ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ

                 ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Την χλαλοήν αύτιασ' ευθύς, αν κι έπινεν, ο Νέστωρ,
κι είπε με λόγια φτερωτά προς τον Ασκληπιάδην:
«Θείε Μαχάον, νόησε που αυτά θ' αποτελέσουν·
των ανδρειωμένων η βοή πληθαίνει εκεί στα πλοία.
Αλλά συ μείνε, φλογερό κρασί κάθου και πίνε,
ως να θερμάνει τα λουτρά η εύμορφη Εκαμήδη
απ' τα πηγμένα αίματα να λούσει το κορμί σου.
Κι εγώ θα έβγω, από ψηλά να μάθ' ό,τι συμβαίνει».
Είπε και την περίλαμπρην εφόρεσεν ασπίδα,
που είχε αφήσει στην σκηνήν ο ανδρείος Θρασυμήδης,
υιός του, κι είχε πάρει αυτός εκείνην του πατρός του·
πήρε κοντάρι δυνατό μ' ακονισμένην λόγχην,
κι έξωθ' εστάθη της σκηνής και άχαρον είδεν έργον,
τους Αχαιούς εις τάραχον, τους αποτόλμους Τρώας
οπίσω να τους κυνηγούν, ρέπια το τείχος όλο.
Και όπως μεγάλο πέλαγος μακρολογά με κύμα
βουβό και νιώθει την ορμήν εγγύς σφοδρών ανέμων
και μήτ' εδώ τα κύματα και μήτ' εκεί σαλεύει,
πριν άνεμος ξεχωριστός ορμήσει από τον Δία·
όμοια του γέρου και η ψυχή χωρίζονταν εις δύο,
των ανδρειωμένων Δαναών τα πλήθη αν θ' ανταμώσει,
ή τον ποιμένα των λαών να έβρει τον Ατρείδην;
Κι έκρινε συμφερότερον να έβρει τον Ατρείδην.
Κι εκείνοι ωστόσο εμάχονταν κι εσφάζονταν με λύσσαν,
κι εβρόντ' ο ασύντριφτος χαλκός στο σώμα τους επάνω
καθώς με ξίφη και μακριά κοντάρι' αντικτυπιούνταν.
Και απάντησαν τον Νέστορα οι βασιλείς οι θείοι
ο Διομήδης, ο Οδυσσεύς και ο μέγας Αγαμέμνων,
ως απ' τα πλοία ανέβαιναν, όσ' ήσαν πληγωμένοι.
Ότ' ήσαν τα καράβια τους, πολύ μακράν της μάχης,
στον άμμον, ότι στην στεριά κείνα εσυρθήκαν πρώτα,
και προς τες πρύμνες κολλητά είχε κτισθεί το τείχος.
Τι τ' ακρογιάλι, αν και πλατύ, δεν έπαιρνε τα πλοία
και να μη στενοχωρηθούν τα πλήθη, τα 'χαν βάλει
σειρές σειρές κλιμακωτά και το παραθαλάσσιο
μεγάλο στόμα εγέμισεν από μιαν άκρην σ' άλλην.
Μαζί κατέβαιναν να ιδούν την μάχην στηριγμένοι
επάνω στα κοντάρια τους, κατάκαρδα θλιμμένοι,
όταν κει τους απάντησεν ο γέρος ο Νηλείδης
κι έφερεν άλλην ταραχήν στα βάθη της ψυχής των.
Κι εκείνον επροσφώνησεν ο βασιλεύς Ατρείδης:
«Νηλείδη Νέστωρ, καύχημα των Αχαιών και δόξα,
τι άφησες τον πόλεμον τον ανδροφόνον κι ήλθες;
Ο Έκτωρ ο ακράτητος φοβούμαι μη τελειώσει
κείνο που μας φοβέρισε στην σύνοδον των Τρώων,
πως από τα καράβια μας στην Ίλιον δεν θα γύρει,
πριν να τα κάψει και όλους μας αυτού να σφάξει επάνω.
Κείνος αυτά 'λεγε και ιδού τώρα τα βλέπουμ' όλα.
Το βλέπ' οϊμένα, καθαρά, χολήν σ' εμένα τρέφουν
μέσα τους όλ' οι Αχαιοί, και όχι ο Πηλείδης μόνος,
και θέλουν και δεν μάχονται να σώσουν τα καράβια».
Και ο Νέστωρ του αποκρίθηκε: «Ναι, τούτα ετελειωθήκαν
τωόντι εμπρός στα μάτια μας, και ο βροντοφόρος Δίας,
ο ίδιος μεταβολήν δεν δύναται να φέρει
Ήδη το τείχος έπεσε, που ασύντριφτη να είναι
προφυλακή θαρρούσαμε σ' εμάς και στα καράβια.
Και άσπονδην μάχην άπαυτην έχουν αυτοί στα πλοία,
που μάτι και προσεχτικό δεν ξεχωρίζει πλέον
από ποιο μέρος οι Αχαιοί στον τάραχον κλονούνται·
τόσο σμικρά φονεύονται και ο πόλεμος βροντάει.
Αλλά τι πρέπει να γινεί τώρ' ας σκεφθούμε, αν κάτι
θα πράξει ο νους αλλά καλό να εμπούμ' εμείς στην μάχην
δεν κρίνω, ότι για πόλεμον δεν είναι ο λαβωμένος».
Σ' αυτόν ο άρχος των ανδρών απάντησ' ο Ατρείδης:
«Ω Νέστωρ, αφού πολεμούν εκείνοι προς τα πλοία
και ανώφελα τον χάντακα με μόχθον και το τείχος
εσήκωσαν οι Δαναοί, κι εθάρρευαν να τα 'χουν
προφυλακήν ασύντριφτην γι' αυτούς και για τα πλοία,
άρεσε τούτ, ως φαίνεται, του φοβερού Κρονίδη,
όλ' οι Αχαιοί 'δω θα σβησθούν μακράν απ' την πατρίδα.
Εγνώρισα, όταν ίλεως τους Δαναούς βοηθούσε,
τον βλέπω τώρα, ωσάν θεούς τους Τρώας να λαμπρύνει·
και να 'χει εμάς τα χέρια και την ανδρειά δεμένα.
Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
Στην άμμον όσα ευρίσκονται πρώτα συρμένα πλοία,
εις την αγίαν θάλασσαν να τα κυλίσουμ' όλα,
να μείνουν με τες άγκυρες ως να 'λθ' η νύκτα η θεία,
αν παύσουν απ' τον πόλεμον και μες στην νύκτα οι Τρώες.
Κατόπιν θα κυλίσουμε και τ' άλλα· ότι να φύγεις
και νύκτ' από τον κίνδυνον κατάκρισιν δεν φέρει.
Φρόνιμος είναι όποιος μπορεί να φύγει πριν τον πιάσουν».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύβουλος του απάντησε Οδυσσέας:
«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος;
Άθλιε, σ' άλλον άτιμον στρατόν σου 'πρεπε να 'σαι
ο αρχηγός, όχι σ' εμάς, που ο Ζευς από τα νιάτα
ως εις το γήρας έδωκε μ' ανδρειά ν' αγωνισθούμε
ως εις την ύστερην πνοήν τρομακτικούς πολέμους.
Την πόλιν την πλατύδρομην των Τρώων θε ν' αφήσεις,
που εξ αφορμής της φοβερούς εκάμαμεν αγώνες;
Σίγα, μη και άλλος Αχαιός ακούσει αυτόν τον λόγον,
που άνθρωπος δε θα 'βγανε ποτέ του από τα χείλη,
οπού να έχει νουν ορθόν και μέτρον σ' ό,τι λέγει
και σκηπτροφόρος μάλιστα, που να 'χ' υποταγμένους
τόσους λαούς, όσους και συ δεσπόζεις τώρ' Αργείους·
και τώρ' απ' ό,τι επρόφερες τον νουν σου κατακρίνω,
που, ενώ κρατεί ο πόλεμος, μας λέγεις τα καράβια
στην θάλασσαν να σύρουμε, για να 'λθουν εις τους Τρώας,
τα πράγματα, ως τα εύχονται, αν και νικούν αράδα,
κι εμάς να πάρει αφανισμός· ότ' οι Αχαιοί την μάχην
δεν θα κρατήσουν, άμα ιδούν να σύρονται τα πλοία,
αλλά τα μάτια γύρωθεν θα στρέφουν δειλιασμένοι·
και ιδού πώς βλάβην, αρχηγέ, θα φέρ' η συμβουλή σου».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Με ονειδισμόν μ' επλήγωσες πικρόν εις την ψυχήν μου,
Λαερτιάδη, αλλ' εγώ δεν είπ' αν δεν το θέλουν,
οι Αχαιοί, στην θάλασσαν να σύρουν τα καράβια.
Και τώρ' ας έβγει άλλος κανείς, ή γέροντας ή νέος,
γνώμην να ειπεί καλύτερην και θα μ' ευχαριστήσει».
«Χωρίς να τον ζητείτε αλλού», τότε ο Τυδείδης είπε,
«κοντά σας είναι ο άνθρωπος, εάν στέργετε την γνώμην
ν' ακούσετε και αν δεν γεννά σ' εσάς χολήν και πείσμα,
που απ' όλους σας νεότατος στην ηλικίαν είμαι.
Αλλ' είχα ένδοξον κι εγώ πατέρα, τον Τυδέα,
που τώρα χώμα σηκωτό στες Θήβες τον σκεπάζει.
Ότι ο Πορθεύς ασύγκριτα γέννησε αγόρια τρία,
στην Καλυδώνα την ψηλήν και στην Πλευρώνα εζούσαν,
Άγριος, Μέλας και Οινεύς, πατέρας του πατρός μου,
ιππόδαμος, που στην ανδρειά τους αδελφούς περνούσε.
Και τούτος έμεινεν αυτού, και στ' Άργος ο γονιός μου
εστάθη, αφού παράδειρεν, ως ήθελεν ο Δίας.
Του Αδράστου γαμβρός έγινε και σπίτι εκατοικούσε
γεμάτο βιό, κι είχε πολλά χωράφια σιτοφόρα
με πολλά δένδρα ολόγυρα, και πρόβατα είχε πλήθος
κι ήταν από τους Αχαιούς εις το κοντάρι ο πρώτος.
Και τούτ, αν είναι αληθινά θενά τ' ακούσετ' όλοι.
Και αφού αχρείος και άνανδρος δεν είμαι γεννημένος,
δεν πρέπει ν' αψηφήσετε τον λόγον μου, αν αξίζει.
Ας πάμ' εμείς στον πόλεμον με όλες τες πληγές μας·
το θέλ' η ανάγκη, αλλά μακράν θα μένομ' απ' τα βέλη
μη πάρει κάποιος από μας πληγήν εις την πληγήν του.
Τους άλλους θα κινήσουμεν εμείς αυτούς που ως τώρα
στέκονται να ξαραθυμούν μακράν από την μάχην».
Σ' όλους ο λόγος άρεσε κι ευθύς εξεκινήσαν
κι εκείνων προπορεύονταν ο βασιλεύς Ατρείδης.
Από μακράν τους νόησεν ο μέγας κοσμοσείστης·
κατόπι επήγε με μορφήν ανθρώπου γηραλέου,
το δεξί χέρι έπιασε του Ατρείδη βασιλέως
κι εκείνον επροσφώνησεν: «Ατρείδη, αλήθεια τώρα
στην διεστραμμένην του ψυχήν ευφραίνεται ο Πηλείδης
των Αχαιών το σφάξιμο και την φυγήν να βλέπει,
ότι δεν έχει νουν ποσώς, αλλ' όπως είναι ας πέσει
στον όλεθρον κι ένας θεός να τον εξουθενώσει
και σένα οι μάκαρες θεοί δεν σε μισούν και τόσο,
και γρήγορα, θαρρώ, θα ιδείς τους αρχηγούς των Τρώων
σκόνην πολλήν εις την πλατιά πεδιάδα να σηκώνουν
απ' τα καράβια φεύγοντας στην πόλιν να προφθάσουν».
Είπε κι εκραύγασε σφοδρώς κι εχύθη στην πεδιάδα.
Και όσην ομού σέρνουν βοήν δέκα χιλιάδες άνδρες
οπόταν πέφτουν μανικά στην έριδα του Άρη,
τόσην από τα στήθη του φωνήν ο κοσμοσείστης
έσυρε και στους Αχαιούς πολλήν ανάφτει ανδρείαν
να πολεμούν, να μάχονται και παύσιν να μη θέλουν.
Και από του Ολύμπου κορυφήν τότε η χρυσόθρον' Ήρα
ως έστεκε κι εκοίταζε, και τον αυτάδελφόν της
είδεν ομού και ανδράδελφον, με αγώνα να κινείται
στον πόλεμον εχάρηκε· κι εξάνοιξε τον Δία
στην Ίδην την πολύβρυσην, στην άκρην κορυφήν της,
καθήμενον και μισητός εγίνη στην ψυχήν της.
Κι εσκέφθη η μεγαλόφθαλμη θεά πώς θα ημπορούσε
να ξεπλανέψει αυτή τον νουν του αιγιδοφόρου Δία.
Και τούτο συμφερότερον εφάνη στην ψυχήν της,
αφού ωραία στολισθεί να κατεβεί στην Ίδην
ίσως αυτός στο πλάγι της να πέσει επιθυμήσει,
κι ύπνον κατόπιν άβλαβον και μαλακόν ν' απλώσει,
σ' εκείνου τα ματόφυλλα και στης καρδιάς τα βάθη·
κι επήγεν εις τον θάλαμον που ο ποθητός υιός της
τεχνούργησεν ο Ήφαιστος με τα θυρόφυλλά του
λαμπρά και κλείδ' αγνώριστη σ' άλλον θεόν του Ολύμπου·
και μέσα εμπήκε κι έκλεισε την στιλβωμένην θύραν
και πρώτα όλο το σώμα της το χαριτοπλασμένο
με αμβροσίαν εύμορφα καθάρισε και αλείφθη
λάδι άφθαρτο γλυκότατο με μύρα ευωδιασμένο·
μόλις εκείνο αναδευθεί στα δώματα του Ολύμπου
γη και ουρανός μοσχοβολούν απ' την γλυκιά πνοή του·
τ' ωραίο σώμα ως άλειψε κι εκτένισε την κόμην
έπλεξε με τα χέρια της τες άφθαρτες πλεξίδες,
που από την θείαν κεφαλήν λαμπρές εκυματίζαν.
Κι ενδύθη αμβρόσιο φόρεμα, οπού της είχε κάμει
η Αθηνά με πάμπολλες εικόνες πλουμισμένο·
και το 'χε κλείσει με χρυσές περόνες προς το στήθος.
Κι εζώσθη ζώνην που εκατόν είχε τριγύρω κρόσσες
και σκουλαρίκια πέρασε στες τρύπες των αυτιών της
τριόφθαλμα, πολύτεχνα, που αστράφταν όλα χάρη.
Κι εφόρεσε η σεπτή θεά της κεφαλής μαντίλα,
ωραίαν, ολοκαίνουργην, που 'χε του ηλιού την λάμψιν,
και σάνδαλα προσέδεσε στα πόδια της ωραία,
Και αφού όλη εστολίσθηκεν, από τον θάλαμόν της
εβγήκ' ευθύς κι εκάλεσε σιμά την Αφροδίτην
ανάμερ' από τους θεούς τους άλλους και της είπε:
«Θα στέρξεις άρα ό,τι θα ειπώ, παιδί μου, να μου κάμεις;
Ή τάχα θα μου τ' αρνηθείς καθώς χολήν μου τρέφεις
επειδή εγώ τους Δαναούς βοηθώ και συ τους Τρώας».
Σ' αυτήν η κόρη του Διός απάντησε Αφροδίτη:
«Ω Ήρα, σεβαστή θεά, του υψίστου Κρόνου κόρη·
ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς και να το κάμω θέλω
αν πράγμα είναι να γίνεται και να ημπορώ να πράξω».
Με δόλον της απάντησεν η Ήρα η σεβασμία:
«Την χάριν και τον έρωτα σ' εμέ ζητώ να δώσεις,
οπού αθανάτους και θνητούς μ' αυτά δαμάζεις όλους.
Θα πάω στα πέρατα της γης να εβρώ των θεών όλων
τον γεννητήν Ωκεανόν και την Τηθύν μητέρα,
οπού με γλυκανάστησαν στα σπίτια τους, που η Ρέα
στην αγκαλιά τους μ' έβαλεν, όταν ο Ζευς τον Κρόνον
κάτω απ' την γην εβύθισε και κάτω απ' τα πελάγη.
Πηγαίνω εκεί τες άλυτες να λύσω διαφορές τους·
ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι,
δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην·
κι εάν με λόγια μαλακά μαλάξουν την καρδιά τους
ν' ανταμωθούν ερωτικά στην κλίνην οπού αφήκαν,
αγαπητήν και σεβαστήν θα μ' έχουν στον αιώνα».
Εκείνης η φιλόγελη απάντησε Αφροδίτη:
«Ό,τι ζητείς να σου αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει,
αφού του υψίστου των θεών κοιμάσαι στες αγκάλες».
Είπε, απ' τα στήθη έλυσε την κεντημένην ζώνην,
την θαυμαστήν, που όλες εκεί τες πλάνες είχε κλείσει·
χάρις και πόθος είν' αυτού, γλυκόλογα είναι μέσα,
συνομιλιά, καλή τον νουν να κλέψει και φρονίμων,
εκείνην της παράδωκε στα χέρια και της είπε:
«Ιδού, βάλε στον κόλπον σου την θαυμαστήν μου ζώνην
τούτην, όπ' έχει μέσα της ό,τι αν ειπείς, κι ελπίζω
πως όσα τώρα επιθυμείς θα κατορθώσεις όλα».
Είπε και με χαμόγελο την άκουσεν η Ήρα
κι έβαλεν εις τον κόλπον της το θαυμαστό ζωνάρι.
Στο δώμα εσύρθη του Διός η κόρ' η Αφροδίτη,
κι η Ήρ' από τον Όλυμπον εχύθη της Πιερίας
άνωθεν και άνω των τερπνών αγρών της Ημαθίας
και άνω των χιονιστών βουνών της ιππομάχου Θράκης,
ούδ' έγγιζαν οι φτέρνες της τες άκρες κορυφές των·
εις την αφρώδη θάλασσαν κατέβει από τον Άθω,
ώσπου στην Λήμνον έφθασε του Θόαντος την πόλιν·
αυτού τον Ύπνον έσμιξεν, αδέρφι του Θανάτου,
στο χέρι του το χέρι της έβαλε αυτή και του 'πε:
«Ω Ύπνε, κύριε των θεών και των ανθρώπων όλων,
ως και άλλη μ' άκουσες φορά και τώρα εισάκουσέ με·
και στον αιών' αμέτρητην θα σου γνωρίζω χάριν.
Τα λαμπρά μάτια του Διός, ω Ύπνε, κοίμησέ μου,
αφού εγώ πρώτα ερωτικά πλαγιάσω στο πλευρό του.
Άφθαρτον, εύμορφο θρονί χρυσό θα λάβεις δώρο,
που ο Ήφαιστος ο δυνατός υιός μου θα ποιήσει,
με κάτω το υποπόδι του, να το 'χεις να στηρίξεις
σ' αυτό τα λαμπρά πόδια σου, σαν είσαι εις το τραπέζι».
Και προς αυτήν απάντησεν ευθύς ο γλυκύς Ύπνος:
«Ω Ήρα, σεβαστή θεά, του υψίστου Κρόνου κόρη,
ευκόλως άλλον των θεών, αφθάρτων αιωνίων
ν' αποκοιμήσω δύναμαι, τα ρεύματα και αν θέλεις
του ποταμού Ωκεανού, που εγίνη αρχή των όλων.
Αλλά δεν θα επλησίαζα προς τον Κρονίδην Δία,
ουδέ θα τον εκοίμιζα χωρίς την προσταγήν του.
Άλλος μ' εδίδαξε ορισμός δικός σου την ημέραν
που αρμένιζε απ' την Ίλιον, αφού την είχεν όλην
εξολοθρεύσει ο ψυχερός κείνος υιός του Δία·
έκλεισα τότ' εγώ τον νουν του αιγιδοφόρου Δία,
γλυκά περιχυνόμενος, και συ κακό του εσκέφθης
και ανέμων σφοδρών σήκωσες ορμήν εις τα πελάγη,
και τον επέταξες στην Κω, μακράν των ποθητών του·
κι εκείνος άμα εξύπνησεν, αγρίεψε και σ' όλο
το δώμα εκούντα τους θεούς, κι έξοχα εμέ ζητούσε·
και απ' τον αιθέρα μ' έριχνε στην θάλασσαν χαμένον,
αν πρόσφυγα δεν μ' έσωζε στον κόλπον της η Νύκτα,
θνητών δαμάστρια και θεών· και μ' όλην την ψυχήν του
έπαυσε αυτός, φοβούμενος την Νύκτα να λυπήσει.
Και τώρα πάλι αβόλετον έργον να κάμω θέλεις».
«Ύπνε», του απάντησε η θεά, «τι ανησυχείς με τούτα;
Θαρρείς πως τόσο πρόθυμος ο βροντοφόρος Δίας
των Τρώων θα ν' εκδικητής, μ' όσην χολήν επήρε
δια τον αγαπημένον του υιόν τον Ηρακλέα;
Αλλ' άκουσε, των λυγερών Χαρίτων θα σου δώσω
μίαν εγώ να νυμφευθείς, δικήν σου θα την έχεις.
Την Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα της ψυχής σου».
Και ο Ύπνος εις τον λόγον της εχάρη και της είπε:
«Όμωσε τώρα της Στυγός το φοβερό ποτάμι,
το ένα βάλε χέρι σου στην γην την πολυθρέπτραν
τ' άλλο στην άσπρην θάλασσαν, να μαρτυρήσουν όλοι,
όσοι θεοί κάτω απ' την γην στο πλάγ' είναι του Κρόνου,
που μίαν συ μου υπόσχεσαι των λυγερών Χαρίτων,
την Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα της ψυχής μου».
Είπε και πρόθυμα η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα,
ορκίσθηκε και ονόμασε τους υποταρταρίους,
έναν προς έναν τους θεούς, που λέγονται Τιτάνες.
Και αφού τον όρκον έκαμε, ξεκίνησαν και οπίσω
ομού την χώραν άφηκαν της Λήμνου και της Ίμβρου,
με γοργό βήμα και πυκνός τους τύλιγεν αέρας.
Στην Ίδῃν την πολύβρυσην, μάνα θεριών, εφθάσαν
και στο Λεκτό την θάλασσαν δια την στεριάν αφήκαν,
και κάτω από τα πόδια τους οι λόγγοι σειούν τες άκρες.
Ο Ύπνος στάθηκεν αυτού, μη τον ξανοίξει ο Δίας·
και ανέβ' εις έλατο τρανό που είχε βγει στην Ίδην
και ως τον αιθέρ' απλώνονταν τα απέραντα κλαδιά του.
Αυτού, στου ελάτου τα δασιά κλωνάρια κουρνιασμένος,
προς τ' ορεινό, καλόφωνο πουλί προσομοιάσθη,
το λέγουν κύμινδη οι θνητοί, κι οι αθάνατοι Χαλκίδα.
Κι η Ήρα επάτησε γοργά μίαν κορφήν της Ίδης
τον Γάργαρον, κι ευθύς ο Ζευς την είδ' ο βροντοφόρος.
Την είδε και όλην την ψυχήν του συνεπήρε ο πόθος,
ωσάν εκείνο τον καιρόν που εχάρηκαν στην κλίνην
το πρώτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ' από τους γονείς των.
Αντίκρυ της εστάθηκεν εκείνος και της είπε:
«Τι βιαστικά τον Όλυμπον για 'δω κατέβεις, Ήρα;
Και αμάξι, αν θέλεις ν' ανεβείς, και άλογα εδώ δεν έχεις».
Του αντείπε η σεβαστή θεά με δόλον εις τον νουν της.
«Στης θρέπτρας γης τα πέρατα θα πάω να ιδώ την μάνα
Τηθύν, και τον Ωκεανόν, αρχήν των θεών όλων,
οπού με γλυκοανάστησαν στα σπίτια τους εκείνοι.
Πηγαίνω αυτού τες άλυτες να λύσω διαφορές τους·
ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι
δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.
Κι είναι ζεμένα τ' άλογα της Ίδης εις την ρίζαν,
που θα με φέρουν πετακτά της γης και του πελάγου.
Και χάριν σου απ' τον Όλυμπον καθώς με βλέπεις, ήλθα,
μην έπειτα μου χολωθείς, αν μυστικά στο δώμα
θα πήγαινα του Ωκεανού που τρίσβαθος κυλάει».
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Εκεί να πας έχεις καιρόν, ω Ήρα, και κατόπιν·
τώρ' ας πλαγιάσομεν εμείς τον πόθον να χαρούμε.
Ότι θεάς μήτε θνητής ποτέ παρόμοιος έρως
στα στήθη δεν μου υπόταξε στα βάθη της ψυχής μου,
ούδ' όταν του Ιξίονος μου άρεσε η γυναίκα,
που τον Πειρίθοον γέννηστν ισόθεον στην γνώσιν·
ούδ' όταν η καλόφτερνη του Ακρισίου κόρη
Δανάη, που τον δοξαστόν εγέννησε Περσέα,
ουδέ του ενδόξου Φοίνικος η κόρη, που τον Μίνω
και τον θεϊκόν Ραδάμανθυν εγέννησε από εμένα,
ούδ' η Σεμέλη ή στων Θηβών την πόλιν η Αλκμήνη,
οπού τον λεοντόκαρδον εγέννησε Ηρακλέα
κι η άλλη τον Διόνυσον, χαράν εις τους ανθρώπους·
ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη
ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου,
καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα».
Κι η δέσποιν' Ήρ' απάντησε με δόλον εις τον νουν της:
«Κρονίδη τρομερότατε, οποίον λόγον είπες!
Αν θέλεις τώρα ερωτικά μαζί να κοιμηθούμε
της Ίδης εις τες κορυφές, σκέψου ότι φαίνοντ' όλα.
Και τι να γίνει αν μας ιδεί κανείς των αθανάτων
στον ύπνον μας και τρέξει ευθύς και το γνωρίσουν όλοι;
Από παρόμοιο πλάγιασμα στο δώμα σου να γύρω
δεν θα ημπορούσα εγώ ποτέ, θα ήταν εντροπή μου,
αλλ' αν σου το ζητεί η καρδιά, τον θάλαμόν σου έχεις
που σου 'καμεν ο Ήφαιστος ο ποθητός υιός σου
με στερεά θυρόφυλλα και με τους παραστάτες·
κει πάμε να πλαγιάσομεν, αφού σου αρέσ' η κλίνη».
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Ήρα, ποσώς μη φοβηθείς μη των θεών κανένας
ή των ανθρώπων μας ιδεί· γύρω θ' απλώσω νέφος
χρυσό που μήδ' ο Ήλιος ανάμεσα θα βλέπει,
περαστικόν αν έχει φως, τα πάντα να ξανοίγει».
Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.
Και η θεία γη τους έβγαλε χλωρό χορτάρι νέο,
κρόκον, τριφύλλι τρυφερό και φουντωμένα κρίνα,
που τους βαστούσαν μαλακά την γην να μην εγγίζουν.
Σ' αυτά πλαγιάσαν με χρυσήν νεφέλην τυλιγμένοι
ωραίαν, οπού λαμπερές τους έραινε σταλούλες.
Έτσι στο Γάργαρον ψηλά, καθώς τον συνεπήραν
ύπνος και πόθος ήσυχα κοιμόνταν ο πατέρας
στο πλάγι της συντρόφου του· και ο Ύπνος προς τα πλοία
των Αχαιών εχύθη ευθύς την είδησιν να φέρει
του γεωφόρου, κι έφθασε και του 'πε: «Ω Κοσμοσείστη,
μ' όλην σου τώρα την καρδιά βοήθα τους Αργείους
προσώρας καν να δοξασθούν, όσο κοιμάται ακόμη
ο Ζευς, που εγώ με κάρωμα γλυκό ζωσμένον έχω,
κι η Ήρα τον ξεγέλασε μαζί της να πλαγιάσει».
Κι έγυρ' ο ύπνος στων θνητών τα δοξασμένα γένη,
και να βοηθεί τους Δαναούς σφοδρότερ' αναμμένος
ο Ποσειδών και με κραυγήν εχύθη στους προμάχους:
«Ω Δαναοί, του Έκτορος θ' αφήσουμε και πάλιν
την νίκην, όπως δοξασθεί και κάψει τα καράβια;
Και το καυχάται τώρ' αυτός, εξ αφορμής που μένει
ο Αχιλλεύς ανάμερα της μάχης χολωμένος·
αλλά δεν βλάπτει αν λείπει αυτός, εάν εμείς οι άλλοι
αντιπαρακινούμενοι βοηθηθούμεν όλοι.
Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ, να το δεχθούμεν όλοι.
Ζωσθείτε τες τρανότερες πόχει ο στρατός ασπίδες,
τες κεφαλές σκεπάσετε με σπιθοβόλα κράνη,
πάρετε και φουκτώσετε τ' απέραντα κοντάρια,
και ας πάμε, εγώ θα 'μαι αρχηγός, και ο Πριαμίδης Έκτωρ
όσην και αν έχει ορμήν, θαρρώ δεν θα κρατήσει εμπρός μας.
Κι εάν ασπίδα έχει μικρήν ο ανδρείος ας την δώσει
του ανάνδρου, και τρανήν αυτός ασπίδ' ας ζώσει άλλην».
Τον λόγον του όλοι υπάκουσαν, και αυτούς τακτοποιούσαν
και λαβωμέν' οι βασιλείς, ο Ατρείδης Αγαμέμνων,
με τον Τυδείδην ο Οδυσσεύς και ολόγυρα επηγαίναν·
κι έβαζαν όλους τ' άρματα ν' αλλάξουν και οι γενναίοι
τα καλά παίρναν κι έδιναν των αγενών τ' αχρεία.
Και τ' άρματ' άμα εφόρεσαν τα ολόλαμπρα εκινήσαν·
εβάδιζ επικεφαλής ο Ποσειδών με ξίφος
τρομακτικό, μακρύτατο στην δυνατήν παλάμην,
ως αστραπήν, οπού μ' αυτό να σμίξει στον αγώνα
δεν συγχωρείται αλλά κρατεί τους άνδρες μόν' ο τρόμος·
και ο μέγας Έκτωρ αντικρύς εσύνταζε τους Τρώας.
Κι έριδα τότε φοβερήν ετέντωσαν πολέμου
ο μακροχαίτης Ποσειδών και ο λαμπρισμένος Έκτωρ,
των Τρώων τούτος πρόμαχος, των Δαναών εκείνος.
Και η θάλασσα προς τες σκηνές ανέβη και τα πλοία
κι εκείνοι με σφοδρήν κραυγήν ν' ανταμωθούν ορμούσαν.
Τόσο στους βράχους δεν βοά το κύμα της θαλάσσης
που από το πέλαγ' ο Βοριάς φυσομανώντας σπρώχνει·
τόσος δεν είναι της φωτιάς ο κρότος εις το δάσος
του όρους όταν άρχισε και όλα τα δένδρα καίει·
ουδέ στα φουντωτά δρυά τόσος ο βρόντος είναι
του ανέμου που βοά πολύ· χειρότερ' από εκείνα,
όση εσηκώθηκε βοή των Αχαιών και Τρώων
την ώραν που αλαλάζοντας να συγκρουσθούν ορμήσαν.
Ο Έκτωρ πρώτος έριξε στον Αίαντα το δόρυ,
καθώς τον είχε ίσι' αντικρύ, κι εκτύπησε το μέρος
που ήσαν στο στήθος διπλωτά δυο κρεμαστάρια, το να
εις τ' ασημόκουμπο σπαθί και στην ασπίδα τ' άλλο.
Εκείνα του επροφύλαξαν το τρυφερό του σώμα.
Και ότι χαμέν' ακόντισεν ο Έκτωρ εχολώθη,
και στους συντρόφους σύρθηκε τον θάνατον να φύγει.
Και στην φυγήν τον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας·
πέτραν σηκώνει απ' τες πολλές, που εκ' ήσαν κυλημένες
στα πόδια των πολεμιστών, σκαριά για τα καράβια,
και τον βαρεί προς τον λαιμόν, επάνω απ' την ασπίδα·
σαν σβούρον τον ετράνταξε, κι έφερ' εκείνος γύρες·
καθώς στον κτύπον του πατρός Διός σύρριζο πέφτει
δέντρο και οσμή βαρύτατη θειάφης εκείθε βγαίνει·
και άνθρωπος που εγγύς το ιδεί ζαλίζεται από φόβον,
ότ' είναι ακαταμάχητος ο κεραυνός του Δία·
έτσι στο χώμα εβρόντησεν ο Έκτωρ και απολνάει
το δόρυ, πέφτ' η ασπίδα του, το κράνος πέφτει, και όλα
το χαλκοκόλλητ' άρματα στο σώμα του αντηχούσαν.
Κι οι Αχαιοί με αλαλαγμόν του εχύθηκαν θαρρώντας
πως θα τον σύρουν, και πυκνά του ακόντιζαν τα βέλη.
Αλλά δεν μπόρεσε κανείς ουδέ ν' ακρολαβώσει
τον μέγαν Έκτορα, ότι ευθύς οι πρώτοι πολεμάρχοι
ολόγυρά του εστήθηκαν, Αινείας, Πολυδάμας,
Αγήνωρ, Γλαύκος, Σαρπηδών, στρατάρχης των Λυκίων,
ούδ' έμενεν απόνετος γι' αυτόν κανείς των άλλων,
αλλ' όλοι εμπρός του πρόβαλαν τες κυκλωτές ασπίδες.
Και απ' τον αγώνα οι σύντροφοι στα χέρια τους τον πήραν
στους γοργούς ίππους πόστεκαν μακράν από την μάχην
εις την ωραίαν άμαξαν σιμά στον κυβερνήτην·
αυτοί στην πόλιν έφερναν τον ήρωα που εβογγούσε.
Και ότ' έφθασαν στο πέραμα του βαθυρρόου Ξάνθου,
του ποταμού που εγέννησεν ο αθάνατος Κρονίδης,
τον πέζευσαν και με νερό τον εδροσολογήσαν·
κι εκείνος πήρε αναπνοήν, κι εσήκωσε τα μάτια,
εκάθισε γονατιστά κι έφτυσε μαύρον αίμα·
έπεσε πάλι κι έκλεισε τα μάτια του σκοτάδι
και ακόμη απ' την πετροβολιά δαμάζετο η καρδιά του.
Και καθώς είδαν οι Αχαιοί να φύγει ο μέγας Έκτωρ
με δίψαν μάχης όρμησαν σφοδρότερην στους Τρώας.
Ο Οϊλείδης Αίας ο γοργός, μ' ακονητό κοντάρι,
πρώτος ορμώντας κτύπησε τον Σάτνιον που εγεννήθη
απ' τον βουκόλον Ήνοπα και από Ναϊάδα ωραίαν
νύμφην, στην ακροποταμιάν, που βρέχει ο Σαντιόεις.
Από σιμά τον πλήγωσεν ο Οϊλείδης στην λαπάραν·
ο νέος έπεσε νεκρός τ' ανάσκελα και μάχην
επάνω του έσμιξαν κακήν οι Δαναοί και οι Τρώες.
Ήλθεν εκείνου εκδικητής ο ανδρείος Πολυδάμας
κι εκεί τον Προθοήνορα του Αρηιλύκου αγόρι
στον δεξιόν ώμον κτύπησε· το δυνατό κοντάρι
τον πέρασε, κι έπεσε αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.
Και με τρομακτικήν φωνήν καυχήθη ο Πολυδάμας:
«Τώρα θαρρώ που ανώφελα δεν έριξα τ' ακόντι
του Πανθοΐδου η δυνατή παλάμη του γενναίου,
αλλ' ένας απ' τους Αχαιούς το επήρε εις το κορμί του,
θα το 'χει στήριγμα, θαρρώ, να κατεβεί στον Άδη».
Το καύχημά του επλήγωσε τα στήθη των Αργείων
και μάλιστα του Αίαντος του Τελαμωνιάδη
που εγγύς του έπεσε ο νεκρός· κι ευθύς την λόγχην ρίχνει
του Πολυδάμαντος εκεί που έφευγε, κι εκείνος
δίπλα πηδώντας ξέφυγε τον θάνατον και η λόγχη
επήρε τον Αρχέλοχον, του Αντήνορος αγόρι,
ότ' οι θεοί τον όλεθρον εκείνου αποφασίσαν.
Τον κτύπησ' όπου δένεται με το κεφάλι ο σβέρκος
μες στο σφονδύλι κι έκοψε και τα δυο νεύρα η λόγχη
και ως έπεσ' εύρηκαν την γην καύκαλο, μύτη, στόμα,
πρώτα πολύ πριν σωριαστούν τα γόνατα και οι κνήμες.
Και ο Αίας τότ' εφώναξε: «Μέτρα το, Πολυδάμα,
και την αλήθειαν λέγε μου· άνδρας δεν ήταν τούτος
άξιος του Προθοήνορος αντίτιμος να πέσει;
Αχρείος δεν μου φαίνεται μήτε από αχρείον γένος·
θα είν' αγόρ' ή αδελφός του Αντήνορος του ανδρείου.
Ότι πολύ την γενεάν εκείνου προσομοιάζει».
Και ό,τ' είπ' εγνώριζε καλά, κι επλήγωσε τους Τρώας·
κει τον Βοιώτιον πρόμαχον ελόγχισ' ο Ακάμας
προστάτης του νεκρού αδελφού που εκείνος ποδοσέρνει.
Κι έσυρ' ο Ακάμας κραυγητό, μεγάλως εκαυχήθη:
«Στα βέλη Αργείοι δοξαστοί, γενναίοι στες φοβέρες,
στο εξής δεν θα χουμεν εμείς τον μόχθον και τον θρήνον
μόνοι, αλλ' ως έπεσεν αυτός, θα βρει και σας ο φόνος.
Σας έστρωσα τον Πρόμαχον στον ύπνον του θανάτου,
ογρήγορα να εκδικηθώ τον φόνον του αδελφού μου.
Για τούτο καθείς εύχεται, κάποιος ν' απομείνει
αυτάδελφος, εκδικητής, αν συμφορά τον έβρει».
Το καύχημά του επλήγωσε στα σπλάχνα τους Αργείους,
μάλιστα τον Πηνέλαον· πετάχθη ο πολεμάρχος
εις τον Ακάμαντα, και αφού δεν δέχθη την ορμήν του,
τον Ιλιονέα κτύπησεν, αγόρι αγαπημένο
του πολυάρνου Φόρβαντος, που από τους Τρώας όλους
υπεραγάπησ' ο Ερμής, και επλούτισε περίσσα.
Τον Ιλιονέα μόνο υιόν του γέννησε η μητέρα·
κείνον κτυπά μες στου οφθαλμού τες ρίζες και το δόρυ
την κόρην βγάζει, του τρυπά τον οφθαλμόν και φθάνει
στο ζνίχι· κι έπεσεν αυτός με πετακτές αγκάλες.
Κι ευθύς σύρει ο Πηνέλαος το ακονισμένον ξίφος·
στην μέσην κόφτει τον λαιμόν και χάμω με το κράνος
κατρακυλά την κεφαλήν· κι ήταν στο μάτι ακόμα
η λόγχη· και το καύκαλο σηκώνει, ως παπαρούνα,
ψηλά των Τρώων δείχνει το και υπερηφάνως είπε:
«Να ειπείτε, ω Τρώες, χάριν μου, των ποθητών γονέων
του Ιλιονέως του λαμπρού στο σπίτι να τον κλάψουν·
και του Προμάχου ως και η γυνή του Αλεγηνορίδου
δεν θα δεχθεί περίχαρη τον ποθητόν της άνδρα,
όταν θα κάμουμε πανιά να φύγουμε απ' την Τροίαν».
Είπε, και όλων έπιασε τα γόνατα τρομάρα,
και από τον όλεθρον καθείς πώς να ξεφύγει εκοίτα.
Μούσες, του Ολύμπου κάτοικες, διδάξετέ με τώρα,
ποιος πρώτος απ' τους Αχαιούς με λάφυρα εδοξάσθη
αφού την μάχην έκλινεν σ' αυτούς ο κοσμοσείστης.
Πρώτος τον Ύρτιον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας,
τον Γυρτιάδην των Μυσών των ανδρειωμένων άρχον·
τον Μέρμερον ο Αντίλοχος φονεύει και τον Φάλκην·
τον Μόρυν και Ιπποτίωνα βροντά ο Μηριόνης
και ο Τεύκρος τον Προθόωνα και ομού τον Περιφήτην,
Τον άρχον Υπερήνορα εκτύπησεν ο Ατρείδης
εις την λαπάραν κι έφαγε τα σπλάχνα μέσα η λόγχη·
και από την ανοικτήν πληγήν επέταξε η ψυχή του
με ορμήν πολλήν, κι εσκέπασε τους οφθαλμούς του σκότος·
πολλούς ακόμη έστρωσεν ο γρήγορος Οϊλείδης,
ο μόνος με τα πόδια του καλός να καταφθάσει
τους άνδρες, όταν στην ψυχήν τρόμον τους βάλει ο Δίας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β΄

ΌΜΗΡΟΥ ΌΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Α΄

ΌΜΗΡΟΥ ΌΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Θ΄