, όπου το δίκουπο ποτήρι θενά πάρει·
και το πουλάρι εδώ κανείς με την γρονθομαχίαν
δεν θα κερδίσει, ότ' είμ' εγώ στην τέχνην τούτην πρώτος.
Δεν φθάνει που στον πόλεμον είμ' ελλιπής; Και ποίος
δύναται να είναι ποτέ σ' όλα καλός τεχνίτης;
Και ιδού το λέγω φανερά και άσφαλτ' αυτό θα γίνει·
τες σάρκες θα του σχίσω εγώ, τα κόκαλα να σπάσω,
ώστε σιμά του ας στέκονται όσοι πονούν για κείνον
από τα χέρια νεκρόν εδώθε να τον πάρουν».
Είπε, και όλοι εσώπαιναν· και μόνος του επετάχθη
ο ισόθεος Ευρύαλος υιός του Τηλανίδη
του Μηκιστέως, του λαμπρού εκείνου πολεμάρχου
που άλλοτ' επήγε στην ταφήν του σκοτωμένου Οιδίπου
στες Θήβες και όλων νικητής εβγήκε των Καδμείων.
Τώρα σιμά του ο δοξαστός Τυδείδης ενεργούσε
και λόγια του 'λεγε καλά ποθώντας να νικήσει.
Το ζώμα του βαλεν αυτός, του έδωκε κατόπι
από τομάρι ταύρινο λουριά καλοκομμένα.
Κι αφού ζωσθήκαν, στάθηκαν του κύκλου εκεί στην μέσην
και αντίκρυ ως σήκωσαν και οι δυο τα χέρια τ' ανδρειωμένα,
ομού βροντήσαν κι έσμιξαν οι δυνατοί τους γρόνθοι.
Τρίζαν τα δόντια τους φρικτά, και ίδρωτες ερρέαν.
Και ο θείος χύνετ' Επειός στον άλλον που ετηρούσε
πού να τον κρούσει, και του σπα τα μάγουλα· κι εκείνος
ετρέκλισε ως του ελύγισαν τ' ανδρειωμένα μέλη.
Και με το κρούσμα εσκίρτησε σαν ψάρι που ο Βορέας
έξω στο φύκι επέταξε με κύμα σουφρωμένο.
Τότε ο γενναίος Επειός τον έπιασε απ' τα χέρια
και ορθόν τον έβαλε· κι ευθύς οι φίλοι τον επήραν
μέσ' απ' τον κύκλον πόσερνε τα πόδια μετά βίας
κι εφτυούσεν αίματα πηχτά, με δίπλα το κεφάλι.
Και αναίσθητον τον έβαλαν σιμά τους να καθίσει,
κι έπειτα επήγαν κι έφεραν το δίκουπο ποτήρι.
Τα τρίτα ευθύς ο Αχιλλεύς κατέθεσε βραβεία
του τρομερού παλαίσματος και τα 'δειχνεν εις όλους·
σ' όποιον νικήσει τρίποδα μεγάλον πυροστάτην
που να 'χει βόδια δώδεκα οι Αχαιοί λογιάζαν.
Και μίαν κόρην έθεσε σ' έργα πολλά τεχνίτραν,
που είχε βόδια τέσσερα, να λάβει ο νικημένος.
Και ορθός στην μέσην έλεγεν: «Ας σηκωθούν εκείνοι
που θέλουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα».
Και ο μέγας εσηκώθη ευθύς, ο Τελαμώνιος Αίας
και ο πολύνους Οδυσσεύς τεχνάσματα γεμάτος.
Ζωσμένοι αφού προχώρησαν του κύκλου αυτού στην μέσην
επιάσθηκαν αγκαλιαστά με τα βαριά τους χέρια,
ως όταν άξιος ξυλουργός ψαλίδες σφικτοδένει
σ' υψηλό δώμα, ακλόνητος απ' τες ανεμοζάλες.
Και ως τες τραβούσαν δυνατά τα λυσσερά τους χέρια
τρίζαν οι πλάτες φοβερά και ίδρωτες ερρέαν,
βαμμένες αίμα στα πλευρά, στους ώμους φουσκαλίδες
πυκνές ανασηκώνονταν, κι εκείνοι μανιωμένοι
για τον ωραίον τρίποδα με πείσμα αγωνιζόνταν.
Μήτ' ο Οδυσσέας δύνονταν τον Αίαντα να ρίξει
και μήτ' ο Αίας δύνονταν, τόσ' ήταν του Οδυσσέως
η δύναμις αδάμαστη, κι εβάρυναν τα πλήθη
και τότε ο μέγας του 'λεγεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Λαερτιάδη ευρετικέ, διογέννητ' Οδυσσέα,
ή σήκωνέ με ή σένα εγώ· κι έπειτ' ας κάμει ο Δίας».
Είπε και τον εσήκωσε· δεν αστοχά τους δόλους
ο Οδυσσεύς και τον κτυπά στο κούφιο του γονάτου·
έπεσε αυτός τ' ανάσκελα, μαζί του και ο Οδυσσέας
κατάστηθα κι εθαύμαζαν ολόγυρα τα πλήθη.
Δεύτερος ο πολύπαθος τον σήκωνε Οδυσσέας,
τον ακροκίνησε απ' την γην, χωρίς να τον σηκώσει,
αλλά τον επεδίκλωσε κι έπεσαν εις το χώμα
κι ελέρωσαν τα μέλη τους, πλάγι με πλάγι οι δύο
και σηκωμένοι θ' άρχιζαν τρίτην φοράν την πάλην.
Αλλ' εσηκώθη κι έκαμε να μείνουν ο Πηλείδης:
«Αρκεί, μη αντιστυλώνεσθε και μη ταλαιπωρείσθε.
και οι δυο νικάτε· και όμοια θα πάρετε βραβεία·
αμέτε και άλλοι Αχαιοί ν' αγωνισθούν είν' ώρα».
Είπε κι εκείν' υπάκουσαν και άφού καθαρισθήκαν
από την σκόνην πέρασαν στο σώμα τους χιτώνες.
Βραβεία στην γοργότητα τότ' έθεσε ο Πηλείδης,
καλόν κρατήρα ολάργυρο κι έξι εχωρούσε μέτρα
και ταίρι του στην ομορφιά δεν είχε ο κόσμος όλος,
τι εύμορφα τον σκάλισαν καλότεχνοι Σιδόνες
και Φοίνικες τα πέλαγα διαβαίνοντας τον φέραν
και χάρισμα του Θόαντος τον δώσαν για να αράξουν.
Κι έπειτα, τον Λυκάονα Πριαμίδην να λυτρώσει,
ο Ιασονίδης Εύνηος τον δίδει του Πατρόκλου.
Τώρα στου φίλου την ταφήν, το έθεσε ο Πηλείδης
βραβείον σ' όποιον θα 'βγαινε γοργότερος απ' όλους·
έθεσε βόδι ολόπαχο, μεγάλο του δευτέρου
και μισό τάλαντο χρυσό για ύστερο βραβείον.
Και ορθός στην μέσην έλεγε: «Ας έλθουν τώρα εκείνοι
που θέλουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα».
Ο Αίας τότε, ο γρήγορος Οϊλείδης εσηκώθη,
ο θείος έπειτα Οδυσσεύς, κατόπι ο Νεστορίδης
Αντίλοχος, στο τρέξιμο των ομηλίκων πρώτος.
Τα τέρματ' έθεσ' ο Αχιλλεύς κι εκείνοι αραδιασθήκαν·
απ' την βαλβίδα όρμησαν κι έβγαιν' εμπρός των άλλων
ο Αίας και πολύ σιμά κατόπιν ο Οδυσσέας·
όσον η πήχ' είναι σιμά στης γυναικός το στήθος
που την τεντώνει τεχνικά τα γνέματα τραβώντας
απ' το κουβάρι και κρατεί την πήχη προς το στήθος·
σιμά του τόσον ο Οδυσσεύς στου Αίαντος πατούσε
τα χνάρια, πριν επάνω του του πρώτου φθάσει η σκόνη.
Κι έτρεχε τόσο ακράτητα που έσμιγε η πνοή του
την κεφαλήν του Αίαντος· και ολόγυρα τα πλήθη
με αλαλαγμούς εγκάρδιωναν τον ζήλον του της νίκης.
Αλλά στον γύρον ύστερον μες στην καρδιά του ευχήθη
της Αθηνάς ο Οδυσσεύς: «Θεά, συνάκουσέ με,
και των ποδιών μου δύναμιν ευδόκησε να δώσεις».
Αυτά δεήθη και η θεά την δέησίν του εδέχθη·
τα μέλη του 'καμ' ελαφρά, τα πόδια και τα χέρια.
Και ότ' έμελλαν να πεταχθούν αμέσως στο βραβείον,
τον Αίαντ' έκαμ' η Αθηνά στην κόπρον να γλιστρήσει
που είχε απομείνει ακόμα εκεί σωρός από τα βόδια,
όσα ο Πηλείδης έσφαξε στον τάφον του Πατρόκλου,
κι εκείνου εγέμισαν βουνιές η μύτη και το στόμα.
Και τον κρατήρα εσήκωσεν ο Οδυσσεύς, που πρώτος
έφθασε, και κατόπιν του το βόδι επήρ' ο Αίας.
Εστάθη ορθός και πιάνοντας τα κέρατα του ταύρου
και φτυώντας πέρα την βουνιά, τους είπε: «Συμφορά μου
τα πόδια μου άμπωσε η θεά που πάντοτε βοηθός του
ωσάν μητέρα στέκεται στο πλάγι του Οδυσσέως».
Είπε και όλοι εγέλασαν να βλέπουν τον καημόν του.
Κι εσήκωσεν ο Αντίλοχος το ύστερο βραβείον
γλυκογελώντας κι έλεγε των Αχαιών στην μέσην:
«Ω φίλοι, αν το ξεύρετε, θενά το ειπώ, που ακόμα
δίδουν οι αθάνατοι τιμήν εις τους παλαιοτέρους.
Κι ιδού στα χρόνια πρώτος μου ο Αίας είναι ολίγο·
τούτος της άλλης γενεάς και χρόνων είναι αρχαίων,
γέροντας αλλ' αδάμαστος· και μόνος ο Πηλείδης
μπορεί μ' αυτόν να μετρηθεί στου δρόμου τον αγώνα».
Ο λόγος του τον γρήγορον εδόξαζε Αχιλλέα.
Και προς αυτόν απάντησεν και του 'πεν ο Πηλείδης:
«Τον έπαινόν μου ανώφελα δεν είπες, Νεστορίδη·
δεύτερο μισό τάλαντο χρυσάφι θα σου δώσω».
Και το 'βαλε στα χέρια του και αυτός φαιδρός το επήρε.
Τότε ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι
κράνος και ασπίδ' ακόμη αυτού, και τ' άρματα ήσαν κείνα
που 'χε αφαιρέσει ο Πάτροκλος από τον Σαρπηδόνα.
Ορθός εστάθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Για τούτα δύο δυνατοί να έλθουν πολεμάρχοι
με τ' άρματα με κοφτερό κοντάρι στην παλάμην
εμπρός μας την ανδρείαν τους εδώ να δείξουν όλην·
και όποιος του άλλου το καλό κορμί λογχίσει πρώτος
ως εις τα σπλάχνα μέσα του και βγάλει μαύρον αίμα,
το ξίφος το ασημόκομπο το θρακικό θα λάβει
τούτο που επήρα λάφυρον εγώ του Αστεροπαίου·
και αυτά θα πάρουν τ' άρματα κοινά και οι δυο να τα 'χουν
και εις την σκηνήν θα βάλουμε σ' αυτούς καλό τραπέζι».
Ο μέγας εσηκώθη ευθύς ο Τελαμώνιος Αίας
και ομού σηκώθη ο δυνατός Διομήδης του Τυδέως
και αφού τα όπλα εζώσθηκαν ανάμερ' απ' τα πλήθη
στην μέσην επροχώρησαν διψώντας για την μάχην,
μ' άγριο βλέμμα, και οι λαοί τους βλέπαν ξιπασμένοι.
Και όταν αντίκρυ εχύθηκαν ο ένας προς τον άλλον
όρμησαν τρεις φορές και οι δυο και τρεις φορές εσμίξαν.
Ο Αίας τον εκτύπησε στην στρογγυλήν ασπίδα·
αλλά καλός ο θώρακας τον φύλαξε, κι εκείνος
επάνω απ' την απέραντην ασπίδα επροσπαθούσε
στον τράχηλον του Αίαντος την λόγχην του να σπρώξει·
και τότε για τον Αίαντα τα πλήθη φοβισμένα
να παύσουν είπαν και όμοια να πάρουν τα βραβεία.
Αλλ' ο Πηλείδης έδωκε το ξίφος στον Τυδείδην
με το θηκάρι και καλό μ' εκείνο κρεμαστάρι.
Και δίσκον τότε ατόφιον επρόβαλε ο Πηλείδης
που πρώτα ο μεγαλοδύναμος τον έριχν' Ηετίων,
αλλ' εκείνον εφόνευσεν ο ισόθεος Πηλείδης
κι επήρε στα καράβια του τον δίσκον μ' όλα τ' άλλα.
Ορθός εστήθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:
«Ελάτε, δοκιμάσετε και τούτον τον αγώνα·
και εις μέρη έρμ' ας ευρεθούν οι καρποφόροι αγροί του
για πέντε χρόνια σίδερο θα παίρνει από τον δίσκον.
Δεν θενά πα για σίδερο βοσκός ή βοδολάτης
στην πόλιν, ότι θα 'χει αυτός να δίδει από δικό του».
Είπε και αυτού σηκώθη ευθύς ο ανδρείος Πολυποίτης,
και η δύναμις η αδάμαστη του θείου Λεοντέως,
ο Αίας Τελαμώνιος και ο Επειός ο θείος.
Και άμ' αραδιάσθηκαν και οι τρεις φουκτώνοντας τον δίσκον
τον εσφενδόνισ' ο Επειός κι εγέλασαν τα πλήθη.
Δεύτερος πάλιν ο Λεοντεύς, του Αρη το βλαστάρι,
τρίτος ο Αίας έριξε με το βαρύ του χέρι
και ο δίσκος όλα επέρασε των άλλων τα σημάδια.
Αλλ' όταν τον εφούκτωσεν ο ανδρείος Πολυποίτης,
εις όσο μάκρος απολνά βουκόλος την αγκύλα
κι εκείνη στριφογυριστά πετά μες στ' αγελάδια,
τόσο τους άλλους πέρασε· κι εβόησαν τα πλήθη
και οι σύντροφοι εσηκώθηκαν του ανδρείου Πολυποίτη
κι έφεραν το βραβείον του στα βαθουλά καράβια.
Το σίδερο το μελαψό των τοξευτών βραβείον,
αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,
και αφού κατάρτι έστησε πέρα υψηλό στον άμμον
σ' εκείνο με λεπτήν κλωστήν προσδένει περιστέρι
από το πόδι, και σ' αυτό τους λέγει να τοξεύσουν.
«Κείνος που το δειλόψυχο πετύχει περιστέρι
όλες θα πάρει σπίτι του τες δίστομες αξίνες.
Και όποιος πετύχει την κλωστήν, χωρίς το περιστέρι,
θα πάρει εκείνος τες μονές, κατώτερος τοξότης».
Είπε, κι ευθύς σηκώθηκαν ο Τεύκρος πολεμάρχης
και ο Μηριόνης οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.
Εις ένα κράνος χάλκινο ετίναξαν τους κλήρους
και ο Τεύκρος πρώτος έλαχε· κι έριξ' ευθύς το βέλος
σφοδρότατα, και του θεού δεν έταξε να δώσει
από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.
Και το πουλί δεν πέτυχεν, ότι αντιστάθη ο Φοίβος·
κι επήρε μόνον την κλωστήν στο πόδι του δεμένην
το βέλος και την έκοψε· κι ευθύς το περιστέρι
πέταξε προς τον ουρανόν, και αυτού ξετεντωμένη
προς την γην έκλινε η κλωστή και αλάλαξαν τα πλήθη.
Το τόξον ευθύς άρπαξε του Τεύκρου ο Μηριόνης
και βέλος από την αρχήν στο χέρι του κρατούσε.
Κατόπι ευθύς ετάχθηκε του μακροβόλου Φοίβου
από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.
Το περιστέρ' είδε υψηλά στα σύννεφ' από κάτω
να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ' την φτερούγα
κατάστηθα το ετόξευσε κι εγύρισε το βέλος
κι εμπρός του εμπήχθη μες στην γην· κι ευθύς η περιστέρα
εις το κατάρτι εκάθισε με τα φτερά λυμένα,
και τον λαιμόν εκρέμασε, κι επέταξε η ψυχή της
από τα μέλη τα νεκρά και πέρα εκεί στον άμμον
έπεσε χάμω και οι λαοί θωρούσαν κι εθαυμάζαν.
Ο Μηριόνης πήρ' ευθύς τες δίστομες αξίνες
κι έφερε ο Τεύκρος τες μονές μέσα στα κοίλα πλοία.
Πάλι ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι
και λέβητα ολοπλούμιστον που άξιζ' ένα βόδι.
Ευθύς αυτού σηκώθηκαν ακοντισταί μεγάλοι,
ο μέγας εσηκώθηκεν Ατρείδης Αγαμέμνων
και ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.
Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς ανάμεσόν τους είπε:
«Ατρείδη, το γνωρίζομεν πως είσαι απ' όλους πρώτος,
στην δύναμιν, στ' ακόντισμα πόσο υπερβαίνεις όλους·
τούτον λοιπόν στα πλοία σου τον λέβητα να πάρεις
και το κοντάρι ας δώσομε του Μηριόνη, αν θέλεις
ν' αποδεχθείς τον λόγον μου». Το έστερξεν ο Ατρείδης·
τότε ο Πηλείδης έδωκε το χάλκινο κοντάρι
του Μηριόνη, κι εν ταυτώ παρέδιδεν ο Ατρείδης
του Ταλθυβίου κήρυκος το υπέρλαμπρον βραβείον. ΧΡΥΣΗΙΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου