ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ι΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ

               ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ι΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Αυτού οι Τρώες φύλαγαν· αλλά θαυμάσιος φόβος
αδέλφι της φρικτής φυγής τους Αχαιούς παγώνει,
κι έκρουε λύπη αβάστακτη τους πρώτους των ανδρείων.
Και ως άνεμοι στην θάλασσαν κινούν αντάμα δύο,
εάν Βοριάς και Ζέφυρος ορμούν από την Θράκην
έξαφνα· κορυφώνεται το κύμα και μαυρίζει
και φύκι χύνεται πολύ στην άκραν της θαλάσσης·
ομοία ζάλη εχώριζε των Αχαιών τα στήθη.
Και μ' άκρον πόνον στην ψυχήν ο Ατρείδης εγυρνούσε
τους ψιλοφώνους κήρυκες αμέσως να προστάξει
τους Αχαιούς εις σύνοδον σιγά να συναθροίσουν
καλώντας τους κατ' όνομα κι εργάζετο αυτός πρώτος.
Κι εκάθιζαν περίλυποι· και ορθός ο Αγαμέμνων
έστεκε δάκρυα χύνοντας, μαυρόνερη ωσάν βρύση
που εις βράχον χύνει απάτητον τα σκοτεινά νερά της.
Και βαριαναστενάζοντας ομίλει των Αργείων:
«Ω αγαπημένοι μου αρχηγοί, προστάτες των Αργείων,
βαριά πολύ μ' ετύφλωσε και μ' έμπλεξε ο Κρονίδης.
Ο άσπλαχνος, μου έταξε την πυργωμένην Τροίαν
πως θα πορθήσω κι ένδοξος θα γύρω στην πατρίδα
κι ιδού κακά μ' απάτησε και στ' Άργος να γυρίσω
άδοξα, θέλει, αφού λαός πολύς εχάθη αδίκως.
Ναι, τούτο αρέσει ως φαίνεται του υπερηφάνου Δία,
οπού πολλών πολιτειών η άκρα δύναμις του
τες κορυφές εξέκαμε και ακόμη θα ξεκάμει.
Αλλά δεχθείτε ό,τι θα ειπώ· να φύγομε σας λέγω
όλοι με τα καράβια μας για την γλυκιά πατρίδα
ότι δεν γίνεται ποτέ να πάρομεν την Τροίαν».
Είπεν αυτά και σώπαιναν, άφωνοι εμείναν όλοι·
ώραν πολλήν οι Αχαιοί εσίγησαν θλιμμένοι·
κι έκοψε τέλος την σιωπήν ο ανίκητος Τυδείδης:
«Σε πρώτα, οπού παραλογας, θα πολεμήσω Ατρείδη·
δεν θα θυμώσεις, Κύριε· συνόδου τάξις είναι.
Συ πρώτα εμπρός των Δαναών μ' ονείδισες πως είμαι
απόλεμος, δειλόψυχος, κι οι Αχαιοί γνωρίζουν
αν την αλήθειαν έλεγες, και γέροντες και νέοι.
Και από τα δώρα ο πάνσοφος Κρονίδης σου δωκ' ένα
εάν, την δόξαν σου 'δωκε του σκήπτρου επάνω σ' όλους·
το υπέρτατον δεν σου 'δωκε το δώρον της ανδρείας.
Παράδοξε, τόσο άνανδρα και απόλεμα τωόντι
έκρινες τ' Αχαιόπαιδα στα λόγια που προφέρεις;
Και πρόθυμος αν είσαι συ να γύρεις στην πατρίδα,
πήγαινε, ο δρόμος έτοιμος και αυτού στο περιγιάλι
τα τόσα πλοία πόφεραν εσέν' απ' την Μυκήνην.
Πλην άλλοι ανδράγαθοι Αχαιοί θα μείνουν ως το τέλος,
την Τροίαν να πορθήσομεν· και τούτοι πάλι ας φύγουν,
αν θέλουν, στην πατρίδα τους, και στον αγώνα μόνος
θα μείνω με τον Σθένελον, ώσπου να πέσ' η Τροία,
όπως μας έστειλεν εδώ των αθανάτων γνώμη».
Είπε, κι οι Αχαιόπαιδες μ' αλαλαγμούς τον στέρξαν,
ως του Τυδείδη εθαύμασαν τον λόγον του ιπποδάμου.
Τότε σηκώθηκε ο ιππευτής ο Νέστωρ να ομιλήση:
«Τυδείδη, και στον πόλεμον εξόχως είσαι ανδρείος,
και εις την βουλήν υπερτερείς πολύ των ομηλίκων.
Και λόγον είπες, που Αχαιός κανείς δεν θέλει ψέξει
ή θα σου αντείπει· αλλ' άφησες το πλήρωμα των λόγων.
Και νέος είσαι, ώστε παιδί να λέγεσαι δικό μου
μπορούσες υστερόγεννο· και όμως ορθά τα λέγεις
προς τους Αργείους βασιλείς· αλλ' ως ανώτερός σου
στους χρόνους, όλον φανερά θα ειπώ τον στοχασμόν μου,
και δεν θ' αφήσω τίποτε· ουδέ θέλει αψηφήσει
κανείς τον λόγον μου, ούδ' αυτός ο μέγας Αγαμέμνων.
Νόμον δεν έχει ούτε φυλήν, αλλ' ούτε εστίαν έχει
που τον εμφύλιον πόλεμον, τον άγριον, αγαπάει.
Πλην τώρ' ας υπακούσομεν στην μαύρην νύκτα και όλοι
το δείπνο ας ετοιμάσομεν, και φύλακες απ' έξω
του τείχους εις τον χάνδακα σιμά να ξενυκτήσουν.
Των νέων τούτο εσύστησα· και αρχήν, Ατρείδη, σ' άλλα
συ κάμε, ως είσαι υπέρτατος των άλλων ηγεμόνων.
Εις δείπνον συ τους γέροντες προσκάλεσε· σου πρέπει·
είναι οι σκηνές σου από κρασιά γεμάτες, που απ' την Θράκην
σου φέρουν καθημερινώς των Αχαιών τα πλοία,
και όλα σου υπάρχουν τα καλά δια να φιλοξενήσεις.
Όπου πολλοί θα συναχθούν, πολλές θ' ακούσεις γνώμες·
συ δέξου την καλύτερην· και ανάγκην έχομ' όλοι
γνώμης ορθής, γνώμης σοφής· οι εχθροί μας κάνουν τόσα
πυρά σιμά στα πλοία μας· να το χαρεί ποιος είναι;
Η νύκτα τούτη τον στρατόν θα σώσ' ή θ' αφανίσει».
Είπεν αυτά και υπάκουσαν εκείνοι στην φωνήν του
τότε τους νυκτοφύλακες με τ' άρματά τους όλα
εκίνησαν του Νέστορος ο υιός, ο Θρασυμήδης,
Ασκάλαφος και Ιάλμενος, παιδιά και οι δυο του Άρη,
Μηριόνης και Δηίπυρος και με τον Αφαρέα
του Κρείοντος το υπέρλαμπρον αγόρι ο Λυκομήδης.
Οι πολεμάρχ' ήσαν επτά κι είχ' εκατόν καθένας
αγόρια, οπού με μακριά κοντάρι ακολουθούσαν.
Και ανάμεσα στον χάνδακα καθίσαν και στο τείχος,
φωτιάν ανάψαν κι έκαμαν το δείπνον του καθένας.
Των Αχαιών τους γέροντες συνάθροισεν ο Ατρείδης
εις την σκηνήν του κι έβαλεν ευφραντικό τραπέζι,
τα χέρι' απλώσαν στα έτοιμα φαγιά που εμπρός τους είχαν.
Και του φαγιού και του πιοτού την όρεξη αφού σβήσαν,
πρώτος ο γέρος άρχισε σκέψιν εμπρός να φέρει,
ο Νέστωρ, οπού η γνώμη του ως πρώτα επροτιμήθη·
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε:
«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
από εσέ θα κάμω αρχήν, σ' εσέ θα κάμω τέλος.
Πολλών λαών είσαι αρχηγός και σου 'δωκε ο Κρονίδης,
δια να βουλεύεσαι σ' αυτούς, και νόμιμα και σκήπτρο,
όθεν εξόχως πρέπει συ να λέγεις και ν' ακούεις
και να εκτελείς ό,τι αγαθόν και του άλλου ο νους εμπνέει·
το έργον θα κρέμεται από εσέ, 'πόδειξ' εκείνου ο λόγος.
Και άκουσε αυτό που ορθότερον απ' όλα εγώ νομίζω.
Ότι, θαρρώ, καλύτερα δεν θα σκεφθεί κανένας
απ' ό,τι σκέφθηκ' απ' αρχής, αφού του χολωμένου
Πηλείδη μέσ' απ' την σκηνήν την κόρην Βρισηίδα
επήρες, ω διογέννητε, στην γνώμην μου εναντίον
και αν και πολύ σ' εμπόδιζα και σε παρακαλούσα,
μόνον την μεγαλόκαρδην υπάκουσες ψυχήν σου·
κι εξαίσιον άνδρα αψήφησες που και οι θεοί δοξάσαν·
και το βραβείον του κρατείς· αλλά και τώρ' ακόμη
πώς να τον ειρηνεύσομεν ας στοχασθούμεν όλοι
με πολλά δώρα πρόσχαρα και λόγια μελωμένα».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Όλες μου είπες γέροντα, σωστά τες αμαρτίες.
Έσφαλα, 'ναι, τ' ομολογώ· αντί πολλών αξίζει
λαών ο άνθρωπος που ο Ζευς ολόψυχ' αγαπήσει.
Ως τώρα τούτον τίμησε, κι εμάς έχει αφανίσει,
αλλ' αν και τόσο ελεεινά τυφλώθη τότε ο νους μου
να το διορθώσω επιθυμώ με ξαγοράν πλουσίαν.
Και ιδού τα δώρα υπέρλαμπρα, που εγώ θα του προσφέρω·
άκαυτοι τρίποδες επτά, χρυσού τάλαντα δέκα,
είκοσι λέβητες λαμπροί και δώδεκα γενναίοι
ίπποι που εκέρδισαν πολλά τα πόδια των βραβεία·
αγροί και πολυτίμητο χρυσάφι δεν θα ελείπαν
του ανδρός, οπού θα ελάμβανε τα πλούτη απ' τα βραβεία,
όσ' απ' τες νίκες έλαβα των μονονύχων ίππων,
κι επτά Λεσβίδες άξιες σ' έργα λαμπρά θα δώσω,
που όταν την Λέσβον πόρθησεν αυτός, είχε διαλέξει
εύμορφες που των γυναικών το γένος ενικούσαν.
Τούτες θα δώσω και μ' αυτές θα είναι η Βρισηίδα
οπού του επήρα· κι ενταυτώ θα ομόσω μέγαν όρκον,
ότι στην κλίνην της ποτέ μαζί της δεν ανέβην
ως των ανθρώπων, γυναικών και ανδρών, το θέλει ο πόθος.
Και τούτ' αμέσως θα δοθούν· και αν οι θεοί θελήσουν
την υψηλήν να ρίξομεν την πόλιν του Πριάμου,
ας πάρει, όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν,
από χρυσόν και χάλκωμα γεμάτο ένα καράβι,
κι είκοσι Τρωαδίτισσες γυναίκες ας διαλέξει,
που μόν' η Ελέν' η Άργισσα στο κάλλος θα υπερβαίνει.
και στ' Άργος το Αχαϊκόν, της γης μαστάρι, αν φθάσει,
γαμπρόν τον θέλω αγαπητόν, ως έχω τον Ορέστην,
που χαίρετ' όλα τα καλά μονάκριβό μου αγόρι.
Στο στερεό μου μέγαρο τρεις έχω θυγατέρες·
από τες τρεις αδώρητα στο σπίτι του Πηλέως
ας φέρ' ή την Χρυσόθεμιν ή και την Λαοδίκην
ή και την Ιφιάνασσαν και θα της δώσω δώρα
όσα κανείς στην κόρη του δεν έδωκε πατέρας.
Κι οι εξής είναι οι περίφημες που θα του δώσω χώρες:
Φηρές το θείον πόλισμα, Ενόπη, Καρδαμύλη,
Ιρή χλοώδης, Πήδασος αμπελοφόρος όλη,
Αίπεια λαμπρή και Άνθεια με το παχύ γρασίδι.
Όλες ακρόγιαλα σιμά, με την αμμώδη Πύλον.
Κι οι εγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι με δώρα
θα τον τιμήσουν ως θεόν και αφθόνως θα του δίδουν
τα διορισμένα δίκαια, στο σκήπτρον αποκάτω.
Τούτα τα υπόσχομαι, αν αυτός απ' τον θυμόν του παύσει.
Ας πραϋνθή – απράϋντος και άσπονδος είν' ο Άδης,
δια τούτο μόνος των θεών μισείται απ' τους ανθρώπους –
σ' εμέν' ας κλίνει, ανώτερος ως είμαι βασιλέας,
και ως δια την ηλικίαν μου να προτιμώμαι αρμόζει».
Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος ιππότης του αποκρίθη:
«Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
τα δώρα δεν είναι μικρά που δίδεις του Πηλείδη·
και άνδρες ας στείλουμ' εκλεκτούς στον θείον Αχιλλέα,
και ας ξεκινήσουν γρήγορα να φθάσουν στην σκηνήν του.
Και ακούτε να τους δείξω εγώ, κι εκείνοι ας υπακούσουν.
Ο Φοίνιξ ο διίφιλος θα 'ναι οδηγός και πρώτος,
ο μέγας Αίας έπειτα και ο θείος Οδυσσέας,
κατόπιν των οι κήρυκες Οδίος κι Ευρυβάτης.
Νίψιμο φέρτε και σιγήν κηρύξετ' ευλαβείας
δια να ευχηθούμεν έλεος προς τον πατέρα Δία».
Είπε και εις όλους αρεστός εφάνη εκείνου ο λόγος.
Και τα νερά τους έχυσαν οι κήρυκες στα χέρια,
και αφού κρατήρες με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι
έδωκε σ' όλους απαρχήν στα γεμιστά ποτήρια,
και αφού σπονδίσαν κι έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή των,
από του Ατρείδη την σκηνήν εβγήκαν κι εκινήσαν.
Και ο Νέστωρ σύσταινε σ' αυτούς με λόγον και με ντύμα
στον Οδυσσέα μάλιστα πολύ να προσπαθήσουν
να πείσουν όπως δύνανται τον άψογον Πηλείδην.
Και ως πήγαιναν ακρόγιαλα στον Ποσειδώνα ευχόνταν
την μεγαλόκαρδην ψυχήν να πείσουν του Αχιλλέως.
Στων Μυρμιδόνων τες σκηνές εφθάσαν και στα πλοία,
κι ήβραν αυτόν το πνεύμα του να τέρπει με γλυκείαν
καλήν κιθάραν τεχνικήν μ' ολάργυρον τον πήχυν,
που διάλεξ' απ' τα λάφυρα την πόλιν όταν πήρε
του Αετίωνος· αυτός και την ψυχήν μ' εκείνην
ιλάρωνε, και των ανδρών τες δόξες ετραγούδα.
Και ο Πάτροκλος εκάθονταν απέναντί του μόνος
σιωπηλός κι ανάμενε να παύσει το τραγούδι.
Ωστόσο αυτοί προχώρησαν, και πρώτος ο Οδυσσέας,
κι εμπρός του εστάθηκαν ορθοί· πετάχθη ξιπασμένος,
απ' το θρονί του μ' όλην του τη φόρμιγγα ο Πηλείδης·
ο Πάτροκλος σηκώθηκε και αυτός άμα τους είδε.
«Χαίρετε, ω φίλοι μου ακριβοί, τους είπεν ο Αχιλλέας,
- θα είναι ανάγκη φοβερή - σεις είσθε αγαπητοί μου,
όσο κανείς των Αχαιών, και ας είμαι χολωμένος».
Παράμερα τους έμπασεν ο θείος Αχιλλέας
και τους εκάθισε εις θρονιά με τάπητες ωραίους,
και του Πατρόκλου είπεν ευθύς: «Τρανότερον κρατήρα,
Μενοιτιάδη, στήσε τους, και με κρασί γενναίο
συγκέρνα τον, κι ετοίμασε του καθενός ποτήρι.
Ότ' είναι άνδρες ακριβοί στην σκέπην μου αποκάτω».
Υπάκουσεν ο Πάτροκλος τον ποθητόν του φίλον·
και αυτός εις κρεατοσάνιδο, στην φωτεινήν γωνίαν
αρνιού την πλάτην έριξε κι ερίφι σαρκωμένο
με χοίρου νώτον πόλαμπε στο πάχος κι ο Αυτομέδων
του τα εβαστούσε κι έκοφτεν ο θείος Αχιλλέας.
Και αφού τα λιάνισ' εύμορφα, τα πέρασε στες σούβλες,
και ωστόσο φωτιάν άναφτεν ο Πάτροκλος μεγάλην
και όταν εκάηκε η φωτιά και όλη εμαράνθ' η φλόγα
αφού τ' ανθράκια έστρωσεν άνω στους ψήστες βάζει
τες σούβλες και στα κρέατα το άγιο ρίχνει αλάτι.
Και αφού εψηθήκαν τα 'συρεν επάνω στες σανίδες,
και ο Πάτροκλος εις κάνιστρα λαμπρά τον άρτον φέρνει
στην τράπεζαν, και ο Αχιλλεύς τα κρέατα μοιράζει.
Κι εκάθισεν απέναντι του θείου Οδυσσέως
κι επρόσταξε τον φίλον του την προσφοράν να κάμει,
και ο Πάτροκλος τες απαρχές στες φλόγες παραδίδει
Άπλωσαν τότε στα έτοιμα καλά που εμπρός τους είχαν.
Και αφού σ' εκείνα ευφράνθηκαν, του Φοίνικος ο Αίας
έκαμε νεύμα· ενόησεν ο Οδυσσεύς ο θείος,
ένα ποτήρι εγέμισε κι επρόπιε του Αχιλλέως:
«Χαίρε, Αχιλλέα· μήτ' εδώ και μήτε στου Ατρείδη
εις την σκηνήν παράπονο δεν έχομε του δείπνου,
και άφθονα υπάρχουν τα καλά στο ισόμοιρο τραπέζι.
Τον νουν όμως δεν έχομε στο ευφραντικό τραπέζι,
αλλά μεγάλην συμφοράν με τρόμον έμπροσθέν μας
βλέπομε· τώρα θα σωθούν ή θα χαθούν τα πλοία,
αν μη εσύ, διόθρεπτε, ζωσθείς την δύναμίν σου.
Ότι εκαθίσαν μεταξύ του τείχους και των πλοίων
οι Τρώες οι απότολμοι με τους βοηθούς των όλους.
Και άναψαν μύρια πυρά, και λέγουν ότι πλέον
δεν θα σταθούν και ακράτητοι θα πέσουν στα καράβια -
σ' αυτούς αστράφτει, φανερό καλό σημάδι, ο Δίας.
Μανίζει ο Έκτωρ μ' έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του,
και στον Κρονίδην θαρρετός θνητούς δεν συλλογιέται
μήτε θεούς, και φοβερή μέσα του λύσσα εμπήκε.
Κι η θεία πότε να 'λθ' Ηώς παρακαλεί και πρώτα
να κόψει αυτός τ' ακρόπρυμνα καυχάται και τα πλοία
με πυρ να κάψει φλογερό και ως ο καπνός θα διώχνει
εδώ κι εκεί τους Αχαιούς να τους εξολοθρεύσει.
Πολύ φοβούμαι μην αυτά που φοβερίζει εκείνος
του τα εκτελέσουν οι θεοί, και η μοίρα μας στην Τροίαν
θέλει να πέσουμε, μακράν απ' το ιπποτρόφον Άργος.
Αλλ' άσ' τα, αν θέλεις, αν και αργά, των Αχαιών τα τέκνα
να σώσεις απ' τον τάραχον και την ορμήν των Τρώων.
Λύπην θα το 'χεις έπειτα και συ, και γενναμένο
κακό δεν διορθώνεται· αλλ' έγκαιρα στοχάσου
τους Δαναούς απ' την κακήν ημέραν να φυλάξεις·
τι σου 'λεγε ο πατέρας σου, γλυκέ μου, την ημέραν
οπού στον Αγαμέμνονα σε έστελνε απ' την Φθίαν;
«Τέκνον, τες νίκες η Αθηνά κι η Ήρα θα σου δώσουν
αν το θελήσουν, αλλά συ στο στήθος θα δαμάσεις
την μεγαλόκαρδην ψυχήν· προτίμα να 'σαι πράος·
άπεχε απ' την κακόπρακτην την έριδα, ώστε πλέον
θα σε τιμήσουν οι Αχαιοί και γέροντες και νέοι».
Αυτά και συ τα λησμονείς, που εσύσταινεν ο γέρος·
αλλά πραΰνου· τον θυμόν, πληγήν φαρμακωμένην,
παύσε όσο ακόμα είναι καιρός· και ο Ατρείδης θα σου δώσει
αντάξια δώρ' αν προτιμάς της έχθρας την φιλίαν.
Και ιδού πόσα υποσχέθηκε προτώρα στην σκηνήν του:
Άκαυτοι τρίποδες επτά, χρυσού τάλαντα δέκα,
είκοσι λέβητες λαμπροί και δώδεκα γενναίοι
ίπποι, που με τα πόδια των πήραν πολλά βραβεία,
από χρυσόν βαρύτιμον και τόπον σιτοφόρον
πλούσιος θα ήτ' ο άνθρωπος που να 'χει τα βραβεία
όσα του Ατρείδη εκέρδισαν τα δυνατά πουλάρια.
Κι επτά γυναίκες άξιες σ' έργα λαμπρά θα δώσει
που, όταν την Λέσβον έριξες, εδιάλεξεν εκείνος,
κι ενίκων εις την ευμορφιάν των γυναικών τα γένη.
Τούτες θα δώσει· και μ' αυτές θα είναι η Βρισηίδα
οπού σου επήρε κι ενταυτώ θα ομόσει μέγαν ορκον
που δεν ανέβηκε ποτέ μαζί της εις την κλίνην,
ως άνδρας κάμνει και γυνή στο γένος των ανθρώπων
και τούτ' αμέσως θα δοθούν· κι οι αθάνατοι αν θελήσουν
την υψηλήν να ρίξουμε την πόλιν του Πριάμου,
να πάρεις, όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν,
χρυσόν και χάλκωμ' αρκετό καράβι να φορτώσεις.
Κι είκοσι Τρωαδίτισσες γυναίκες να διαλέξεις
θαυμάσιες δια το κάλλος των κατόπιν της Ελένης.
και στ' Άργος το Αχαϊκόν, της γης μαστάρι, αν φθάσει,
γαμβρόν σε θέλει, αγαπητόν ως έχει τον Ορέστην
που χαίρεται όλα τα καλά, μονάκριβό του αγόρι.
Στο στερεό του μέγαρο τρεις έχει θυγατέρες·
από τες τρεις αδώρητα, στο σπίτι του Πηλέως
φέρε ή την Χρυσόθεμιν ή και την Λαοδίκην
ή και την Ιφιάνασσαν, και θα της δώσει δώρα
όσα κανείς στην κόρην του δεν έδωκε πατέρας.
Χώρες περίφημες επτά της δίδει, την Ενόπην,
την Αίπειαν και την Πήδασον, αμπελοφόρον όλην,
την Καρδαμύλην, την Ιρήν, χλοώδη, την αγίαν
πόλιν Φηρών, την Άνθειαν με το βαθύ γρασίδι,
όλες ακρόγιαλα σιμά με την αμμώδη Πύλον.
Κι οι εγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι, με δώρα
θα σε τιμήσουν ως θεόν, και αφθόνως θα σου δίνουν
τα διορισμένα νόμιμα στο σκήπτρον σου αποκάτω.
Αυτά θα δώσει, αν τον θυμόν αφήσεις, ο Αγαμέμνων.
Και τον Ατρείδην αν μισείς και όσα προσφέρνει δώρα,
λυπήσου των Παναχαιών το στράτευμα που πάσχει.
Θα σε τιμήσουν ως θεόν ότι θα λάβεις δόξαν
λαμπράν απ' όλους, επειδή συ τώρα να κτυπήσεις
θα δυνηθείς τον Έκτορα που εμπρός σου θα 'λθει, ως είναι
από την λύσσαν του τυφλός, και λέγει ότι δεν έχουν
τον όμοιόν του οι Δαναοί, όσ' ήλθαμε στην Τροίαν».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Λαερτιάδη ευρετικέ, διογένννητε Οδυσσέα,
ίσια θα ειπώ και καθαρά την ομιλία όλην
καθώς φρονώ και ασάλευτη θα μείν' η θέλησίς μου,
ώστε να μη προσκλαίεσθε καθήμενοι σιμά μου.
Ότι μου είναι μισητός, όσο του Άδ' οι πύλες,
κείνος που κρύβει άλλο στον νουν και άλλο στο χείλος έχει.
Και ό,τι εγώ κρίν' ορθότερον θα ειπώ· μήτ' ο Αγαμέμνων,
μήτε των άλλων Αχαιών κανείς δεν θα με πείσει
χάριν δεν είχε ο πόλεμος που αδιάκοπα εκρατούσα
με τους εχθρούς, αφού και αυτός που απέχει από την μάχην
και αυτός που σφόδρα πολεμεί, μερίδα ομοίαν παίρνουν.
Ίσα τιμάτ' ο άνανδρος με τον ανδρειωμένον.
Πολλά και αν πράξεις και άνεργος αν μείνεις, αποθνήσκεις.
Τι κέρδος τάχα μ' άφησε το να ταλαιπωρούμαι
και την ζωήν μου εις κίνδυνον να βάζω πολεμώντας;
Και ως την χαψιά στ' απτέρωτα μικρά της δίδ' η μάνα,
άμα την έβρει, πλην αυτή ζωήν καλήν δεν έχει,
κι εγώ πολλές αγρύπνησα νυκτιές και τες ημέρες
περνούσα αιματοστάλακτες μ' εχθρούς ανδρειωμένους
μαχόμενος, εξ αφορμής των γυναικών τους μόνον.
Και με τα πλοία δώδεκα έχω πατήσει χώρες,
και πάλιν ένδεκα πεζός στην κάρπιμην Τρωάδα.
Και απ' όλες θησαυρούς πολλούς επήρα και του Ατρείδη
ευθύς όλα επαράδιδα, και αυτός στα κοίλα πλοία
σιμά, μένοντας ήσυχος τα εδέχετο και μέρος
ολίγο εμοίραζε, πολλά κρατούσε, και ως βραβεία
των βασιλέων έδιδε και πολεμάρχων άλλα.
Σ' αυτούς τ' αφήνει, και απ' εμέ και μόνον πήρε οπίσω
την ποθητήν μου· ας τέρπεται σιμά της ξενυκτώντας.
Τι τους Αργείους έφερε να πολεμούν τους Τρώας;
Τι τόσα πλήθη εσύναξε και ανέβασεν ο Ατρείδης
εδώ; Δεν είν' εξ αφορμής της εύμορφης Ελένης;
Οι Ατρείδες τες γυναίκες των μόνοι αγαπούν στον κόσμον;
Κάθε καλός και φρόνιμος πόνον και αγάπην έχει
εις την δικήν του σύντροφον· και αυτήν εγώ την κόρην,
αν και πολέμου λάφυρον, ολόψυχ' αγαπούσα.
Και τώρα που απ' τα χέρια μου επήρε το βραβείον
μ' απάτην, ας μη προσπαθεί τον γνώστην του να πείσει
και με τους άλλους βασιλείς και σε, Λαερτιάδη,
τρόπον ας έβρει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια.
Πολλά 'καμε χωρίς εμέ, και τείχος έχει κτίσει
και χάντακ' άνοιξε βαθύν, με πάλους εις το βάθος.
Πλην, του ανδροφόνου Έκτορος την ρώμην να εμποδίσει
δεν δύναται· και όταν εγώ με σας συμπολεμούσα,
ποτέ δεν ήθελεν αυτός την μάχην να κινήσει
μακράν από τα τείχη του, και μόνον ως τον φράξον
έφθασε των Σκαιών Πυλών· αυτού μ' έχει αντικρίσει
μίαν φοράν και μετά βιας εσώθη απ' την ορμήν μου.
Και αφού τον θείον Έκτορα να πολεμήσω πλέον
δεν θέλω, αύριον του Διός και όλων των αθανάτων
θα θυσιάσω, κι έπειτα στην θάλασσα θα σύρω
τα πλοία καλοφόρτωτα, και θα τα ιδείς αν θέλεις
πολύ πρωί μες στον βαθύν Ελλήσποντον να πλέουν
και μέσα να λαμνοκοπούν οι άνδρες μου με πόθον
κι εάν ταξίδι ο Ποσειδών καλό μου δώσει ο θείος,
στην καρποφόρον Φθίαν μου την τρίτην φθάνω ημέραν.
Πλούτη έχω αφήσει εκεί πολλά όταν στην Τροίαν ήλθα·
κι εδώθε χάλκωμα, χρυσόν και σίδερο θα πάρω,
και ωραίες κόρες λάφυρα δικά μου από τον κλήρον·
μου λείπει το βραβείον μου, που αυτός, που το 'χε δώσει,
το επήρε πίσω υβριστικώς, ο κραταιός Ατρείδης.
Και όλα ταύτα επιθυμώ να ειπείτε δημοσίως,
ώστε κι οι επίλοιποι Αχαιοί δι' αυτά ν' αγανακτήσουν,
και μη θαρρεύσει στο εξής να ξεπλανήσει και άλλον
ο αδιάντροπος· αλλά σ' εμέ δεν θα τολμήσει πλέον,
όσο και είναι αναίσχυντος τα μάτια να σηκώσει.
Έργο κανένα εγώ μ' αυτόν ουδέ συμβούλια θέλω·
μ' απάτησε, μ' αδίκησε· δεν με δολώνει πλέον.
Τόσο του αρκεί· και αμέριμνος στον όλεθρόν του ας τρέχει,
αφού τον νουν του αφαίρεσεν ο πάνσοφος Κρονίδης.
Τα δώρα του αποστρέφομαι και ουτιδανά τα κρίνω,
και αν δέκ, αν είκοσι φορές τόσα μου δώσει όσα έχει
και όσα κατόπι γίνεται να λάβει και όσα πλούτη
συρρέουν στον Ορχομενόν ή στες Αιγύπτιες Θήβες,
που ωσάν εκείνες θησαυρούς άλλη δεν έχει χώρα,
που πύλες έχουν εκατόν και από την κάθε πύλην
άνδρες περνούν διακόσιοι με τα ζεμέν' αμάξια·
ή όσ' η σκόν' είναι της γης ή ο άμμος της θαλάσσης,
την πληγωμένην μου ψυχήν δεν θα πραΰν' ο Ατρείδης
πριν μου πληρώσει ολόκληρον το μέγ' αδίκημά του.
Και του Αγαμέμνονος εγώ δεν παίρνω θυγατέρα,
στο κάλλος και αν με την χρυσήν συγκρίνεται Αφροδίτην
και αν έχει με την Αθηνά των έργων τα πρωτεία,
δεν θα την πάρω· ανώτερον ας έβρει βασιλέα
μέσ' απ' τους άλλους Αχαιούς, γαμβρόν που να του πρέπει.
Ότι αν με σώσουν οι θεοί και στην πατρίδα φθάσω,
κάπου θενά βρει δι' εμέ μίαν νύμφην ο πατέρας.
Ότι Αχαιίδες πάμπολλες η Ελλάς έχει κι η Φθία
κόρες προκρίτων δυνατών οπού δεσπόζουν χώρες,
και όποιαν θελήσω, σύντροφον θα κάμω ποθητήν μου.
Αυτού σφόδρα επεθύμησεν η ανδρική ψυχή μου
καλήν να πάρω σύντροφον και να χαρώ μαζί της
τα κτήματα όσ' απόκτησεν ο γέρος μου πατέρας.
Ότι δεν κρίνω θησαυρόν αντάξιον της ψυχής μου
ούδ' όσα η πόλις η λαμπρή κρατούσε της Ιλίου,
όταν πριν έλθουν οι Αχαιοί, καλήν ειρήνην είχε,
ούδ' όσα κλείει μέσα του το λίθινο κατώφλι
του μακροβόλου Απόλλωνος, στην πετρωτήν Πυθώνα.
Τρίποδες, μόσχους, πρόβατα, ίππους ξανθούς αν χάσεις,
πάλιν μ' αντάλλαγμ' αποκτάς ή λάφυρα τα παίρνεις.
Αλλ' η ψυχή μας λάφυρο δεν γίνεται, ούτε κτήμα,
αφού περάσει μια φορά το φράγμα των οδόντων.
Και ως λέγ' η Θέτις η θεά μητέρα μου, δυο μοίρες
εμέ φέρουν διάφορες στο τέλος του θανάτου.
Αν μείνω εδώ να πολεμώ την πόλιν του Πριάμου
η επιστροφή μου εχάθηκεν, αλλ' άφθαρτη θα μείνει
η δόξα μου· στην ποθητήν πατρίδα μου αν γυρίσω,
μου εχάθ' η δόξα, αλλ' έπειτα πολλές θα ζήσω ημέρες,
και δεν θα μ' έβρει γρήγορα το τέλος του θανάτου.
Και σας των άλλων θα 'λεγα να στρέψτε στην πατρίδα·
να ευρείτε μην ελπίσετε της υψηλής Ιλίου
το τέλος· και δεν βλέπετε πως ύψωσεν εμπρός της
ο Βροντητής το χέρι του κι εθάρρευσαν τα πλήθη;
Αλλά τώρα κινήσετε, και ως πρέπει των γερόντων,
σεις φέρετε το μήνυμα στων Αχαιών τους πρώτους,
ώστ' άλλον τρόπον να σκεφθούν καλύτερον στον νουν τους
τα πλοία των και τον λαόν των Αχαιών να σώσουν
διότι αυτό που εσκέφθηκαν στο χέρι τους δεν είναι,
δεν κατορθώνεται, αφού εγώ θα μείνω στον θυμόν μου.
Και ας μείνει εδώ να κοιμηθεί ο Φοίνιξ και άμα φέξει
καθώς θα κάμομε πανιά για την γλυκιάν πατρίδα,
μαζί μου ας έλθει, αν βούλεται· κι εγώ δεν θα τον βιάσω».
Είπε· κι εκείνοι εσίγησαν, άφωνοι μείναν όλοι,
από την σκληρήν άρνησιν, που ακούσαν, ξιπασμένοι.
Όσο που ο Φοίνιξ άρχισε, δακρύζοντας ως είδε
καταστροφή να κρέμεται στων Αχαιών τα πλοία:
«Αν στην πατρίδα σου εννοείς, λαμπρότατε Αχιλλέα,
να επανέλθεις και ο δεινός θυμός σου δεν σ' αφήνει
παντάπασι τα πλοία μας να σώσεις απ' τες φλόγες,
πώς, ω παιδί μου αγαπητό, μακράν σου 'δω να μείνω
μόνος; Και δια σε μ' έστελνεν ο γέρος σου πατέρας,
όταν στον Αγαμέμνονα εσ' έστελνε απ' την Φθίαν
νέον, ακόμη αμάθητον του φοβερού πολέμου
και των λαμπρών ομιλιών, όπου διακρίνοντ' άνδρες
δια τούτο εμέν' απόστειλε, σ' αυτά να σε διδάξω
ώστε να γίνεις έξοχος στον λόγον και στην πράξιν.
Ώστε από σε να χωρισθώ δεν ήθελα, παιδί μου,
κι εάν θεός μου υπόσχονταν το γήρας ν' αποξύσει
και να με κάνει ακρόνεον, ως ήμουν ότε πρώτα
την καλλιγύναικ' άφησα Ελλάδα, δια να φύγω
τον Ορμενίδη Αμύντορα πατέρα μου που ωργίσθη
σ' εμέ δι' ωραίαν παλλακήν, που αγάπα κι επροτίμα
απ' την μητέρα μου, και αυτή θερμά μ' επαρεκάλει
συχνά τόσο, που μ' έπεισε να πέσω με την νέαν
πρώτος, ώστε τον γέροντα ν' αποστραφεί κατόπιν.
Το νόησε ο πατέρας μου κι επρόφερε κατάραν,
στην κεφαλήν μου τες φρικτές καλώντας Ερινύες,
στα γόνατά του, σπέρμα μου ποτέ να μην καθίσει
κι ενέργησαν οι αθάνατοι την πατρικήν κατάραν,
ο χθόνιος Ζευς κι η άσπονδη στον Άδη Περσεφόνη.
Και στον θυμόν μου εσκέφθηκα να κόψω τον πατέρα·
αλλά μ' επράυνε θεός, άμ' έβαλε στον νουν μου
πόσους θ' ακούσ' ονειδισμούς απ' την φωνήν του κόσμου,
αν πατροφόνον οι Αχαιοί κατόπιν με ονομάσουν.
Τότε να περιφέρομαι στο σπίτι του πατρός μου
του θυμωμένου, αποστροφήν αισθάνετο η ψυχή μου.
Και ολόγυρά μου συγγενείς, εξάδελφοι και φίλοι
παρακαλούσαν με θερμώς να μην αναχωρήσω·
κι εσφάζαν αρνιά πάμπολλα, μόσχους πολλούς, κι εβάζαν
χοίρους πολλούς, όπ' έλαμπαν στο πάχος μες στην φλόγα
του Ηφαίστου να καψαλισθούν· και το κρασί επίναν
άφθον' από του γέροντος τα πήλινα πιθάρια.
Κι εννέα νύκτες έμειναν κοντά μου και αλλαζόνταν
στην φύλαξιν και την φωτιάν ακοίμητην κρατούσαν,
άλλην στης καλοτείχιστης αυλής μέσα στον γύρον
και άλλην στον πρόδρομον, εμπρός στην θύραν του θαλάμου·
και της νυκτός ότ' έφθασε το σκότος της δεκάτης,
τότ' έσπασ, αν και στερεήν, την θύραν του θαλάμου
και της αυλής επήδησα το τείχος και ούτε οι άνδρες
μ' εννόησαν που φύλαγαν, ούτε οι γυναίκες δούλες·
μακράν να φύγω εδιάβηκα 'πό την πλατιάν Ελλάδα
κι έφθασα στην καλόσβωλον, την αρνοθρόφον Φθίαν·
και ο βασιλέας ο Πηλεύς μ' εδέχθηκε εγκαρδίως,
και μ' είχε, ωσάν μονάκριβον υιόν έχει πατέρας,
που στα πολλά του υπάρχοντα θ' αφήσει κληρονόμον·
πολύν μου έδωκε λαόν και πλούτη και στης Φθίας
την άκρην άρχον μ' έστησε του γένους των Δολόπων.
Και ως είσ' εγώ σ' ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα,
με πολύν πόθον, επειδή δεν ήθελες ποτέ σου
εις δείπνον έξω ή σπίτι σου χωρίς εμέ να τρώγεις.
Στα γόνατά μου σ' έπαιρνα και σου 'διδα προσφάγι
κομμένο από τα χέρια μου, και το κρασί στο χείλος,
πολλές φορές μου έβρεξες στα στήθη τον χιτώνα
από κρασί, που, αδύναμο παιδάκι, εξεχειλούσες.
Εβασανίστηκα για σε, διότ' είχα στον νουν μου,
ότι μου αρνούντ' οι αθάνατοι παιδί της γενεάς μου,
και σε παιδί μου σ' έκαμα, ισόθεε Πηλείδη,
ώστε από θάνατον κακόν, αν τύχει να με σώσεις.
Αλλ' ας λυγίσει η αδάμαστη ψυχή σου, Αχιλλέα·
μην είσαι ανήλεος· κι οι θεοί συγκλίνουν, αν κι εκείνων
ανώτερ' είναι η αρετή και η δύναμις και η δόξα.
Και όμως την γνώμην των θεών οι άνθρωποι γυρίζουν
με κνίσσαν, με θυμίαμα, με προσευχές γλυκείες,
αν εις αυτούς ασέβησαν κι επράξαν ανομίαν,
Ότ' οι Ικεσίες του Διός του υψίστου θυγατέρες,
είναι χωλές, αλλήθωρες, στην όψιν ζαρωμένες
και φροντισμένες σέρνονται οπίσω από την Άτην.
Κι η Άτη στερεόποδη, γερή πολύ, προτρέχει
σ' όλην την γην και τους θνητούς προφθάνει ν' αδικήσει.
Και αυτές έρχονται πίσω της τ' αδίκημα να σιάσουν.
Και όποιος μ' ευλάβειαν δέχεται τες κόρες του Κρονίδη,
τον βοηθούν και ακρόασιν στες προσευχές του δίδουν·
και αν τες αρνείται αμάλακτος, παρακαλούν τον Δία
να στείλει ευθύς κατόπι του την Άτην, δια να πάθει
όμοια και αυτός και ολόκληρον το κρίμα να πλερώσει.
Και συ στες κόρες του Διός να δώσεις, ω Αχιλλέα,
το σέβας που και άλλων καλών πραΰνει την καρδίαν.
Ότι αν δώρα δεν έφερνεν και δεν εκήρυττ' άλλα
ο Ατρείδης, αλλά πάντοτε βαστούσε την οργήν του,
τότε δεν θα σου έλεγα ν' αφήσεις τον θυμόν σου,
να 'λθεις βοηθός των Αχαιών, όσην και αν είχαν χρείαν·
πλην τώρα δίδει σου πολλά και υπόσχετ' άλλα οπίσω,
και σου στειλ' άνδρες ταπεινά σ' εσένα να προσπέσουν
τους εκλεκτούς των Αχαιών και οπού 'ναι αγαπητοί σου.
Τους λόγους και τον δρόμον των συ μη καταφρονέσεις·
και ως τώρ' αν εχολεύεσο κατάκρισιν δεν είχες.
Και των ηρώων παλαιών αυτά μας λέγ' η φήμη,
κι εάν βαρύς εκάθιζε θυμός εις την ψυχήν τους,
αμάλακτοι δεν έμεναν στον λόγον και στα δώρα.
Τούτο ενθυμούμαι το συμβάν εγώ καιρών αρχαίων
ως έγινε· θα σας το ειπώ, σεις όλοι αγαπητοί μου.
Με τους ανδρείους Αιτωλούς εμάχοντο οι Κουρήτες
της Καλυδώνος έμπροσθεν κι εσφάζοντο με λύσσαν,
οι Αιτωλοί την πάντερπνην να σώσουν Καλυδώνα,
και να την πάρουν στην ορμήν της λόγχης οι Κουρήτες,
Ότ' η χρυσόθρονη Άρτεμις πληγήν τους είχε στείλει,
ότι απαρχές του θερισμού δεν πρόσφερεν εκείνης
ο Οινεύς· κι εχαίροντο οι θεοί την εκατόμβην όλοι,
αλλ' όχ' η κόρη του Διός· την είχε λησμονήσει
αυτός ή δεν το 'χε σκεφθεί· και ασέβησε μεγάλως·
θύμωσε η θεογέννητη παρθένα τοξοφόρα
και του 'στειλε δασόθρεπτον λευκόδοντ' άγριον χοίρον,
που στου Οινέως κάθισε το κάρπιμο χωράφι
και αφάνιζ' όλα ρίχνοντας μεγάλα δένδρα κάτω
όλα βγαλμένα σύρριζα με τ' άνθη των καρπών τους.
Ο Οινειδης ο Μελέαγρος τον φόνευσε με πλήθος
σκύλων και ανδρών που εσύναξε τριγύρω από τες χώρες·
ολίγοι το θεόρατο θεριό δεν θα νικούσαν,
που άνδρες ανέβασε πολλούς εις την πυράν του τάφου·
κι επάνω του άναψε η θεά πολλήν βοήν και αγώνα,
των ανδρειωμένων Αιτωλών και των Κουρήτων μάχην
του χοίρου δια την κεφαλήν και το δασύ του δέρμα.
Και όσ' ο δεινός Μελέαγρος τον πόλεμον βαστούσε,
πάντοτ' ενίκων οι Αιτωλοί κι εβιάζαν τους Κουρήτες
να μείνουν, αν κι ήσαν πολλοί, στα τείχη τους κλεισμένοι·
αλλ' όταν τον Μελέαγρον πήρε ο θυμός, που και άλλων
ανδρών των πλέον συνετών συχνά τα σπλάχνα καίει,
αφού με την μητέρα του χολώθη την Αλθαίαν,
με την Κλεοπάτραν έμενεν, ωραίαν νυμφευτήν του
που 'χε γεννησ' η Μάρπησσα καλόφτερνη Ευηνίνη,
και ο Ίδης, ο ανδρειότερος των τότε ανδρών ηρώων,
ώστε το τόξον έπιασε τον Φοίβον να κτυπήσει
γι' αγάπην της νεόνυμφης καλόφτερνης Μαρπήσσης.
Εκείνης βγάλαν οι γονείς παράνομ' Αλκυόνην,
ότι πικρόν παράπονον ωσάν της Αλκυόνος
θρηνολογούσε η μάνα της θλιμμένη, απ' ότε ο Φοίβος
Απόλλων απ' τον κόλπον της την πήρε ο μακροβόλος.
Σιμά της έτρεφεν αυτός την πίκραν της χολής του
απ' τες κατάρες της μητρός, που έκλαιε τον φόνον
του αδελφού της κι έκραζε και τους επουρανίους
θεούς, και με τα χέρια της την θρέπτραν γην κτυπώντας
στα γόνατά της καθιστή, στα δάκρυα πνιμένη,
τον Άδην και την φοβερήν καλούσε Περσεφόνην
να της φονεύσουν τον υιόν και στ' άπονά της σπλάχνα
η Εριννύς στο Έρεβος εδέχθη την κατάραν.
αλλ' ότε ακούσθη οχλοβοή και κτύπος εις τες πύλες
των πύργων που επροσβάλλοντο, των Αιτωλών οι γέροι
τον ικετεύαν κι έστειλαν ιερείς όσ' ήσαν πρώτοι,
να 'λθει βοηθός και υπόσχονταν μέγα να δώσουν δώρον·
να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρόν της Καλυδώνος
το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων,
εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο,
τ' άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι·
επρόσπεσε και ο γέροντας Οινεύς εις τον υιόν του
και ανέβηκεν εις του υψηλού θαλάμου το κατώφλι
ωσάν ικέτης κι έστιε τες κολλητές σανίδες.
Του πρόσπεσαν κι οι αδελφοί και η σεβαστή μητέρα
και αυτός αρνείτο πάντοτε· του πρόσπεσαν οι φίλοι,
απ' όσους είχε, σεβαστοί σ' αυτόν και αγαπημένοι,
αλλ' ούδ' αυτοί δεν έπεισαν, ωσπού φθασεν ο κτύπος
στον θάλαμον και ανέβαιναν τους πύργους οι Κουρήτες
και την μεγάλην άρχιζαν να κάψουν Καλυδώνα.
Και τότε στον Μελέαγρον επρόσπεσεν η ωραία
ομόκλινή του κλαίοντας και του 'δειξε όσα πάθει
στην πόλιν που πατήσει εχθρός οι άνθρωποι παθαίνουν.
Σφάζουν τους άνδρες, η φωτιά την πόλιν ερημάζει,
και δούλους παίρνουν τα παιδιά και τες γυναίκες ξένοι.
Στα τόσα που άκουσε κακά κλονίσθη στην καρδίαν
κι εζώσθη τα λαμπρ' άρματα να πεταχθεί εις την μάχην.
Κι έτσι από ιδίαν θέλησιν τους έσωσεν εκείνος.
Πλην δεν του εδώσαν οι Αιτωλοί τα εξαίσια δώρα πλέον
και χάρισμ' απ' τον όλεθρον τους έσωσε εις το τέλος.
Όμοια μη σκέπτεσαι και συ παιδί μου. Μη σε σύρει
κακός θεός κι είν' άσχημο βοηθός να δράμεις μόνον
όταν τα πλοία καίωνται. Πρόλαβε, αφού με δώρα
σε προσκαλούν οι Αχαιοί, που ωσάν θεόν θα σ' έχουν.
Και αν κατεβείς αδώρητος στην ανδροφθόρον μάχην
ομοίαν απ' την νίκην σου τιμήν δεν θ' απολαύσεις».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ' εκείνον αποκρίθη:
«Ω γέροντά μου, της τιμής αυτής δεν έχω ανάγκην.
Αρκεί με ότι του Διός μ' έχει τιμήσ' η μοίρα,
που στα κυρτά καράβια μου σ' εμέ θα παραστέκει
όσο αναπνέω και γερά κινώ τα γόνατά μου.
Κι έν' άλλο πράγμα θα σου ειπώ και ας το φυλάξει ο νους σου·
μη μου ταράζεις την ψυχήν με δάκρυα, με θρήνους,
χάριν στον Αγαμέμνονα να κάμεις, και αν δεν θέλεις
να σε μισήσ' ως σ' αγαπώ, μη κείνον αγαπήσεις·
τον άνθρωπον που με λυπεί συ να λυπήσεις πρέπει.
Της βασιλείας μέτοχον σε θέλω και της δόξης.
Και αυτοί παίρνουν την είδησιν, και συ στ' απαλό στρώμα
εδώ κοιμήσου, και πρωί θέλει σκεφθούμε αν πρέπει
να μείνομε ή να κάμομε πανιά δια την πατρίδα».
Και με το νεύμα επρόσταξε τον Πάτροκλον να στρώσει
κλίνην καλήν του Φοίνικος, ώστε να μην αργήσουν
οι άλλοι ν' αφήσουν την σκηνήν. Και τότε ανάμεσόν τους
ο ισόθεος ομίλησεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
πηγαίνομε, ότι ο λόγος μας σ' αυτό καν το ταξίδι,
θαρρώ, δεν κατορθώνεται. Κι ευθύς την αγγελίαν
να φέρομε στους Δαναούς, αν και καλή δεν είναι,
που ανήσυχοι μας καρτερούν· αλλ' όμως ο Αχιλλέας
την μεγαλόκαρδην ψυχήν αγρίωσε στα στήθη.
Λησμόνησεν ο άπονος τους φίλους που με τόσην
αγάπην τον δοξάζαμεν ως έξοχον των άλλων·
και όμως πατέρας ή αδελφός στέργει από τον φονέα
του αδελφού του ή του παιδιού το πρόστιμον να λάβει
κι εκείνος, αφού πλέρωσε πολλά, στον τόπον μένει
και ο άλλος με την ξαγοράν που επήρε την ψυχήν του
δαμάζει. Αλλ' άσπονδην, κακήν στα στήθη την καρδίαν
σου έκαμαν οι αθάνατοι, εξ αφορμής μιας κόρης
μόνης· κι επτά σου δίδομεν ασύγκριτες στο κάλλος
και άλλα πολλά· και δέξου συ το έλεος εις τα στήθη,
σέβου την κατοικίαν σου· στην στέγην σου μας έχεις
απ' τον λαόν των Δαναών, κι εμείς θαρρούμε απ' όλους
τους Αχαιούς πως είμασθεν οι φίλοι της καρδιάς σου».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ' εκείνον αποκρίθη:
«Ω Αίας διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
με την καρδιά μου φαίνεται που ο λόγος σου ταιριάζει·
πλην βράζω απ' αγανάκτησιν όταν θυμούμαι πόσον
ο Ατρείδης μ' εξουθένωσεν εμπρός εις τους Αργείους,
ως ξένον, όπ' οι εγκάτοικοι πολίτες ατιμάζουν.
Πηγαίνετε και φανερά κηρύξετ' ό,τι λέγω·
ότι απ' το έργον φονικόν θ' απέχω του πολέμου,
ώσπου τον θείον Έκτορα να ιδώ τον Πριαμίδην
στων Μυρμιδόνων τες σκηνές εμπρός και στα καράβια
φονεύοντας τους Αχαιούς και καίοντας τα πλοία.
Κι εμπρός εις το καράβι μου, θαρρώ, και στην σκηνήν μου
ο Έκτωρ αν και πρόθυμος θα παύσει από την μάχην».
Είπε· και αυτοί, με δίκουπο ποτήρι αφού σπονδίσαν
καθείς, στα πλοία γύριζαν κατόπιν του Οδυσσέως.
Κι επρόσταξεν ο Πάτροκλος τους άνδρες και τες δούλες
την κλίνην αναπαυτικήν του Φοίνικος να στρώσουν.
Και αυτές την στρώσαν με προβιές, με τάπητες και ωραίο
λινό σινδόνι επάνωθε· και ο γέρος εις την κλίνην
επλάγιασε, την άφθαρτην Ηώ να περιμένει.
Και παραμέσα στην σκηνήν κοιμήθηκε ο Πηλείδης·
σιμά του επλάγιασε γυνή, που επήρε από την Λέσβον,
και κόρ' ήταν του Φόρβαντος, η όμορφη Διομήδη.
Εις μέρος άλλ' ο Πάτροκλος· κι είχε και αυτός στο πλάγι
την Ίφιν την καλόζωνην που του 'δωκε ο Πηλείδης,
στην Σκύρον ότε ανέβηκε, την πόλιν του Ενυέως.
Και στου Ατρείδη τες σκηνές όταν εκείνοι εφθάσαν
όρθοί σ' αυτούς επρόπιναν των Αχαιών οι παίδες
με τα ποτήρια τα χρυσά και τους ερώτων όλοι.
Και πρώτος τους ερώτησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Λέγε, Οδυσσέα θαυμαστέ, ω δόξα των Αργείων,
θέλει απ' το πυρ το φλογερόν να σώσει τα καράβια,
ή αρνείται, και η μεγάλη του καρδιά θυμώνει ακόμη;»
Του απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, τρισένδοξε, όχι μόνον
δεν σβήνει εκείνος τον θυμόν, αλλά και φλόγα παίρνει
χειρότερη, και αρνείται σε και τα δικά σου δώρα.
Και μόνος σου, είπε, να σκεφθείς εσύ με τους Αργείους
πώς τον λαόν των Αχαιών να σώσεις και τα πλοία.
Και αυτός μας εφοβέρισε, πως άμα ξημερώσει
στην θάλασσαν τα ισόπλευρα καράβια του θα σύρει.
Και να στραφούμε θα 'λεγε κι οι άλλοι στην πατρίδα
διότι δεν θα 'βρετε ποτέ της υψηλής Ιλίου
το τέλος· ότι επρόβαλε το χέρι του έμπροσθέν της
να την σκεπάσει ο Βροντητής κι εθάρρευσαν τα πλήθη.
Και αυτά που είπεν άκουσαν και τούτ' οι συνοδοί μου,
ο Αίας κι οι δυο κήρυκες, άνδρες και οι δυο με γνώσιν.
Και ως είπ' εκείνος πλάγιασεν ο Φοίνιξ στην σκηνήν του,
και στην γλυκιάν πατρίδα του θενά τον συνοδεύσει
αύριον, αν θέλει· στανικώς δεν θέλει αυτός τον πάρει».
Είπε κι εκείνοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι
από τον λόγον φοβερόν που ακούσαν ξιπασμένοι.
Κι εσώπαν εις την θλίψιν τους των Αχαιών οι παίδες,
όσο που λόγον άρχισεν ο ανίκητος Διομήδης:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
τον έξοχον Πηλείωνα να μη 'χες ικετεύσει
με δώρα τόσα· κι έπαρσιν πολλήν έχ' η ψυχή του
και τώρα τον εμψύχωσες πολύ στην έπαρσίν του.
Αλλ' ας αφήσομεν αυτόν, ή αναχωρήσ' ή μείνει·
και πάλι οπόταν του το ειπεί στα στήθη του η καρδία
και τον κινήσει ένας θεός, αυτός θα πολεμήσει.
Αλλ' ό,τι τώρα εγώ θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
Πρώτα ευφρανθείτε το φαγί και το κρασί που είναι
δύναμις εις τον άνθρωπον· κατόπι αναπαυθείτε.
Και όταν η ροδοδάκτυλος Ηώς την γην φωτίσει,
τους ίππους και όλον τον λαόν ευθύς εμπρός στα πλοία
κίνησε και πολέμησε συ μεταξύ των πρώτων».
Έπαυσε και όλ' οι βασιλείς, ότ' είπεν εδεχθήκαν
και του Διομήδη εθαύμασαν τον λόγον του ιπποδάμου·
και αφού σπονδίσαν πήγαινε καθείς εις την σκηνήν του
κι εκεί του ύπνου εχάρηκαν το δώρον πλαγιασμένοι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β΄

ΌΜΗΡΟΥ ΌΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Α΄

ΌΜΗΡΟΥ ΌΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Θ΄