ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Υ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Υ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Έτσι αρματώνοντ' οι Αχαιοί προς τα κυρτά καράβια
ολόγυρά σου, αχόρταγε στον πόλεμον, Πηλείδη,
και οι Τρώες αρματώνονταν στον όχθον του πεδίου·
κι είπεν ο Ζευς της Θέμιστος απ' την κορφήν του Ολύμπου,
να συναθροίσει τους θεούς, και αυτή παντού γυρνώντας
τους εκαλούσε στου Διός να συναχθούν το δώμα.
Κανείς από τους ποταμούς δεν έλειψεν ή μόνος
ο Ωκεανός, δεν έλειψε καμιά νύμφη απ' όσες
κρατούν τα δάση, τες πηγές και τα χλωρά λιβάδια·
και εις το δώμα ως έφθαναν του νεφελοσυνάκτη,
εκάθιζαν στες αίθουσες τες καλοσκαλισμένες,
που ο νους του Ηφαίστου εποίησεν εις τον πατέρα Δία.
Και της θεάς υπάκουσεν ακόμη ο κοσμοσείστης·
ήλθεν από τη θάλασσαν στη μέση της συνόδου,
εκάθισε και την βουλήν ερώτα του Κρονίδη:
«Κεραυνοβόλε, τους θεούς τι πάλι συναθροίζεις;
Μη για τους Τρώας και Αχαιούς σκέπτεται κάτι ο νους σου;
Ότι στενά τώρ' άναψαν την μάχην μεταξύ τους».
«Ω Ποσειδών, ενόησες», του απάντησεν ο Δίας,
«την σκέψιν πώς μ' εκίνησεν εδώ να σας καλέσω
εις σύνοδον· πονώ γι' αυτούς αν κι είναι αφανισμένοι·
αλλά εγώ καθήμενος στον Όλυμπον θα μείνω
να τέρπομαι κοιτάζοντας· σεις κατεβείτ' οι άλλοι
όλ' οι θεοί στον πόλεμον των Αχαιών και Τρώων,
τούτων ή εκείνων βοηθός, καθένας όπου κλείνει.
Ότι αν κτυπήσει ανέμποδα τους Τρώας ο Πηλείδης,
ουδέ στιγμήν την δύναμιν εκείνου θα κρατήσουν
αυτοί· και πριν τον έτρεμαν και να τον βλέπουν μόνον.
Και τώρα που του φίλου του τον αγριεύει ο φόνος,
φοβούμαι μη και πρόωρα το τείχος τους πατήσει».
Είπε και πόλεμον φρικτόν εσήκωσε ο Κρονίδης.
Και οι θεοί διχόγνωμα στον πόλεμον εμπήκαν,
η Ήρα με την Αθηνά στ' Αχαϊκά καράβια,
ο γεωφόρος Ποσειδών, μ' αυτόν ο δωροδότης
Ερμής, που ο νους του πάμπολλα σοφίσματα γνωρίζει,
ο Ήφαιστος με έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του
που εχώλαινεν και αχαμνά τα σκέλη του εσαλεύαν·
και με τους Τρώας πέρασεν ο λοφοσείστης Άρης
με την τοξεύτραν Άρτεμιν και ο μακρομάλλης Φοίβος
και με τον Ξάνθον η Λητώ και η πρόσχαρη Αφροδίτη.
Όσο μακράν απ' τους θνητούς οι αθάνατοι απομέναν
περηφανεύοντ' οι Αχαιοί, διότι εξαναφάνη
ο Αχιλλεύς που άφηνε τόσον καιρόν την μάχην.
Αλλά των Τρώων έπιασε τρόμος φρικτός τα μέλη,
καθώς εμπρός τους έβλεπαν τον γρήγορον Πηλείδην
όμοιον, στα όπλα ως έλαμπε, του ανθρωποφόνου Άρη.
Και όταν στην σμίξιν των ανδρών οι Ολύμπιοι κατεβήκαν
σηκώθ' η Έρις, δυνατή κινήτρα των ανδρείων,
και κραυγήν έσυρ' η Αθηνά πότε στον λάκκον έξω
του τείχους, πότε οπού βροντά το κύμα στ' ακρογιάλι.
Και απ' τ' άλλο μέρος σκοτεινός σαν θύελλα ο Αρης,
πότε από την ακρόπολιν εκραύγαζε στους Τρώας,
και πότ' απ' τον Σιμόεντα εις την Καλλικολώνην.
Έτσ' οι μακάριοι θεοί τους δυο στρατούς κινούσαν
με βαρύ πείσμα και χολήν ν' ανοίξουν τον αγώνα.
Φρικτά εβρόντησε θεών και ανθρώπων ο πατέρας
από ψηλά και κάτωθεν της γης τ' άπειρο πλάτος
και τα υψικόρυφα βουνά τινάζει ο κοσμοσείστης·
της Ίδης όλες οι ποδιές κι οι κορυφές εσειόνταν
και τ' άρμενα των Αχαιών και η πόλις του Πριάμου.
Και ο βασιλέας των νεκρών κάτω απ' την γην φοβήθη
ο Αϊδωνεύς και με κραυγήν πετάχθη από τον θρόνον,
μη σχίσει απάνω του την γην ο μέγας κοσμοσείστης,
και ιδούν θεοί και άνθρωποι την μαύρην κατοικίαν,
οπού κι οι αθάνατοι μισούν, φρικτήν και αραχνιασμένην.
Τόσην αντάραν οι θεοί σηκώναν πολεμώντας.
Διότι ενάντια εστέκονταν στον μέγαν Ποσειδώνα
ο Απόλλων Φοίβος που κρατεί τα φτερωμένα βέλη.
Και η γλαυκόφθαλμη Αθηνά στον ανδροφόνον Άρην,
της Ήρας πάλ' η Άρτεμις, η αδελφή του Φοίβου
που στο κυνήγι ευφραίνεται με τα χρυσά της βέλη
και της Λητούς ο κρατερός Ερμής αγαθοδότης·
του Ηφαίστου ο μέγας ποταμός οπού τον λέγουν Ξάνθον
οι αθάνατοι, και Σκάμανδρον οι άνθρωποι ονομάζουν.
Κι ενώ θεών αντίμαχοι θεοί τότ' εκινούσαν,
ο Αχιλλεύς τον Έκτορα στο πλήθος ν' αντικρίσει
ελαχταρούσε, ότι η ψυχή τον έσπρωχνε μ' εκείνου
το αίμα να ποτίσει εκεί τον πολεμάρχον Άρην.
Και τον Αινείαν σήκωσεν ενάντια στον Πηλείδην
ο Φοίβος και του εγέμισε τα στήθη ανδραγαθίαν.
Ομοιώθη του Λυκάονος εις την φωνήν ο Φοίβος,
του Πριαμίδη κι έλεγεν: «Ω βουληφόρ' Αινεία,
τι γίναν οι φοβέρες σου με γεμιστό ποτήρι
που υπόσχοσουν κατέμπροσθεν στους βασιλείς της Τροίας
πως θα 'βγαινες στον πόλεμον ενάντια του Αχιλλέως;»
«Τι μ' αναγκάζεις κι άθελα», του απάντησ' ο Αινείας,
«Πριαμίδη, τον απόκοτον Πηλείδη ν' αντικρίσω;
Δεν θα είναι αυτή πρώτη φορά που θα στηθώ εμπρός του·
άλλοτε μ' εκυνήγησεν αυτός από την Ίδην,
σαν έπεσε τους μόσχους μας να λαφυραγωγήσει
και να Λυρνήσσια πόρθησε και τα Πηδάσια τείχη·
αλλά εμένα εφύλαξεν η δύναμις του Δία
που την καρδιά μου εθάρρεψε και τα γοργά μου σκέλη.
Αλλέως θα μ' εφόνευαν τα χέρια του Αχιλλέως,
κι η Αθηνά που ανοίγοντας τον δρόμον έμπροσθέν του
τον εκεντούσε Λέλεγας και Τρώας να θερίζει·
να μάχεται δεν δύναται θνητός με τον Πηλείδη,
τ' είναι στο πλάγι του θεός που πάντοτε τον σκέπει·
έπειτα εκείνου ίσια πετά το βέλος ουδέ γέρνει
πριν σχίσει σάρκ' ανθρώπινην· και αν ο θεός το τέλος
της μάχης ίδια ετέντωσε, εμέ δεν θα νικήσει
ευκόλως, αν κι επαίρεται στα ολόχαλκ' άρματά του».
«Εμπρός, ω ήρως, ζήτησε», του απάντησεν ο Φοίβος,
«και συ την χάριν των θεών, αφθάρτων, αιωνίων·
σε γέννησε η διογέννητη, ως λέγουν, Αφροδίτη,
και αυτός από κατώτερον θεόν γενιοκρατιέται·
είναι αυτή κόρη του Διός, η άλλη του Νηρέως·
αλλ' ίσια ρίξε τον σκληρόν χαλκόν, και μη δειλιάσεις
από τα λόγια τα πικρά και τους φοβερισμούς του».
Είπε και ανδρείαν έβαλε πολλήν στον βασιλέα
που ολόλαμπρος μες στ' άρματα εβγήκε στους προμάχους·
και του Αγχίση τον υιόν είδεν ευθύς η Ήρα
πως μες στο πλήθος πήγαινεν ενάντια του Πηλείδου·
τους άλλους σύναξε θεούς και προς εκείνους είπε:
«Ω Ποσειδών και Αθηνά, σκεφθείτε σεις οι δύο
στον λογισμόν σας πώς αυτά τα πράγματα θα γίνουν·
ο Αινείας ολαρμάτωτος ενάντια στον Πηλείδην
εκίνησε ως τον έσπρωξε τώρα η φωνή του Φοίβου·
και ημείς ή θα τον κάμομεν εκείθε να μακρύνει,
ή κάποιος να στηθεί απ' εμάς στο πλάγι του Αχιλλέως
να λάβει δύναμιν πολλήν και στην ψυχήν του θάρρος,
να μάθει ότι των θεών τον αγαπούν οι πρώτοι
και είν' οι άλλοι ουτιδανοί που απ' αρχής τους Τρώας
εις τους κινδύνους βοηθούν του φοβερού πολέμου·
και όλ' ήρθαμε απ' τον Όλυμπον να σμίξομε στην μάχην
τούτην, μη πάθει τι κακόν αυτός από τους Τρώας
σήμερα, και μετέπειτα θα πάθει, ό,τ' η μοίρα
του έγνεσε, όταν εις το φως τον έβγαλε η μητέρα·
και αν όλ' αυτά θεού φωνή δεν τον πληροφορήσει
θα πάρει φόβον, αν θεός ενάντια του προβάλει
στην μάχην· είναι φοβεροί θεοί φανερωμένοι».
Και ο κοσμοσείστης Ποσειδών σ' εκείνην απαντούσε:
«Ω Ήρα, χωρίς αφορμήν δεν πρέπει να θυμώνεις·
μάχης αρχήν εις τους θεούς να δώσομε δεν θέλω
εμείς οι άλλοι πού 'μαστε ανώτεροι από εκείνους·
αλλ' από πάτημα μακράν, σ' αγνάντιο καθισμένοι
τώρα θα μείνομεν ημείς, και ας πολεμούν εκείνοι·
αλλ' εάν μάχης κάμει αρχήν ο Άρης ή ο Φοίβος
ή εμπόδιον εις τον πόλεμον προσφέρουν του Αχιλλέως,
τότε κι εμείς θα σμίξομε μ' εκείνους στον αγώνα
και πολύ γρήγορα, θαρρώ, θα φύγουν απ' την μάχην
να έβρουν εις τον Όλυμπον τους άλλους αθανάτους
απ' την ορμήν των δυνατών χεριών μας συντριμμένοι».
Είπε κι επροπορεύθηκεν ο Ποσειδών να φθάσει
στο τείχος το περίχωστο του θείου Ηρακλέους,
που υψηλόν η Αθηνά του εσήκωσε και οι Τρώες,
να το 'χει καταφύγι του όσες φορές το κήτος
απ' τ' ακρογιάλι στην στεριά τον κατακυνηγούσε.
Κει ο Ποσειδών με τους θεούς εκάθισε τους άλλους
κι εσκέπασαν με σύγνεφο θαμπό τα σώματά τους.
Και ολόγυρά σου, ω φωτεινέ Απόλλων, και του Άρη
εκείνοι πέρα εκάθιζαν εις την Καλλικολώνην.
Συλλογισμένοι εκάθονταν και τα δυο μέρη ομοίως
και του πικρού πολέμου αρχήν να κάμουν δεν εστέργαν,
και όπου εκάθιζε ψηλά ο Ζευς εδιάβαζ' όλα.
Έλαμπε ωστόσο απ' τον χαλκόν κι εγέμισε η πεδιάδα
απ' άνδρες κι ίππους και ως ομού προβαίναν τράνταζ' όλη
από τα πόδια τους η γη και άνδρες εξαίσιοι δύο
ανάμεσα των δυο στρατών να κτυπηθούν ορμήσαν,
ο Αινείας του Αγχίση υιός και ο θείος Αχιλλέας.
Και πρώτος φοβεριστικά προχώρησεν ο Αινείας
το βαρύ κράνος κλίνοντας, και την ασπίδα εκράτει
εμπρός στο στήθος κι έσειε το χάλκινο κοντάρι.
Και απ' τ' άλλο μέρος ο Αχιλλεύς του εχύθη ωσάν λεοντάρι
κακοποιό, που άνδρες πολλοί ζητούν να το φονεύσουν,
του τόπου όλος ο λαός· και πρώτα εμπρός προβαίνει
αψήφιστα, αλλ' αν κανείς επάνω του ακοντίσει
μαζώνεται να πεταχθεί και ως χάσκει αφρόν γεμίζουν
τα δόντια του και μέσα του βόγγ' η ψυχή γενναία.
Τα δυο πλευρά και τα μεριά με την ουρά του πλήττει
και τον εαυτόν του μόνο του στην μάχην εμψυχώνει,
και με το βλέμμ' αστραφτερό, εμπρός ορμά να κόψει
κανέναν ή να πέσει αυτό ανάμεσα στους πρώτους.
Όμοια κινούσε ανδράγαθη καρδιά τον Αχιλλέα
εκεί τον μεγαλόψυχον Αινείαν ν' απαντήσει.
Και όταν όρμησαν και οι δυο εβρέθηκαν αντίκρυ.
Ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ' εκείνον πρώτος είπε:
«Αινεία, τι τόσο μακράν εβγήκες απ' το πλήθος
εμπρός μου, τάχα επιθυμείς μ' εμέ να πολεμήσεις;
Θαρρείς θα γίνεις βασιλεύς των ιπποδάμων Τρώων
και του Πριάμου ισότιμος; Αλλά και αν με φονεύσεις
γι' αυτό σ' εσέ ο Πρίαμος το σκήπτρο δεν θα δώσει.
Έχει παιδιά και ακέραιον κρατεί τον νουν του ακόμη.
Οι Τρώες μη σου εχώρισαν εξαίσιο περιβόλι
να το 'χεις κήπον εύμορφον και κάρπιμο χωράφι
αν με φονεύσεις; Εύκολα δεν θα το κατορθώσεις
και άλλοτε σ' εκυνήγησεν η λόγχη μου πιστεύω.
Ή δεν θυμάσαι όταν μακράν από τους μόσχους μόνον
με των ποδιών μου την ορμήν της Ίδης απ' τα όρη
σ' έδιωξα; Και δεν έστρεψες ποσώς εις την φυγήν σου.
Μου έφυγες στην Λυρνησσόν, κι εκείνην με το χέρι
της Αθηνάς και του Διός επόρθησα κι επήρα
λάφυρα τες γυναίκες τους να ζουν εις την δουλείαν.
Και σε τότ' έσωσεν ο Ζευς με τους θεούς τους άλλους.
Αλλά κακά στοχάζεσαι πως τώρα θα σε σώσουν.
Αλλά να μην αντιταχθείς σ' εμέ σε συμβουλεύω
και στρέψε οπίσω στον στρατόν πριν πάθεις απ' εμένα·
αφού του γίνει το κακό τότε ο μωρός μαθαίνει».
Κι είπε ο Αινείας προς αυτόν: «Πηλείδη, μην ελπίσεις
ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια να με σκιάξεις
ότι κι εγώ ξέρω καλά παρόμοια να προφέρω
πειρακτικά πικρότατα· κι εμείς ο ένας τ' άλλου
την γενεάν γνωρίζομεν και τους γονείς ομοίως
από τες φήμες των θνητών, διότι τους δικούς μου
εσύ δεν είδες μήτ' εγώ ποτ' είδα τους δικούς σου.
Εσένα λέγουν γέννημα του σεβαστού Πηλέως
απ' την θαλάσσιαν Θέτιδα με τες καλές πλεξίδες·
και ότ' είμ' εγώ πάλιν υιός του Αγχίση του γενναίου
καυχώμαι και μητέρα μου την Αφροδίτην έχω.
Ή τούτ' ή εκείνοι σήμερα θα κλάψουν το παιδί τους·
ότι δεν θα χωρίσομεν, πιστεύω, εμείς οι δύο
με μόνα τα μωρόλογα και αυτού να παύσ' η μάχη.
Και μάθ', εάν το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις
την ιδικήν μας γενεάν, αν και πολλοί την ξεύρουν·
πρώτον ο Ζευς τον Δάρδανον εγέννησε και κτίζει
την Δαρδανίαν, πριν εκεί στην πεδιάδα κάμουν
πάλιν οι θνητοί άνθρωποι την Ίλιον την αγίαν
και στες πολύβρυσες πλαγιές της Ίδης κατοικούσαν.
Τον Εριχθόνιον γέννησεν ο Δάρδανος εκείνον
τον βασιλέα ξακουστόν για τα πολλά του πλούτη
που τρεις χιλιάδες έβοσκαν στον βάλτον του φοράδες
περήφανες στα τρυφερά πουλάρια που εγεννήσαν.
Και κει που εβόσκαν άναψεν απ' έρωτα ο Βορέας
και, μαύρος ίππος στην μορφήν, εταίριασε μ' εκείνες·
και δώδεκα εγέννησαν πουλάρια του Βορέα.
Και όταν σκιρτούσαν ελαφρά στην γην την σιτοδότρα
στο στάχυ επάνω έτρεχαν χωρίς να το λυγίσουν·
και όταν εις τα διάπλατα σκιρτούσαν της θαλάσσης
στην κορυφήν του κύματος ξακρίζουν τον αφρόν της.
Και από τον Εριχθόνιον των Τρώων βασιλέας
ο Τρως γεννήθη και απ' αυτόν τρία λαμπρά βλαστάρια
ο Ίλος, ο Ασσάρακος και ο ισόθεος Γανυμήδης,
που εγεννήθη των θνητών ο πρώτος για το κάλλος,
που τον σηκώσαν οι θεοί για κείνα του τα κάλλη
να ζει μ' αυτούς αθάνατος και κεραστής του Δία.
Γεννά και ο Ίλος τον λαμπρόν Λαομέδοντα και τούτος
τον Τιθωνόν, τον Πρίαμον, τον Λάμπον, τον Κλυτίον,
ως και τον Ικετάονα κακό του Άρη θρέμμα·
τον Κάπυν ο Ασσάρακος, ο Κάπυς τον Αγχίσην,
τούτος εμέ και ο Πρίαμος τον Έκτορα τον θείον·
την γενεάν, το αίμ' αυτό καυχόμ' εγώ πως έχω.
Ο Ζευς αυξάνει των θνητών ή κόβει την αξίαν
ως θέλει ο δυνατότατος των αθανάτων όλων·
αλλ' ας μη φλυαρούμ' εμείς σαν νήπια μωρολόγα
ακίνητ' εδώ μένοντας στην μέσην του πολέμου
κι εμείς να ειπούμε ονειδισμούς αμέτρητους μπορούμε
που πλοίον εκατόσκαρμο το βάρος δεν σηκώνει·
στρεφτή 'ναι η γλώσσα των θνητών και πλήθος ομιλίες
γεννά, κι εδώ κι εκεί πλατύς των λόγων είναι ο τόπος.
Ώστ' όποιον λόγον και αν ειπείς, όμοιον και συ θ' ακούσεις·
αλλά τι ανάγκην έχομε ν' αντιφιλονικούμεν
εμείς και να μολύνομεν, ως κάμνουν οι γυναίκες
όταν το πείσμα και η χολή μες στην καρδιά τους βράζει
και αντιγλωσσοδέρνονται του δρόμου μες στην μέσην,
μ' αλήθειες και με ψέματα, ως η χολή τα πλάθει·
και συ την γενναιότητα με λόγια δεν θα κάμεις
να χάσω, ώσπου με τ' άρματα μ' εμέ θα πολεμήσεις.
Κι ευθύς με τα κοντάρια μας τώρ' ας δοκιμασθούμε».
Κι έριξε μες στην φοβερήν ασπίδα το κοντάρι
το δυνατό κι εβρόντησεν εκείνη από τον κτύπον.
Και από το σώμα του μακράν τον κράτησε ο Πηλείδης
φοβούμενος μην εύκολα την σπάσει πέρα πέρα
του Αινείου το μακρόσκιον κοντάρι του ανδρειωμένου·
και δεν εννόησε ο μωρός ότι τα δοξασμένα
των θεών δώρ' από θνητούς ευκόλως δε νικούνται,
μηδέ ποσώς υποχωρούν και τότε την ασπίδα
δεν έσπασε το δυνατό κοντάρι του ανδρειωμένου.
Ότι την φύλαξε ο χρυσός δώρο του Ηφαίστου θείον·
δυο δίπλες εδιαπέρασεν και τρεις ήσαν ακόμη,
τι πέντε δίπλες ο χωλός τεχνίτης είχε στρώσει,
δυο χάλκινες και μέσαθε του κασσιτέρου δύο,
μίαν χρυσήν, που εκράτησε το φράξινο κοντάρι.
Έριξε το μακρόσκιο κοντάρι και ο Πηλείδης
και του Αινείου κτύπησε την στρογγυλήν ασπίδα,
όπου χαλκός και τόμαρο λεπτά λεπτά την άκρην
εζώναν· τα διαπέρασε το πηλιακό κοντάρι
και την ασπίδα ετράνταξε· ο Αινείας τρομασμένος
την ύψωσε κι εμάζωξε το σώμα του από κάτω.
Και τους δυο κύκλους έσχισεν η λόγχη της ασπίδος,
επάνωθέν του επέταξε και μες στην γην εστάθη,
και άμα την λόγχη εξέφυγεν, ορθώθη ευθύς ο Αινείας
και αδημονία σκέπασε βαριά τους οφθαλμούς του,
από τον τρόμον πόπεσε πολύ σιμά του η λόγχη.
Τότε ο Πηλείδης έσυρε το ξίφος και του εχύθη
φωνάζοντας τρομακτικά· κι εφούκτωσ' ο Αινείας
λίθον τρανόν θεόρατον, που δεν τον φέρναν δύο
των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαιζε και μόνος.
Αυτόν στο κράνος θα 'ριχνεν εκείνου ή στην ασπίδα
και απ' όλεθρον θα εφύλαγεν η ασπίδα τον Πηλείδην
και τούτος θα του έσχιζε τα στήθη με το ξίφος,
αν να το ιδεί δεν πρόφθανεν ο μέγας κοσμοσείστης
που εστράφη ευθύς και έλεγε των άλλων αθανάτων:
«Οϊμέ, τον μεγαλόψυχον λυπούμαι τον Αινείαν
οπού ο Πηλείδης γρήγορα στον Άδην θα τον στείλει.
Ο ανόητος επείσθηκε εις ό,τι του είπε ο Φοίβος
που τώρ' από τον όλεθρον δεν θα τον προφυλάξει.
Διατί τούτος ο άπταιστος θα υποφέρει τόσο
από αλλότρια βάσανα, που των επουρανίων
θεών προσφέρει πάντοτε χαριτωμένα δώρα;
Αλλ' ας τον σώσομεν εμείς από την κακήν ώραν,
μήπως ο Ζευς πάρει χολήν, εάν τον θανατώσει
ο Αχιλλεύς· και να σωθεί διόρισεν η μοίρα.
Όπως μη άσπαρμο χαθεί το γένος του Δαρδάνου,
που ο Ζευς υπεραγάπησεν απ' όλα τα παιδιά του,
όσα του εγεννήθηκαν από θνητές γυναίκες.
Ότ' ήδη ο Ζευς εμίσησε το γένος του Πριάμου·
και όλων των Τρώων έπειτα θα βασιλεύσ' η ρώμη
του Αινείου, και των τέκνων του τα τέκνα στον αιώνα».
Σ' αυτόν η μεγαλόφθαλμη απάντησεν η Ήρα:
«Ω Ποσειδών, ο ίδιος συ σκέψου αν τον Αινείαν
θα σώσεις απ' τον θάνατον ή αν θα τον αφήσεις
να σβήσουν την ανδρείαν του τα χέρια του Αχιλλέως.
Διότ' η Αθηνά κι εγώ πολλούς ωμόσαμ' όρκους
πολλές φορές κατέμπροσθεν των αθανάτων όλων,
ποτέ να μη φυλάξομεν απ' όλεθρον τους Τρώας
μηδ' όταν σύρριζα καεί και στάκτη γίν' η Τροία
καμένη από των Αχαιών τ' ανδρειωμένα χέρια».
Τα λόγια τούτα ως άκουσεν ο μέγας κοσμοσείστης,
στην μάχην μέσα εκίνησε στων κονταριών τον κτύπον.
Και ως έφθασε όπου εβρίσκονταν ο Αινείας και ο Πηλείδης
άπλωσε πρώτα καταχνιά στα μάτια του Αχιλλέως,
κι έπειτα ευθύς το φράξινο κοντάρι λογχοφόρο
απ' την ασπίδα ετράβηξε του ανδρειωμένου Αινείου.
Και αφού το 'θεσεν εμπρός στα πόδια του Αχιλλέως,
από την γην ανάερα τινάζει τον Αινείαν.
Και τάξες υπερπήδησε πολλές ανδρών και ίππων
ο Αινείας καθώς όρμησεν απ' του θεού το χέρι,
ώσπου στην άκρην έφθασε της ταραχώδους μάχης,
που αρματωμέν' οι Καύκωνες στον πόλεμον κινούσαν.
Σ' αυτόν τότ' επλησίασεν ο Ποσειδών και του 'πε:
«Αινεία, ποίος των θεών τα λογικά σου επήρε,
και σ' έβαλε ν' αντιταχθείς του φοβερού Πηλείδου;
Κι είναι από σε καλύτερος εκείνος στην ανδρείαν
και οι θεοί τον αγαπούν, όσο θνητόν κανέναν.
Αλλ' όπου και αν απαντηθείς μ' αυτόν τα οπίσω κάμε
μη κατεβείς και πρόμοιρα στην κατοικιά του Άδου.
Και οπόταν έβρει ο θάνατος και η μοίρα τον Πηλείδην,
τότε πολέμα ξέθαρρα εμπρός εις τους προμάχους,
και άλλος κανείς των Αχαιών εσέ δεν θα φονεύσει».
Είπε και αυτού τον άφησεν, αφού του εξήγησ' όλα·
και από τα μάτια σκόρπισεν αμέσως του Αχιλλέως
την καταχνιά, και ως άνοιξε πλατιά τους οφθαλμούς του,
έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Μέγα το θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους·
την λόγχην βλέπω κατά γης και όχι τον άνδρα πλέον,
που επάνω του την έριξα για να τον θανατώσω.
Ήταν αλήθει' αγαπητός εις τους θεούς ο Αινείας,
κι εστοχαζόμουν ότι αυτός στα ψέματα εκαυχόνταν.
Ας πάει· και αν απ' τον θάνατον πρόθυμα τώρα εσώθη,
δεύτερα να δοκιμασθεί μ' εμέ δεν θα τολμήσει.
Αλλ' ας κινήσω τον λαόν των Δαναών ανδρείων
εις άλλους Τρώας δοκιμή της λόγχης μου να γίνει».
Είπε, πηδά στα τάγματα και προσταγήν τους δίδει:
«Τους Τρώας πάρτε από σιμά, ω Αχαιοί γενναίοι,
άνδρας προς άνδρα ορμήσετε, με πόθον του πολέμου.
Κι είναι για με πράγμα βαρύ, όσην και αν έχω ανδρείαν
με τόσα πλήθη μόνος μου την μάχην να κρατήσω·
μήτ' η Αθηνά μήτε ο θεός ο αθάνατος ο Άρης
με τέτοιο στόμα φοβερό πολέμου θα παλαίαν.
Αλλ' όσον εγώ δύναμαι, με πόδια και με χέρια
και με καρδιά, μηδέ στιγμήν θα οκνήσω στον αγώνα.
Θα διαπερνώ τες φάλαγγες, και όποιος από τους Τρώας,
εμπρός στην λόγχην μου ευρεθεί δεν θα χαρεί πιστεύω».
Και ο Έκτωρ πάλιν με κραυγές επρόσταζε τους Τρώας,
και να σταθούν τους έλεγεν ενάντια του Αχιλλέως:
«Μη, Τρώες γενναιόψυχοι, φοβείσθε τον Πηλείδην·
με λόγια και προς τους θεούς εγώ θα πολεμούσα·
όχι με τ' άρματα, ότι αυτοί πολύ 'ναι ανώτεροί μας.
Ούδ' ο Αχιλλεύς τα λόγια του θα κατορθώσει όλα
και απ' ό,τι ελπίζει κολοβό μέρος πολύ θα μείνει.
Κι εγώ θα πέσω επάνω του και αν πύρινά 'χει χέρια,
και αν έχει χέρια πύρινα κι έχει βαφήν σιδήρου».
Και με τις λόγχες σηκωτές προχώρησαν οι Τρώες
κι έσμιξ' η ανδρεία των δυο στρατών μ' αλαλαγμόν και βρόντον,
και τότε ο Φοίβος σίμωσε τον Έκτορα και του 'πε:
«Έκτωρ, μη πλέον προμαχείς εμπρός εις τον Πηλείδην,
αλλά στο πλήθος δέξου τον και απ' όπου βράζ' η μάχη,
μη σ' ακοντίσ' ή από σιμά σε πλήξει με το ξίφος».
Είπε και ο Έκτωρ έστρεψε στες φάλαγγες οπίσω
ότι, ως ομίλησε ο θεός, του εφόβισε τα στήθη.
Και με κραυγήν, ατρόμητος στους Τρώας ο Πηλείδης
επήδησε κι εκτύπησε τον γόνον του Οτρυντέως
εξαίσιον Ιφιτίωνα, πολλών λαών προστάτην·
νύμφη ναϊάς τον γέννησε του πορθητού πατρός του
στην πλούσιαν Ύδην κάτωθεν του χιονισμένου Τμώλου
και ως ίσια ορμούσ' ενάντια του τον λόγχισε ο Πηλείδης
στην κεφαλήν κατάμεσα κι εσχίσθη εκείν' εις δύο·
κι επάνω του, όπως βρόντησε, επαίρετ' ο Πηλείδης:
«Κείτεσαι, συ που τρόμαζες τον κόσμον, Οτρυντείδη·
έχεις εδώ τον θάνατον και στην Γυγαίαν λίμνην
την γενεάν σου, κι είν' εκεί το πατρικό σου κτήμα,
που ο βαθύς Έρμος δέχεται τον ιχθυοφόρον Ύλλον».
Είπε κι εκείνου εσκέπασε τους οφθαλμούς μαυρίλα,
κι οι άμαξες των Αχαιών με τους τροχούς τον κόψαν
στην πρώτην τάξιν· και ο Αχιλλεύς κτυπά τον πολεμάρχον
ανδρείον Δημολέοντα, του Αντήνορος βλαστάρι
στον μήλιγγα, ανάμεσα στο χάλκινό του κράνος.
Το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι,
που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ' όλος αίμα
ο εγκέφαλος· κι ενέκρωσε μ' όσην ορμήν και αν είχε.
Πάλιν τον Ιπποδάμαντα που επήδησε απ' τ' αμάξι
μεσόπλατα τον λόγχισεν ως έφευγεν εμπρός του
και ως ξεψυχούσ' εμούγκριζεν, ως κάνει ταύρος όταν
στου Ελικωνίου τον βωμόν τον σέρνουν παλικάρια,
και όπως τους βλέπει ο Ποσειδών ευφραίνεται η καρδιά του.
Τόσο εβογγούσε ως έβγαινε η αδάμαστη ψυχή του.
Στον Πριαμίδην έπειτα Πολύδωρον εχύθη·
τούτον από τον πόλεμον εμπόδιζε ο πατέρας,
ότ' ήταν το υστερόγεννο και αγαπητό παιδί του,
ανεμοπόδης φοβερός και τότε απ' αγνωσιά του
μες στους προμάχους έτρεχε να δείξει πόσο αξίζουν
τα πόδια του, ώσπου έχασε την ποθητήν ζωήν του.
Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης
στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι
χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.
Και η λόγχη αντίκρυ σχίζοντας τον ομφαλόν του εβρήκε·
σκούζοντας εγονάτισε, το φως δεν είδε πλέον
και με τα χέρια τ' άντερα σκυμμένος εβαστούσε.
Άμ' είδε τον αυτάδελφον Πολύδωρον ο Έκτωρ
χάμω στην γην να στρέφεται με τ' άντερα στα χέρια,
θάμπωμα του 'λθε και μακράν ακόμη να γυρίζει
δεν έστερξε, αλλ' εχύθηκεν επάνω στον Πηλείδην
ωσάν φωτιά, τινάζοντας την λόγχην· και ως τον είδε
ο Αχιλλέας εσκίρτησε και υπερηφάνως είπε:
«Κοντά 'ναι αυτός που μ' έκαψε στα σπλάχνα, οπού τον φίλο
τον ποθητόν μου εφόνευσε· και ο ένας απ' τον άλλον
πλέον δεν θα κρυβόμασθε στες δίπλες του πολέμου».
Και μ' άγριο βλέμμα εκοίταξε τον Έκτορα και του 'πε:
«Πλησίασε, ταχύτερα να ιδείς τον όλεθρόν σου».
Και ατρόμητος του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Μη ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια εμέ να σκιάξεις,
Πηλείδη, ελπίσεις· επειδή κι εγώ καλά γνωρίζω
πειρακτικά πικρότατα παρόμοια να προφέρω.
Ότ' είσαι ανδρείος κι είμ' εγώ πολύ κατώτερός σου,
το ξεύρω, αλλά στην δύναμιν των αθανάτων μένει
εάν και αδυνατότερος ως είμαι, την ζωήν σου
θα σβήσει τούτ' η λόγχη μου, ότι και αυτή πληγώνει».
Είπε, την λόγχην τιναχτά ρίχνει, και από το στήθος
του Αχιλλέως η Αθηνά την έγυρεν οπίσω
με σιγανή φυσηματιά κι εγύρισεν η λόγχη
κι έπεσ' εμπρός στου Έκτορος τα πόδια και ο Πηλείδης
του εχύθη επάνω ακράτητος με ορμήν να τον φονεύσει
κραυγάζοντας τρομακτικά· αλλ' άρπαξεν ο Φοίβος
τον Έκτορ' εύκολα ως θεός κι εσκέπασε με ομίχλην·
και τρεις του ετράβηξε φορές την λόγχην ο Πηλείδης
και τρεις φορές εκτύπησε τον σκοτεινόν αέρα·
και όταν με θείαν δύναμιν την τέταρτην του εχύθη
εβροντοφώνησε σ' αυτόν με λόγια φτερωμένα:
«Και πάλιν, σκύλ', εξέφυγες τον θάνατον· τον είδες
κοντά σου· πάλιν σ' έσωσεν ο Φοίβος και σ' εκείνον
ευχήσου οπόταν προχωρείς κει που κροτούν τ' ακόντια.
Θα σε απαντήσω κι ύστερα και θα σε τελειώσω,
αν κάποιος είναι των θεών κι εμέ να βοηθήσει·
δια τώρα πάλιν θα χυθώ στους άλλους όποιον έβρω».
Είπε κι ευθύς τον Δρύοπα στον τράχηλον λογχίζει
και αυτού τον άφησε νεκρόν· και τον Φιλητορίδην
Δημούχον, μεγαλόσωμον, ακόντισε στο γόνα,
και την φυγήν του έκοψε, κι έπειτα με το μέγα
ξίφος του επήρε την ζωήν· κατόπιν στα δυο τέκνα
του Βίαντος, Λαόγονον και Δάρδανον εχύθη,
και κάτω από την άμαξαν τους βρόντησε, τον έναν
με το κοντάρι και σιμά τον άλλον με το ξίφος.
Και ο Τρως υιός του Αλάστορος επρόσπεσεν εμπρός του,
ίσως τον πιάσει ζωντανόν και την ζωήν του αφήσει,
αν ήθελε να σπλαχνισθεί την όμοιαν ηλικίαν,
μωρός, και δεν εννόησε, που δεν θα τον μαλάξει·
ότι δεν ήταν άνθρωπος γλυκός, δεν ήταν πράος,
αλλ' ήταν σφόδρ' αράθυμος· και να τον ικετεύσει
τον έπιανε απ' τα γόνατα, κι εκείνος το συκώτι
του πλήγωσε με μάχαιραν, και ως το συκώτι εχύθη
το στήθος αίμα εγέμισε, κι εσκέπασε μαυρίλα
τα μάτια του· και ο Αχιλλεύς τον Μούλιον λογχίζει
στ' αυτί και μέσ' απ' τ' άλλο αυτί ξεβγήκε η χάλκιν' άκρη.
Κατόπι ευθύς την κεφαλήν του Αγηνορίδου Εχέκλου
έσχισε με το ξίφος του, και ολόβολ' η λεπίδα
από το αίμα επύρωσε· και του 'κλεισαν τα μάτια
η μοίρα η παντοδύναμη, και του θανάτου ο σκότος·
κι εκεί του Δευκαλίωνος την κλείδωσιν του αγκώνος
με λόγχην εδιατρύπησε· και αυτός με κρεμασμένο
το χέρι εστάθη κι έβλεπε τον θάνατον εμπρός του,
ώσπου τον σβέρκον του 'κοψεν εκείνος με το ξίφος
που η κεφαλή ροβόλησε μακράν μ' όλο το κράνος·
τότ' έξω από τον σφόνδυλα πετάχθη το μεδούλι,
και αυτός νεκρός ετέντωσε· κατόπιν τον Πειρείδην
Ρίγμον της Θράκης, μαχητήν εξαίσιον ακοντίζει·
εμπήχθ' η λόγχη στην κοιλιά κι εβρόντησε απ' τ' αμάξι
Ομοίως τον Αρηίθοον λογχίζει ακόλουθόν του,
μεσόπλατα, όπως έστρεψε τους ίππους και απ' τ' αμάξι
κάτω στην γην τον έσπρωξε κι οι ίπποι εταραχθήκαν.
Και όπως σ' ηλιόκαυτο βουνό τρανή φωτιά μανίζει
και μέσα στες βαθιές λακκιές τα δένδρα καίοντ' όλα
και ο άνεμος εδώ κι εκεί την φλόγα περιστρέφει,
τόσο και αυτός ωσάν θεός ελύσσα με την λόγχην
εδώ κι εκεί φονεύοντας, και η γη πλημμύριζ' αίμα.
Και ως όταν πλατυμέτωπα δυο βόδι' ανδρειωμένα
ζεύουν στ' αλώνι τ' όμορφο, κριθάρι να πατήσουν
και κάτω από τα πόδια τους εκείνο ξεπορτίζει·
όμοια τα στερεόποδα πουλάρια του γενναίου
Πηλείδου ασπίδες και νεκρούς πατούσαν, και τ' αξόνι
και τα πλευρά της άμαξας μαυρίζαν απ' το αίμα,
ως το ραντίζαν οι τροχοί και οι οπλές των ίππων.
Και πρόθυμος να δοξασθεί με νίκην ο Πηλείδης
είχε τα χέρι' ανίκητα μ' αίμα πηκτό βαμμένα. ΧΡΥΣΗΙΣ
ολόγυρά σου, αχόρταγε στον πόλεμον, Πηλείδη,
και οι Τρώες αρματώνονταν στον όχθον του πεδίου·
κι είπεν ο Ζευς της Θέμιστος απ' την κορφήν του Ολύμπου,
να συναθροίσει τους θεούς, και αυτή παντού γυρνώντας
τους εκαλούσε στου Διός να συναχθούν το δώμα.
Κανείς από τους ποταμούς δεν έλειψεν ή μόνος
ο Ωκεανός, δεν έλειψε καμιά νύμφη απ' όσες
κρατούν τα δάση, τες πηγές και τα χλωρά λιβάδια·
και εις το δώμα ως έφθαναν του νεφελοσυνάκτη,
εκάθιζαν στες αίθουσες τες καλοσκαλισμένες,
που ο νους του Ηφαίστου εποίησεν εις τον πατέρα Δία.
Και της θεάς υπάκουσεν ακόμη ο κοσμοσείστης·
ήλθεν από τη θάλασσαν στη μέση της συνόδου,
εκάθισε και την βουλήν ερώτα του Κρονίδη:
«Κεραυνοβόλε, τους θεούς τι πάλι συναθροίζεις;
Μη για τους Τρώας και Αχαιούς σκέπτεται κάτι ο νους σου;
Ότι στενά τώρ' άναψαν την μάχην μεταξύ τους».
«Ω Ποσειδών, ενόησες», του απάντησεν ο Δίας,
«την σκέψιν πώς μ' εκίνησεν εδώ να σας καλέσω
εις σύνοδον· πονώ γι' αυτούς αν κι είναι αφανισμένοι·
αλλά εγώ καθήμενος στον Όλυμπον θα μείνω
να τέρπομαι κοιτάζοντας· σεις κατεβείτ' οι άλλοι
όλ' οι θεοί στον πόλεμον των Αχαιών και Τρώων,
τούτων ή εκείνων βοηθός, καθένας όπου κλείνει.
Ότι αν κτυπήσει ανέμποδα τους Τρώας ο Πηλείδης,
ουδέ στιγμήν την δύναμιν εκείνου θα κρατήσουν
αυτοί· και πριν τον έτρεμαν και να τον βλέπουν μόνον.
Και τώρα που του φίλου του τον αγριεύει ο φόνος,
φοβούμαι μη και πρόωρα το τείχος τους πατήσει».
Είπε και πόλεμον φρικτόν εσήκωσε ο Κρονίδης.
Και οι θεοί διχόγνωμα στον πόλεμον εμπήκαν,
η Ήρα με την Αθηνά στ' Αχαϊκά καράβια,
ο γεωφόρος Ποσειδών, μ' αυτόν ο δωροδότης
Ερμής, που ο νους του πάμπολλα σοφίσματα γνωρίζει,
ο Ήφαιστος με έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του
που εχώλαινεν και αχαμνά τα σκέλη του εσαλεύαν·
και με τους Τρώας πέρασεν ο λοφοσείστης Άρης
με την τοξεύτραν Άρτεμιν και ο μακρομάλλης Φοίβος
και με τον Ξάνθον η Λητώ και η πρόσχαρη Αφροδίτη.
Όσο μακράν απ' τους θνητούς οι αθάνατοι απομέναν
περηφανεύοντ' οι Αχαιοί, διότι εξαναφάνη
ο Αχιλλεύς που άφηνε τόσον καιρόν την μάχην.
Αλλά των Τρώων έπιασε τρόμος φρικτός τα μέλη,
καθώς εμπρός τους έβλεπαν τον γρήγορον Πηλείδην
όμοιον, στα όπλα ως έλαμπε, του ανθρωποφόνου Άρη.
Και όταν στην σμίξιν των ανδρών οι Ολύμπιοι κατεβήκαν
σηκώθ' η Έρις, δυνατή κινήτρα των ανδρείων,
και κραυγήν έσυρ' η Αθηνά πότε στον λάκκον έξω
του τείχους, πότε οπού βροντά το κύμα στ' ακρογιάλι.
Και απ' τ' άλλο μέρος σκοτεινός σαν θύελλα ο Αρης,
πότε από την ακρόπολιν εκραύγαζε στους Τρώας,
και πότ' απ' τον Σιμόεντα εις την Καλλικολώνην.
Έτσ' οι μακάριοι θεοί τους δυο στρατούς κινούσαν
με βαρύ πείσμα και χολήν ν' ανοίξουν τον αγώνα.
Φρικτά εβρόντησε θεών και ανθρώπων ο πατέρας
από ψηλά και κάτωθεν της γης τ' άπειρο πλάτος
και τα υψικόρυφα βουνά τινάζει ο κοσμοσείστης·
της Ίδης όλες οι ποδιές κι οι κορυφές εσειόνταν
και τ' άρμενα των Αχαιών και η πόλις του Πριάμου.
Και ο βασιλέας των νεκρών κάτω απ' την γην φοβήθη
ο Αϊδωνεύς και με κραυγήν πετάχθη από τον θρόνον,
μη σχίσει απάνω του την γην ο μέγας κοσμοσείστης,
και ιδούν θεοί και άνθρωποι την μαύρην κατοικίαν,
οπού κι οι αθάνατοι μισούν, φρικτήν και αραχνιασμένην.
Τόσην αντάραν οι θεοί σηκώναν πολεμώντας.
Διότι ενάντια εστέκονταν στον μέγαν Ποσειδώνα
ο Απόλλων Φοίβος που κρατεί τα φτερωμένα βέλη.
Και η γλαυκόφθαλμη Αθηνά στον ανδροφόνον Άρην,
της Ήρας πάλ' η Άρτεμις, η αδελφή του Φοίβου
που στο κυνήγι ευφραίνεται με τα χρυσά της βέλη
και της Λητούς ο κρατερός Ερμής αγαθοδότης·
του Ηφαίστου ο μέγας ποταμός οπού τον λέγουν Ξάνθον
οι αθάνατοι, και Σκάμανδρον οι άνθρωποι ονομάζουν.
Κι ενώ θεών αντίμαχοι θεοί τότ' εκινούσαν,
ο Αχιλλεύς τον Έκτορα στο πλήθος ν' αντικρίσει
ελαχταρούσε, ότι η ψυχή τον έσπρωχνε μ' εκείνου
το αίμα να ποτίσει εκεί τον πολεμάρχον Άρην.
Και τον Αινείαν σήκωσεν ενάντια στον Πηλείδην
ο Φοίβος και του εγέμισε τα στήθη ανδραγαθίαν.
Ομοιώθη του Λυκάονος εις την φωνήν ο Φοίβος,
του Πριαμίδη κι έλεγεν: «Ω βουληφόρ' Αινεία,
τι γίναν οι φοβέρες σου με γεμιστό ποτήρι
που υπόσχοσουν κατέμπροσθεν στους βασιλείς της Τροίας
πως θα 'βγαινες στον πόλεμον ενάντια του Αχιλλέως;»
«Τι μ' αναγκάζεις κι άθελα», του απάντησ' ο Αινείας,
«Πριαμίδη, τον απόκοτον Πηλείδη ν' αντικρίσω;
Δεν θα είναι αυτή πρώτη φορά που θα στηθώ εμπρός του·
άλλοτε μ' εκυνήγησεν αυτός από την Ίδην,
σαν έπεσε τους μόσχους μας να λαφυραγωγήσει
και να Λυρνήσσια πόρθησε και τα Πηδάσια τείχη·
αλλά εμένα εφύλαξεν η δύναμις του Δία
που την καρδιά μου εθάρρεψε και τα γοργά μου σκέλη.
Αλλέως θα μ' εφόνευαν τα χέρια του Αχιλλέως,
κι η Αθηνά που ανοίγοντας τον δρόμον έμπροσθέν του
τον εκεντούσε Λέλεγας και Τρώας να θερίζει·
να μάχεται δεν δύναται θνητός με τον Πηλείδη,
τ' είναι στο πλάγι του θεός που πάντοτε τον σκέπει·
έπειτα εκείνου ίσια πετά το βέλος ουδέ γέρνει
πριν σχίσει σάρκ' ανθρώπινην· και αν ο θεός το τέλος
της μάχης ίδια ετέντωσε, εμέ δεν θα νικήσει
ευκόλως, αν κι επαίρεται στα ολόχαλκ' άρματά του».
«Εμπρός, ω ήρως, ζήτησε», του απάντησεν ο Φοίβος,
«και συ την χάριν των θεών, αφθάρτων, αιωνίων·
σε γέννησε η διογέννητη, ως λέγουν, Αφροδίτη,
και αυτός από κατώτερον θεόν γενιοκρατιέται·
είναι αυτή κόρη του Διός, η άλλη του Νηρέως·
αλλ' ίσια ρίξε τον σκληρόν χαλκόν, και μη δειλιάσεις
από τα λόγια τα πικρά και τους φοβερισμούς του».
Είπε και ανδρείαν έβαλε πολλήν στον βασιλέα
που ολόλαμπρος μες στ' άρματα εβγήκε στους προμάχους·
και του Αγχίση τον υιόν είδεν ευθύς η Ήρα
πως μες στο πλήθος πήγαινεν ενάντια του Πηλείδου·
τους άλλους σύναξε θεούς και προς εκείνους είπε:
«Ω Ποσειδών και Αθηνά, σκεφθείτε σεις οι δύο
στον λογισμόν σας πώς αυτά τα πράγματα θα γίνουν·
ο Αινείας ολαρμάτωτος ενάντια στον Πηλείδην
εκίνησε ως τον έσπρωξε τώρα η φωνή του Φοίβου·
και ημείς ή θα τον κάμομεν εκείθε να μακρύνει,
ή κάποιος να στηθεί απ' εμάς στο πλάγι του Αχιλλέως
να λάβει δύναμιν πολλήν και στην ψυχήν του θάρρος,
να μάθει ότι των θεών τον αγαπούν οι πρώτοι
και είν' οι άλλοι ουτιδανοί που απ' αρχής τους Τρώας
εις τους κινδύνους βοηθούν του φοβερού πολέμου·
και όλ' ήρθαμε απ' τον Όλυμπον να σμίξομε στην μάχην
τούτην, μη πάθει τι κακόν αυτός από τους Τρώας
σήμερα, και μετέπειτα θα πάθει, ό,τ' η μοίρα
του έγνεσε, όταν εις το φως τον έβγαλε η μητέρα·
και αν όλ' αυτά θεού φωνή δεν τον πληροφορήσει
θα πάρει φόβον, αν θεός ενάντια του προβάλει
στην μάχην· είναι φοβεροί θεοί φανερωμένοι».
Και ο κοσμοσείστης Ποσειδών σ' εκείνην απαντούσε:
«Ω Ήρα, χωρίς αφορμήν δεν πρέπει να θυμώνεις·
μάχης αρχήν εις τους θεούς να δώσομε δεν θέλω
εμείς οι άλλοι πού 'μαστε ανώτεροι από εκείνους·
αλλ' από πάτημα μακράν, σ' αγνάντιο καθισμένοι
τώρα θα μείνομεν ημείς, και ας πολεμούν εκείνοι·
αλλ' εάν μάχης κάμει αρχήν ο Άρης ή ο Φοίβος
ή εμπόδιον εις τον πόλεμον προσφέρουν του Αχιλλέως,
τότε κι εμείς θα σμίξομε μ' εκείνους στον αγώνα
και πολύ γρήγορα, θαρρώ, θα φύγουν απ' την μάχην
να έβρουν εις τον Όλυμπον τους άλλους αθανάτους
απ' την ορμήν των δυνατών χεριών μας συντριμμένοι».
Είπε κι επροπορεύθηκεν ο Ποσειδών να φθάσει
στο τείχος το περίχωστο του θείου Ηρακλέους,
που υψηλόν η Αθηνά του εσήκωσε και οι Τρώες,
να το 'χει καταφύγι του όσες φορές το κήτος
απ' τ' ακρογιάλι στην στεριά τον κατακυνηγούσε.
Κει ο Ποσειδών με τους θεούς εκάθισε τους άλλους
κι εσκέπασαν με σύγνεφο θαμπό τα σώματά τους.
Και ολόγυρά σου, ω φωτεινέ Απόλλων, και του Άρη
εκείνοι πέρα εκάθιζαν εις την Καλλικολώνην.
Συλλογισμένοι εκάθονταν και τα δυο μέρη ομοίως
και του πικρού πολέμου αρχήν να κάμουν δεν εστέργαν,
και όπου εκάθιζε ψηλά ο Ζευς εδιάβαζ' όλα.
Έλαμπε ωστόσο απ' τον χαλκόν κι εγέμισε η πεδιάδα
απ' άνδρες κι ίππους και ως ομού προβαίναν τράνταζ' όλη
από τα πόδια τους η γη και άνδρες εξαίσιοι δύο
ανάμεσα των δυο στρατών να κτυπηθούν ορμήσαν,
ο Αινείας του Αγχίση υιός και ο θείος Αχιλλέας.
Και πρώτος φοβεριστικά προχώρησεν ο Αινείας
το βαρύ κράνος κλίνοντας, και την ασπίδα εκράτει
εμπρός στο στήθος κι έσειε το χάλκινο κοντάρι.
Και απ' τ' άλλο μέρος ο Αχιλλεύς του εχύθη ωσάν λεοντάρι
κακοποιό, που άνδρες πολλοί ζητούν να το φονεύσουν,
του τόπου όλος ο λαός· και πρώτα εμπρός προβαίνει
αψήφιστα, αλλ' αν κανείς επάνω του ακοντίσει
μαζώνεται να πεταχθεί και ως χάσκει αφρόν γεμίζουν
τα δόντια του και μέσα του βόγγ' η ψυχή γενναία.
Τα δυο πλευρά και τα μεριά με την ουρά του πλήττει
και τον εαυτόν του μόνο του στην μάχην εμψυχώνει,
και με το βλέμμ' αστραφτερό, εμπρός ορμά να κόψει
κανέναν ή να πέσει αυτό ανάμεσα στους πρώτους.
Όμοια κινούσε ανδράγαθη καρδιά τον Αχιλλέα
εκεί τον μεγαλόψυχον Αινείαν ν' απαντήσει.
Και όταν όρμησαν και οι δυο εβρέθηκαν αντίκρυ.
Ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ' εκείνον πρώτος είπε:
«Αινεία, τι τόσο μακράν εβγήκες απ' το πλήθος
εμπρός μου, τάχα επιθυμείς μ' εμέ να πολεμήσεις;
Θαρρείς θα γίνεις βασιλεύς των ιπποδάμων Τρώων
και του Πριάμου ισότιμος; Αλλά και αν με φονεύσεις
γι' αυτό σ' εσέ ο Πρίαμος το σκήπτρο δεν θα δώσει.
Έχει παιδιά και ακέραιον κρατεί τον νουν του ακόμη.
Οι Τρώες μη σου εχώρισαν εξαίσιο περιβόλι
να το 'χεις κήπον εύμορφον και κάρπιμο χωράφι
αν με φονεύσεις; Εύκολα δεν θα το κατορθώσεις
και άλλοτε σ' εκυνήγησεν η λόγχη μου πιστεύω.
Ή δεν θυμάσαι όταν μακράν από τους μόσχους μόνον
με των ποδιών μου την ορμήν της Ίδης απ' τα όρη
σ' έδιωξα; Και δεν έστρεψες ποσώς εις την φυγήν σου.
Μου έφυγες στην Λυρνησσόν, κι εκείνην με το χέρι
της Αθηνάς και του Διός επόρθησα κι επήρα
λάφυρα τες γυναίκες τους να ζουν εις την δουλείαν.
Και σε τότ' έσωσεν ο Ζευς με τους θεούς τους άλλους.
Αλλά κακά στοχάζεσαι πως τώρα θα σε σώσουν.
Αλλά να μην αντιταχθείς σ' εμέ σε συμβουλεύω
και στρέψε οπίσω στον στρατόν πριν πάθεις απ' εμένα·
αφού του γίνει το κακό τότε ο μωρός μαθαίνει».
Κι είπε ο Αινείας προς αυτόν: «Πηλείδη, μην ελπίσεις
ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια να με σκιάξεις
ότι κι εγώ ξέρω καλά παρόμοια να προφέρω
πειρακτικά πικρότατα· κι εμείς ο ένας τ' άλλου
την γενεάν γνωρίζομεν και τους γονείς ομοίως
από τες φήμες των θνητών, διότι τους δικούς μου
εσύ δεν είδες μήτ' εγώ ποτ' είδα τους δικούς σου.
Εσένα λέγουν γέννημα του σεβαστού Πηλέως
απ' την θαλάσσιαν Θέτιδα με τες καλές πλεξίδες·
και ότ' είμ' εγώ πάλιν υιός του Αγχίση του γενναίου
καυχώμαι και μητέρα μου την Αφροδίτην έχω.
Ή τούτ' ή εκείνοι σήμερα θα κλάψουν το παιδί τους·
ότι δεν θα χωρίσομεν, πιστεύω, εμείς οι δύο
με μόνα τα μωρόλογα και αυτού να παύσ' η μάχη.
Και μάθ', εάν το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις
την ιδικήν μας γενεάν, αν και πολλοί την ξεύρουν·
πρώτον ο Ζευς τον Δάρδανον εγέννησε και κτίζει
την Δαρδανίαν, πριν εκεί στην πεδιάδα κάμουν
πάλιν οι θνητοί άνθρωποι την Ίλιον την αγίαν
και στες πολύβρυσες πλαγιές της Ίδης κατοικούσαν.
Τον Εριχθόνιον γέννησεν ο Δάρδανος εκείνον
τον βασιλέα ξακουστόν για τα πολλά του πλούτη
που τρεις χιλιάδες έβοσκαν στον βάλτον του φοράδες
περήφανες στα τρυφερά πουλάρια που εγεννήσαν.
Και κει που εβόσκαν άναψεν απ' έρωτα ο Βορέας
και, μαύρος ίππος στην μορφήν, εταίριασε μ' εκείνες·
και δώδεκα εγέννησαν πουλάρια του Βορέα.
Και όταν σκιρτούσαν ελαφρά στην γην την σιτοδότρα
στο στάχυ επάνω έτρεχαν χωρίς να το λυγίσουν·
και όταν εις τα διάπλατα σκιρτούσαν της θαλάσσης
στην κορυφήν του κύματος ξακρίζουν τον αφρόν της.
Και από τον Εριχθόνιον των Τρώων βασιλέας
ο Τρως γεννήθη και απ' αυτόν τρία λαμπρά βλαστάρια
ο Ίλος, ο Ασσάρακος και ο ισόθεος Γανυμήδης,
που εγεννήθη των θνητών ο πρώτος για το κάλλος,
που τον σηκώσαν οι θεοί για κείνα του τα κάλλη
να ζει μ' αυτούς αθάνατος και κεραστής του Δία.
Γεννά και ο Ίλος τον λαμπρόν Λαομέδοντα και τούτος
τον Τιθωνόν, τον Πρίαμον, τον Λάμπον, τον Κλυτίον,
ως και τον Ικετάονα κακό του Άρη θρέμμα·
τον Κάπυν ο Ασσάρακος, ο Κάπυς τον Αγχίσην,
τούτος εμέ και ο Πρίαμος τον Έκτορα τον θείον·
την γενεάν, το αίμ' αυτό καυχόμ' εγώ πως έχω.
Ο Ζευς αυξάνει των θνητών ή κόβει την αξίαν
ως θέλει ο δυνατότατος των αθανάτων όλων·
αλλ' ας μη φλυαρούμ' εμείς σαν νήπια μωρολόγα
ακίνητ' εδώ μένοντας στην μέσην του πολέμου
κι εμείς να ειπούμε ονειδισμούς αμέτρητους μπορούμε
που πλοίον εκατόσκαρμο το βάρος δεν σηκώνει·
στρεφτή 'ναι η γλώσσα των θνητών και πλήθος ομιλίες
γεννά, κι εδώ κι εκεί πλατύς των λόγων είναι ο τόπος.
Ώστ' όποιον λόγον και αν ειπείς, όμοιον και συ θ' ακούσεις·
αλλά τι ανάγκην έχομε ν' αντιφιλονικούμεν
εμείς και να μολύνομεν, ως κάμνουν οι γυναίκες
όταν το πείσμα και η χολή μες στην καρδιά τους βράζει
και αντιγλωσσοδέρνονται του δρόμου μες στην μέσην,
μ' αλήθειες και με ψέματα, ως η χολή τα πλάθει·
και συ την γενναιότητα με λόγια δεν θα κάμεις
να χάσω, ώσπου με τ' άρματα μ' εμέ θα πολεμήσεις.
Κι ευθύς με τα κοντάρια μας τώρ' ας δοκιμασθούμε».
Κι έριξε μες στην φοβερήν ασπίδα το κοντάρι
το δυνατό κι εβρόντησεν εκείνη από τον κτύπον.
Και από το σώμα του μακράν τον κράτησε ο Πηλείδης
φοβούμενος μην εύκολα την σπάσει πέρα πέρα
του Αινείου το μακρόσκιον κοντάρι του ανδρειωμένου·
και δεν εννόησε ο μωρός ότι τα δοξασμένα
των θεών δώρ' από θνητούς ευκόλως δε νικούνται,
μηδέ ποσώς υποχωρούν και τότε την ασπίδα
δεν έσπασε το δυνατό κοντάρι του ανδρειωμένου.
Ότι την φύλαξε ο χρυσός δώρο του Ηφαίστου θείον·
δυο δίπλες εδιαπέρασεν και τρεις ήσαν ακόμη,
τι πέντε δίπλες ο χωλός τεχνίτης είχε στρώσει,
δυο χάλκινες και μέσαθε του κασσιτέρου δύο,
μίαν χρυσήν, που εκράτησε το φράξινο κοντάρι.
Έριξε το μακρόσκιο κοντάρι και ο Πηλείδης
και του Αινείου κτύπησε την στρογγυλήν ασπίδα,
όπου χαλκός και τόμαρο λεπτά λεπτά την άκρην
εζώναν· τα διαπέρασε το πηλιακό κοντάρι
και την ασπίδα ετράνταξε· ο Αινείας τρομασμένος
την ύψωσε κι εμάζωξε το σώμα του από κάτω.
Και τους δυο κύκλους έσχισεν η λόγχη της ασπίδος,
επάνωθέν του επέταξε και μες στην γην εστάθη,
και άμα την λόγχη εξέφυγεν, ορθώθη ευθύς ο Αινείας
και αδημονία σκέπασε βαριά τους οφθαλμούς του,
από τον τρόμον πόπεσε πολύ σιμά του η λόγχη.
Τότε ο Πηλείδης έσυρε το ξίφος και του εχύθη
φωνάζοντας τρομακτικά· κι εφούκτωσ' ο Αινείας
λίθον τρανόν θεόρατον, που δεν τον φέρναν δύο
των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαιζε και μόνος.
Αυτόν στο κράνος θα 'ριχνεν εκείνου ή στην ασπίδα
και απ' όλεθρον θα εφύλαγεν η ασπίδα τον Πηλείδην
και τούτος θα του έσχιζε τα στήθη με το ξίφος,
αν να το ιδεί δεν πρόφθανεν ο μέγας κοσμοσείστης
που εστράφη ευθύς και έλεγε των άλλων αθανάτων:
«Οϊμέ, τον μεγαλόψυχον λυπούμαι τον Αινείαν
οπού ο Πηλείδης γρήγορα στον Άδην θα τον στείλει.
Ο ανόητος επείσθηκε εις ό,τι του είπε ο Φοίβος
που τώρ' από τον όλεθρον δεν θα τον προφυλάξει.
Διατί τούτος ο άπταιστος θα υποφέρει τόσο
από αλλότρια βάσανα, που των επουρανίων
θεών προσφέρει πάντοτε χαριτωμένα δώρα;
Αλλ' ας τον σώσομεν εμείς από την κακήν ώραν,
μήπως ο Ζευς πάρει χολήν, εάν τον θανατώσει
ο Αχιλλεύς· και να σωθεί διόρισεν η μοίρα.
Όπως μη άσπαρμο χαθεί το γένος του Δαρδάνου,
που ο Ζευς υπεραγάπησεν απ' όλα τα παιδιά του,
όσα του εγεννήθηκαν από θνητές γυναίκες.
Ότ' ήδη ο Ζευς εμίσησε το γένος του Πριάμου·
και όλων των Τρώων έπειτα θα βασιλεύσ' η ρώμη
του Αινείου, και των τέκνων του τα τέκνα στον αιώνα».
Σ' αυτόν η μεγαλόφθαλμη απάντησεν η Ήρα:
«Ω Ποσειδών, ο ίδιος συ σκέψου αν τον Αινείαν
θα σώσεις απ' τον θάνατον ή αν θα τον αφήσεις
να σβήσουν την ανδρείαν του τα χέρια του Αχιλλέως.
Διότ' η Αθηνά κι εγώ πολλούς ωμόσαμ' όρκους
πολλές φορές κατέμπροσθεν των αθανάτων όλων,
ποτέ να μη φυλάξομεν απ' όλεθρον τους Τρώας
μηδ' όταν σύρριζα καεί και στάκτη γίν' η Τροία
καμένη από των Αχαιών τ' ανδρειωμένα χέρια».
Τα λόγια τούτα ως άκουσεν ο μέγας κοσμοσείστης,
στην μάχην μέσα εκίνησε στων κονταριών τον κτύπον.
Και ως έφθασε όπου εβρίσκονταν ο Αινείας και ο Πηλείδης
άπλωσε πρώτα καταχνιά στα μάτια του Αχιλλέως,
κι έπειτα ευθύς το φράξινο κοντάρι λογχοφόρο
απ' την ασπίδα ετράβηξε του ανδρειωμένου Αινείου.
Και αφού το 'θεσεν εμπρός στα πόδια του Αχιλλέως,
από την γην ανάερα τινάζει τον Αινείαν.
Και τάξες υπερπήδησε πολλές ανδρών και ίππων
ο Αινείας καθώς όρμησεν απ' του θεού το χέρι,
ώσπου στην άκρην έφθασε της ταραχώδους μάχης,
που αρματωμέν' οι Καύκωνες στον πόλεμον κινούσαν.
Σ' αυτόν τότ' επλησίασεν ο Ποσειδών και του 'πε:
«Αινεία, ποίος των θεών τα λογικά σου επήρε,
και σ' έβαλε ν' αντιταχθείς του φοβερού Πηλείδου;
Κι είναι από σε καλύτερος εκείνος στην ανδρείαν
και οι θεοί τον αγαπούν, όσο θνητόν κανέναν.
Αλλ' όπου και αν απαντηθείς μ' αυτόν τα οπίσω κάμε
μη κατεβείς και πρόμοιρα στην κατοικιά του Άδου.
Και οπόταν έβρει ο θάνατος και η μοίρα τον Πηλείδην,
τότε πολέμα ξέθαρρα εμπρός εις τους προμάχους,
και άλλος κανείς των Αχαιών εσέ δεν θα φονεύσει».
Είπε και αυτού τον άφησεν, αφού του εξήγησ' όλα·
και από τα μάτια σκόρπισεν αμέσως του Αχιλλέως
την καταχνιά, και ως άνοιξε πλατιά τους οφθαλμούς του,
έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Μέγα το θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους·
την λόγχην βλέπω κατά γης και όχι τον άνδρα πλέον,
που επάνω του την έριξα για να τον θανατώσω.
Ήταν αλήθει' αγαπητός εις τους θεούς ο Αινείας,
κι εστοχαζόμουν ότι αυτός στα ψέματα εκαυχόνταν.
Ας πάει· και αν απ' τον θάνατον πρόθυμα τώρα εσώθη,
δεύτερα να δοκιμασθεί μ' εμέ δεν θα τολμήσει.
Αλλ' ας κινήσω τον λαόν των Δαναών ανδρείων
εις άλλους Τρώας δοκιμή της λόγχης μου να γίνει».
Είπε, πηδά στα τάγματα και προσταγήν τους δίδει:
«Τους Τρώας πάρτε από σιμά, ω Αχαιοί γενναίοι,
άνδρας προς άνδρα ορμήσετε, με πόθον του πολέμου.
Κι είναι για με πράγμα βαρύ, όσην και αν έχω ανδρείαν
με τόσα πλήθη μόνος μου την μάχην να κρατήσω·
μήτ' η Αθηνά μήτε ο θεός ο αθάνατος ο Άρης
με τέτοιο στόμα φοβερό πολέμου θα παλαίαν.
Αλλ' όσον εγώ δύναμαι, με πόδια και με χέρια
και με καρδιά, μηδέ στιγμήν θα οκνήσω στον αγώνα.
Θα διαπερνώ τες φάλαγγες, και όποιος από τους Τρώας,
εμπρός στην λόγχην μου ευρεθεί δεν θα χαρεί πιστεύω».
Και ο Έκτωρ πάλιν με κραυγές επρόσταζε τους Τρώας,
και να σταθούν τους έλεγεν ενάντια του Αχιλλέως:
«Μη, Τρώες γενναιόψυχοι, φοβείσθε τον Πηλείδην·
με λόγια και προς τους θεούς εγώ θα πολεμούσα·
όχι με τ' άρματα, ότι αυτοί πολύ 'ναι ανώτεροί μας.
Ούδ' ο Αχιλλεύς τα λόγια του θα κατορθώσει όλα
και απ' ό,τι ελπίζει κολοβό μέρος πολύ θα μείνει.
Κι εγώ θα πέσω επάνω του και αν πύρινά 'χει χέρια,
και αν έχει χέρια πύρινα κι έχει βαφήν σιδήρου».
Και με τις λόγχες σηκωτές προχώρησαν οι Τρώες
κι έσμιξ' η ανδρεία των δυο στρατών μ' αλαλαγμόν και βρόντον,
και τότε ο Φοίβος σίμωσε τον Έκτορα και του 'πε:
«Έκτωρ, μη πλέον προμαχείς εμπρός εις τον Πηλείδην,
αλλά στο πλήθος δέξου τον και απ' όπου βράζ' η μάχη,
μη σ' ακοντίσ' ή από σιμά σε πλήξει με το ξίφος».
Είπε και ο Έκτωρ έστρεψε στες φάλαγγες οπίσω
ότι, ως ομίλησε ο θεός, του εφόβισε τα στήθη.
Και με κραυγήν, ατρόμητος στους Τρώας ο Πηλείδης
επήδησε κι εκτύπησε τον γόνον του Οτρυντέως
εξαίσιον Ιφιτίωνα, πολλών λαών προστάτην·
νύμφη ναϊάς τον γέννησε του πορθητού πατρός του
στην πλούσιαν Ύδην κάτωθεν του χιονισμένου Τμώλου
και ως ίσια ορμούσ' ενάντια του τον λόγχισε ο Πηλείδης
στην κεφαλήν κατάμεσα κι εσχίσθη εκείν' εις δύο·
κι επάνω του, όπως βρόντησε, επαίρετ' ο Πηλείδης:
«Κείτεσαι, συ που τρόμαζες τον κόσμον, Οτρυντείδη·
έχεις εδώ τον θάνατον και στην Γυγαίαν λίμνην
την γενεάν σου, κι είν' εκεί το πατρικό σου κτήμα,
που ο βαθύς Έρμος δέχεται τον ιχθυοφόρον Ύλλον».
Είπε κι εκείνου εσκέπασε τους οφθαλμούς μαυρίλα,
κι οι άμαξες των Αχαιών με τους τροχούς τον κόψαν
στην πρώτην τάξιν· και ο Αχιλλεύς κτυπά τον πολεμάρχον
ανδρείον Δημολέοντα, του Αντήνορος βλαστάρι
στον μήλιγγα, ανάμεσα στο χάλκινό του κράνος.
Το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι,
που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ' όλος αίμα
ο εγκέφαλος· κι ενέκρωσε μ' όσην ορμήν και αν είχε.
Πάλιν τον Ιπποδάμαντα που επήδησε απ' τ' αμάξι
μεσόπλατα τον λόγχισεν ως έφευγεν εμπρός του
και ως ξεψυχούσ' εμούγκριζεν, ως κάνει ταύρος όταν
στου Ελικωνίου τον βωμόν τον σέρνουν παλικάρια,
και όπως τους βλέπει ο Ποσειδών ευφραίνεται η καρδιά του.
Τόσο εβογγούσε ως έβγαινε η αδάμαστη ψυχή του.
Στον Πριαμίδην έπειτα Πολύδωρον εχύθη·
τούτον από τον πόλεμον εμπόδιζε ο πατέρας,
ότ' ήταν το υστερόγεννο και αγαπητό παιδί του,
ανεμοπόδης φοβερός και τότε απ' αγνωσιά του
μες στους προμάχους έτρεχε να δείξει πόσο αξίζουν
τα πόδια του, ώσπου έχασε την ποθητήν ζωήν του.
Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης
στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι
χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.
Και η λόγχη αντίκρυ σχίζοντας τον ομφαλόν του εβρήκε·
σκούζοντας εγονάτισε, το φως δεν είδε πλέον
και με τα χέρια τ' άντερα σκυμμένος εβαστούσε.
Άμ' είδε τον αυτάδελφον Πολύδωρον ο Έκτωρ
χάμω στην γην να στρέφεται με τ' άντερα στα χέρια,
θάμπωμα του 'λθε και μακράν ακόμη να γυρίζει
δεν έστερξε, αλλ' εχύθηκεν επάνω στον Πηλείδην
ωσάν φωτιά, τινάζοντας την λόγχην· και ως τον είδε
ο Αχιλλέας εσκίρτησε και υπερηφάνως είπε:
«Κοντά 'ναι αυτός που μ' έκαψε στα σπλάχνα, οπού τον φίλο
τον ποθητόν μου εφόνευσε· και ο ένας απ' τον άλλον
πλέον δεν θα κρυβόμασθε στες δίπλες του πολέμου».
Και μ' άγριο βλέμμα εκοίταξε τον Έκτορα και του 'πε:
«Πλησίασε, ταχύτερα να ιδείς τον όλεθρόν σου».
Και ατρόμητος του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Μη ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια εμέ να σκιάξεις,
Πηλείδη, ελπίσεις· επειδή κι εγώ καλά γνωρίζω
πειρακτικά πικρότατα παρόμοια να προφέρω.
Ότ' είσαι ανδρείος κι είμ' εγώ πολύ κατώτερός σου,
το ξεύρω, αλλά στην δύναμιν των αθανάτων μένει
εάν και αδυνατότερος ως είμαι, την ζωήν σου
θα σβήσει τούτ' η λόγχη μου, ότι και αυτή πληγώνει».
Είπε, την λόγχην τιναχτά ρίχνει, και από το στήθος
του Αχιλλέως η Αθηνά την έγυρεν οπίσω
με σιγανή φυσηματιά κι εγύρισεν η λόγχη
κι έπεσ' εμπρός στου Έκτορος τα πόδια και ο Πηλείδης
του εχύθη επάνω ακράτητος με ορμήν να τον φονεύσει
κραυγάζοντας τρομακτικά· αλλ' άρπαξεν ο Φοίβος
τον Έκτορ' εύκολα ως θεός κι εσκέπασε με ομίχλην·
και τρεις του ετράβηξε φορές την λόγχην ο Πηλείδης
και τρεις φορές εκτύπησε τον σκοτεινόν αέρα·
και όταν με θείαν δύναμιν την τέταρτην του εχύθη
εβροντοφώνησε σ' αυτόν με λόγια φτερωμένα:
«Και πάλιν, σκύλ', εξέφυγες τον θάνατον· τον είδες
κοντά σου· πάλιν σ' έσωσεν ο Φοίβος και σ' εκείνον
ευχήσου οπόταν προχωρείς κει που κροτούν τ' ακόντια.
Θα σε απαντήσω κι ύστερα και θα σε τελειώσω,
αν κάποιος είναι των θεών κι εμέ να βοηθήσει·
δια τώρα πάλιν θα χυθώ στους άλλους όποιον έβρω».
Είπε κι ευθύς τον Δρύοπα στον τράχηλον λογχίζει
και αυτού τον άφησε νεκρόν· και τον Φιλητορίδην
Δημούχον, μεγαλόσωμον, ακόντισε στο γόνα,
και την φυγήν του έκοψε, κι έπειτα με το μέγα
ξίφος του επήρε την ζωήν· κατόπιν στα δυο τέκνα
του Βίαντος, Λαόγονον και Δάρδανον εχύθη,
και κάτω από την άμαξαν τους βρόντησε, τον έναν
με το κοντάρι και σιμά τον άλλον με το ξίφος.
Και ο Τρως υιός του Αλάστορος επρόσπεσεν εμπρός του,
ίσως τον πιάσει ζωντανόν και την ζωήν του αφήσει,
αν ήθελε να σπλαχνισθεί την όμοιαν ηλικίαν,
μωρός, και δεν εννόησε, που δεν θα τον μαλάξει·
ότι δεν ήταν άνθρωπος γλυκός, δεν ήταν πράος,
αλλ' ήταν σφόδρ' αράθυμος· και να τον ικετεύσει
τον έπιανε απ' τα γόνατα, κι εκείνος το συκώτι
του πλήγωσε με μάχαιραν, και ως το συκώτι εχύθη
το στήθος αίμα εγέμισε, κι εσκέπασε μαυρίλα
τα μάτια του· και ο Αχιλλεύς τον Μούλιον λογχίζει
στ' αυτί και μέσ' απ' τ' άλλο αυτί ξεβγήκε η χάλκιν' άκρη.
Κατόπι ευθύς την κεφαλήν του Αγηνορίδου Εχέκλου
έσχισε με το ξίφος του, και ολόβολ' η λεπίδα
από το αίμα επύρωσε· και του 'κλεισαν τα μάτια
η μοίρα η παντοδύναμη, και του θανάτου ο σκότος·
κι εκεί του Δευκαλίωνος την κλείδωσιν του αγκώνος
με λόγχην εδιατρύπησε· και αυτός με κρεμασμένο
το χέρι εστάθη κι έβλεπε τον θάνατον εμπρός του,
ώσπου τον σβέρκον του 'κοψεν εκείνος με το ξίφος
που η κεφαλή ροβόλησε μακράν μ' όλο το κράνος·
τότ' έξω από τον σφόνδυλα πετάχθη το μεδούλι,
και αυτός νεκρός ετέντωσε· κατόπιν τον Πειρείδην
Ρίγμον της Θράκης, μαχητήν εξαίσιον ακοντίζει·
εμπήχθ' η λόγχη στην κοιλιά κι εβρόντησε απ' τ' αμάξι
Ομοίως τον Αρηίθοον λογχίζει ακόλουθόν του,
μεσόπλατα, όπως έστρεψε τους ίππους και απ' τ' αμάξι
κάτω στην γην τον έσπρωξε κι οι ίπποι εταραχθήκαν.
Και όπως σ' ηλιόκαυτο βουνό τρανή φωτιά μανίζει
και μέσα στες βαθιές λακκιές τα δένδρα καίοντ' όλα
και ο άνεμος εδώ κι εκεί την φλόγα περιστρέφει,
τόσο και αυτός ωσάν θεός ελύσσα με την λόγχην
εδώ κι εκεί φονεύοντας, και η γη πλημμύριζ' αίμα.
Και ως όταν πλατυμέτωπα δυο βόδι' ανδρειωμένα
ζεύουν στ' αλώνι τ' όμορφο, κριθάρι να πατήσουν
και κάτω από τα πόδια τους εκείνο ξεπορτίζει·
όμοια τα στερεόποδα πουλάρια του γενναίου
Πηλείδου ασπίδες και νεκρούς πατούσαν, και τ' αξόνι
και τα πλευρά της άμαξας μαυρίζαν απ' το αίμα,
ως το ραντίζαν οι τροχοί και οι οπλές των ίππων.
Και πρόθυμος να δοξασθεί με νίκην ο Πηλείδης
είχε τα χέρι' ανίκητα μ' αίμα πηκτό βαμμένα. ΧΡΥΣΗΙΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου