ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Η΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ

                ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Η΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Είπε, τες Πύλες άφησε κι εβγήκε ο μέγας Έκτωρ·
και ο αδελφός του Αλέξανδρος εβάδιζε σιμά του
και ολόγυρα τον πόλεμον, την μάχην εδιψούσαν.
Και ως όταν πρίμος άνεμος από θεόν εστάλη,
στους ναύτες πολυπόθητος, που κατακουρασμένοι 
με τα καλόξυστα κουπιά το πέλαγος οργώνουν,
τόσο κι εκείνοι ποθητοί φανήκαν εις τους Τρώας.
Αμέσως τον Μενέσθιον εγκάτοικον της Άρνης,
που γέννησ' ο Αρηίθοος, ροπαλοφόρος άνδρας,
κι η ωραία Φυλομέδουσα, νεκρόν τον ρίχνει ο Πάρις 
Ο Έκτωρ εις τον τράχηλον λογχίζει τον Ηονέα
κάτω από το καλόχαλκο στεφάνι, ώστ' ενεκρώθη.
Και των Λυκίων ο αρχηγός, ο Ιππολοχίδης Γλαύκος,
τον Δεξιάδην κτύπησεν Ιφίνοον στην πλάτην,
ως εις τ' αμάξι ανέβαινε στην ταραχήν της μάχης, 
κι έπεσεν απ' την άμαξαν κι εβγήκεν η ψυχή του.
Και ως τους ενόησ' η Αθηνά, που στον δεινόν αγώνα
τους Αχαιούς εσύντριβαν, εχύθη από του Ολύμπου
τες κορυφές κι εστάθηκε στην ιερήν Τρωάδα.
Την ξάνοιξε απ' την Πέργαμον ο Απόλλων κι ήλθ' εμπρός της· 
των Τρώων ήθελεν αυτός την νίκην· τότε οι δύο
αθάνατοι απαντήθηκαν κει πού 'ναι ρίζα φράξου.
Πρώτος ο γόνος του Διός ο Απόλλων σ' αυτήν είπε:
«Τι πάλιν απ' τον Όλυμπον, ω κόρη του Κρονίδη,
όρμησες, καθώς σ' έσπρωξεν η μεγαλοψυχία; 
Στους Δαναούς συ βούλεσαι την νίκην να γυρίσεις,
ότι ποσώς τον όλεθρον δεν συμπονείς των Τρώων.
αλλ' αν δεχθείς ό,τι θα ειπώ, θαρρώ που θα ωφελήσεις.
Δια σήμερον ας παύσομεν τον φονικόν αγώνα·
θα πολεμήσουν ύστερον, έως ότου της Ιλίου 
το τέλος να βρουν, επειδή σας των θεών των δύο
τούτην να εξολοθρεύσετε την πόλιν τόσο αρέσει».
Τότε η γλαυκόματη Αθηνά του είπε: «Μακροβόλε,
ας γίνει αυτό που επιθυμείς· μ' αυτήν κι εγώ την γνώμην
κατέβηκ' απ' τον Όλυμπον στους Αχαιούς και Τρώας. 
Αλλά ειπέ, πώς των ανδρών την μάχην θενά παύσεις; »
Και ο Φοίβος του Διός υιός σ' εκείνην απαντούσε:
«Του Έκτορος ας σπρώξομε την φλογερήν καρδίαν,
έναν από τους Δαναούς να προκαλέσει μόνος,
αντίπαλοι να κτυπηθούν εις φονικόν αγώνα, 
και αυτοί θα φιλότιμηθούν έναν να σπρώξουν άνδρα
που με τον θείον Έκτορα να πολεμήσει μόνος».
Αυτά 'πε και η γλαυκόματη θεά τον λόγον στέργει.
Και ο Πριαμίδης Έλενος ενόησε την γνώμην,
που άρεσε των δύο θεών αυτού που εβουλευόνταν· 
τον Έκτορα επλησίασε και του 'πε: «Ω Πριαμίδη
Έκτωρ, οπού στην φρόνησιν ομοιάζεις με τον Δία,
θα εδέχοσουν ό,τι θα ειπώ; Είμαι αδελφός σου· κάμε
οι Τρώες όλοι κ' οι Αχαιοί να παύσουν, να καθίσουν,
και συ τον ανδρειότερον των Αχαιών εις μάχην 
προκάλεσε ν' αγωνισθεί μόνος με σένα μόνον·
ότι δεν ήλθ' η ώρα σου στον πόλεμον να πέσεις·
στον νουν μου το εφανέρωσε φωνή των αθανάτων».
Αυτά 'πε και αναγάλλιασεν ο Έκτωρ εις τον λόγον·
στην μέσην βγήκε, εχώρισε τες φάλαγγες των Τρώων 
κι έσφιγγε λόγχην· και όλα ευθύς εκάθισαν τα πλήθη,
εκάθισαν κι οι Αχαιοί, ως πρόσταξ' ο Ατρείδης·
και ο Φοίβος με την Αθηνά στους κλάδους ησυχάζαν
του υψηλού φράξου του πατρός Διός αιγιδοφόρου,
εις την μορφήν γυπαετοί κι εχαίροντο τους άνδρες· 
κι ήσαν οι αράδες στριμωκτές και ως λόγγος εφαντάζαν
ασπίδες και κοντάρια και περικεφαλαίες·
και ως του Ζεφύρου η πρώτη ορμή την θάλασσαν σουφρώνει
κι εκείνο τ' ανατρίχιασμα τη θάλασσαν μαυρίζει,
ομοίως και των Αχαιών οι αράδες και των Τρώων 
εις το πεδίον· κι έλεγεν ο Έκτωρ εις την μέσην:
«ακούτε, Τρώες και Αχαιοί λαμπροκνημιδοφόροι,
ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με·
τους όρκους δεν στερέωσεν ο υψίθρονος Κρονίδης,
αλλ' ετοιμάζει συμφορές και στα δυο μέρη ωσότου 
ή σεις την Τροίαν πάρετε την καλοτειχισμένην,
ή σας συντρίψομεν εμείς σιμά στα κοίλα πλοία·
έχετε των Παναχαιών άνδρες στην μάχην πρώτους·
και όποιος αυτών επιθυμεί μ' εμέ να πολεμήσει,
ας έλθει εδώ ν' αντιταχθεί στον Έκτορα τον θείον· 
και ιδού τι λέγω· μάρτυρα σ' εμάς καλώ τον Δία·
και αν με φονεύσ' η λόγχη του, ας πάρει τ' άρματά μου
εις τα γοργά καράβια σας, αλλά στα γονικά μου
το σώμα θ' αποδώσει αυτός όπως εις τον νεκρόν μου
την τιμήν δώσουν του πυρός και άνδρες και γυναίκες· 
και αν να τον ρίξ' η λόγχη μου την δόξαν δώσει ο Φοίβος,
εγώ θα πάρω τ' άρματα στην Ίλιον την αγίαν
να τα κρεμάσω στον ναόν του τοξοφόρου Φοίβου,
και θ' αποδώσω τον νεκρόν στα γρήγορα καράβια,
οι κομοτρόφοι Αχαιοί να τον ενταφιάσουν 
και στον πλατύν Ελλήσποντον να του σηκώσουν μνήμα.
Και των κατόπιν γενεών κάποιος θα ειπεί περνώντας
με καράβι πολύσκαρμο στα μελαψά πελάγη:
«Ανδρός οπού απέθανε το πάλαι ιδού το μνήμα.
και ο μέγας Έκτωρ φόνευσεν αυτόν τον ανδρειωμένον. 
Αυτό θα ειπούν και η δόξα μου ποτέ δεν θα 'χει τέλος».
Αυτά 'πε και ως τον άκουσαν άφωνοι εμείναν όλοι·
να τ' αρνηθούν εντρέποντο, να το δεχθούν ετρέμαν·
και τέλος ο Μενέλαος σηκώθη πονεμένος
εγκάρδια και τους ύβριζεν: «Οϊμέ φοβερολόγοι», 
τους είπεν, «όχι Αχαιοί, αλλ' Αχαιίδες πλέον,
αισχύνη θα 'ναι τρομερή των Δαναών, ανίσως
αντίπαλος του Έκτορος δεν έβγει εδώ κανένας·
αλλά σεις αίμα και νερό γενείτε, όπως σας βλέπω
αυτού να κάθεσθ' άδοξοι με την ψυχήν χαμένην· 
κι εγώ θα ζώσω τ' άρματα ν' αντιταχθώ σ' εκείνον·
κι είναι στα χέρια των θεών οι κορυφές της νίκης».
Αυτά 'πε και αρματώθηκε· τότε, Μενέλαε, πλέον
θα βρες από τον Εκτορα το τέλος της ζωής σου,
που ήτο εκείνος στ' άρματα πολύ καλύτερός σου, 
εάν δεν εσηκώνοντο και δεν σ' επιάναν όλοι
οι βασιλείς των Αχαιών· και ο μέγας Αγαμέμνων
σ' έπιασε από την δεξιάν και σου 'λεγε: «Τον νουν σου
έχασες, ω Μενέλαε, και αυτό δεν σου συμφέρει·
υπόμεινε, διογέννητε, τον πόνον της καρδιάς σου· 
μ' άνδρ' από σε καλύτερον ν' αγωνισθείς μη θέλεις,
με τον Πριαμίδην Έκτορα που τον τρομάζουν όλοι·
και ο Αχιλλεύς οπού πολύ στην ρώμην σε υπερβαίνει
αυτόν τρέμει στον πόλεμο όπου δοξάζοντ' άνδρες.
Αλλ' άμε συ και ησύχαζε μαζί με τους συντρόφους, 
και άλλον σ' αυτόν αντίπαλον οι Αχαιοί θα βγάλουν·
όσον και αν είναι ατρόμητος και αχόρταγος πολέμου,
θαρρώ που μ' ευχαρίστησιν το γόνα θα λυγίσει,
αν απ' τον πόλεμο σωθεί και απ' τον δεινόν αγώνα».
Είπε και αυτός υπάκουσε στον λόγον του αδελφού του 
τον γνωστικόν κι επείσθηκε· και αμέσως απ' τους ώμους
χαρούμεν' οι θεράποντες τα όπλα του σηκώσαν·
και ο Νέστωρ τότε ομίλησε στην μέσην των Αργείων:
«Οϊμέ, στην γην των Αχαιών μεγάλο πένθος ήλθε·
πόσον ο ιππόμαχος Πηλεύς θα εγόγγυζεν ο γέρος 
των Μυρμιδόνων ρήτορας καλός και βουληφόρος,
που έναν καιρό στο σπίτι του χαρούμενος μ' ερώτα
δια τους προγόνους και παιδιά του γένους των Αργείων.
Και αν άκουε τώρα που όλοι αυτόν τον Έκτορα φοβούνται,
θ' άπλωνε τες αγκάλες του προς τους θεούς να κάμουν 
από τα χείλη του η ψυχή να κατεβεί στον Άδην.
Και, ω Ζευ και Απόλλων και Αθηνά, να ήμουν πάλι νέος,
ως όταν στον γοργόν κοντά Κελάδοντα εμαχόνταν
Πύλιοι και Άρκαδες ομού καλοί κονταροφόροι
σιμά στα τείχη της Φειας, στα ρείθρα του Ιαρδάνου. 
Κι εκείνων ήταν πρόμαχος ο Ερευθαλίων, άνδρας
ισόθεος και τ' άρματα φορούσε του Αρηθόου,
του Αρηθόου του λαμπρού που άνδρες και γυναίκες
ροπαλοφόρον έλεγαν, εξ αφορμής που λόγχην
ή τόξον εις τον πόλεμον δεν είχεν, αλλά μόνον 
με σιδερένιο ρόπαλο τες φάλαγγες εσπούσε.
Με δόλον, όχι αντίμαχα, τον φόνευσε ο Λυκούργος
εις μονοπάτι που ποσώς σ' αυτόν δεν ωφελούσε
το ρόπαλον· κι επρόφθασε με λόγχην ο Λυκούργος
να τον τρυπήσει κι έπεσε τ' ανάσκελα στο χώμα. 
Και απ' τ' άρματα που 'χε σ' αυτόν δωρήσει ο χάλκεος Άρης
εγύμνωσέ τον κι έπειτα στον πόλεμον τα εφόρει·
και αφού στο σπίτι εγήρασε τα χάρισε ο Λυκούργος
εις τον Ερευθαλίωνα καλόν θεράποντά του.
Τούτος μ' εκείνα τ' άρματα τους πολεμάρχους όλους 
επροκαλούσε κι έτρεμε καθείς, δεν είχε τόλμην·
κι εμ' έφερε ν' αγωνισθώ η θαρρετή ψυχή μου,
αν κι ήμουν ο νεότερος απ' όλους τους ανδρείους·
πολέμησα κι η Αθηνά μου χάρισε την νίκην·
τρανόν και ανδρείον ως αυτόν δεν φόνευσ' άλλον άνδρα· 
φαρδύς μακρύς απέραντος εκείτετο στο χώμα.
Αχ! μ' όλην την ανδρείαν μου να ήμουν πάλι νέος·
θα 'βρισκε τον αντίμαχον ο λοφοσείστης Έκτωρ.
Και απ' όλους τους Παναχαιούς όσ' είσθε πολεμάρχοι
τώρα κανείς στον Έκτορα ν' αντισταθεί δεν θέλει». 
Στου γέρου τους ονειδισμούς εννέα σηκωθήκαν.
Πρώτος σηκώθη ο δυνατός, ο μέγας Αγαμέμνων·
κατόπιν ο ανίκητος Τυδείδης Διομήδης,
οι Αίαντες, μ' αδάμαστην ζωσμένοι ανδραγαθίαν,
ο Ιδομενεύς και ο σύντροφος εκείνου Μυριόνης, 
στην δύναμιν ισόπαλος του ανδροφόνου Άρη,
ο Ευρύπυλος του Ευαίμονος λαμπρός υιός και ο Θόας
Ανδραιμονίδης και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας,
με τον γενναίον Έκτορα καθείς να πολεμήσει.
Και πάλιν ο Γερήνιος ιππότης Νέστωρ είπε: 
«Να τιναχθούν τώρα οι λαχνοί, να ιδούμε ποιος θα τύχει·
ότι χαράς θα 'ναι αφορμή στων Αχαιών το γένος
και η καρδιά του θα αισθανθεί χαράν, αν κατορθώσει
από της μάχης να σωθεί τον φοβερόν αγώνα».
Αυτά 'πε κι εσημείωσε καθένας τον λαχνόν του. 
Και του Ατρείδη Αγαμέμνονος τους έβαλαν στο κράνος·
και όλοι εδέοντο οι λαοί με χέρια σηκωμένα
και μάτια προς τον ουρανόν κι είπαν: «Πατέρα Δία,
δώσ' τον λαχνόν του Αίαντος ή του Τυδείδ' ή δώσ' τον
αυτού που στες πολύχρυσες Μυκήνες βασιλεύει». 
Αυτά 'λεγαν και τους λαχνούς ετίναξεν ο Νέστωρ·
και από το κράνος πήδησε λαχνός ως τον ηθέλαν,
του Αίαντος· και ο κήρυκας τον παίρνει και τον δείχνει
των πολεμάρχων Αχαιών με τάξιν εις καθέναν.
Και τον λαχνόν δεν γνώρισε κανείς ωσάν δικόν του 
και ότ' έφθασε στον Αίαντα που τον λαχνόν στο κράνος
έριξε αφού τον χάραξεν, άπλωσεν ο γενναίος
το χέρι του και ο κήρυκας σ' αυτόν τον παραδίδει·
και το σημάδι άμ' είδε αυτός το γνώρισε κι εχάρη.
Τον λαχνόν έριξε χαμαί κι εφώναξε: «Δικός μου 
είναι ο λαχνός αγαπητοί· και χαίρεται η ψυχή μου
ότι τον θείον Έκτορα θαρρώ πως θα νικήσω.
Αλλ' όσο εγώ με τ' άρματα το σώμα μου να ζώσω,
εσείς ωστόσον εύχεσθε προς τον πατέρα Δία,
σιγά μήπως να εύχεσθε οι Τρώες σας νοήσουν, 
ή αν θέλετε και φανερά, κανέναν δεν φοβούμαι·
διότι κανείς με δύναμιν εμέ δεν θα δαμάσει,
με τέχνην ούτε, ότι θαρρώ πού, γέννημα και θρέμμα
της Σαλαμίνος, δεν είμαι αμάθητος τελείως».
Αυτά 'πε κι εύχονταν αυτοί προς τον πατέρα Δία. 
Και τον μεγάλον ουρανόν κοιτώντας κάποιος είπε:
«Δία, πατέρα, δοξαστέ, που βλέπεις απ' την Ίδην,
ύψιστε, δώσ' του Αίαντος το καύχημα της νίκης·
κι εάν τον Έκτορ' αγαπάς πολύ και προστατεύεις,
δώσ' και των δύο δύναμιν και δόξαν παρομοίαν». 
Και ωστόσο τον λαμπρόν χαλκόν εζώνονταν ο Αίας
και στα καλά τα άρματα τα μέλη του είχε κλείσει.
Κινούνταν, ως θεόρατος ο Άρης κατεβαίνει
στον πόλεμον μες στους θνητούς, που ο βροντητής Κρονίδης
στης διχονοίας έριξε τον φονικόν αγώνα. 
Παρόμοιος θεόρατος των Αχαιών ο πύργος,
ο Αίας με χαμόγελο στο άγριο πρόσωπό του
μέγα κοντάρι ετίναξε μακροδιασκελώντας.
Αναγαλλιάζαν οι Αχαιοί καθώς τον εθωρούσαν,
αλλ' από τρόμον φοβερόν επάγωσαν οι Τρώες, 
και ακόμα και του Έκτορος εσπάραξε η καρδία·
αλλά να φύγει, να συρθεί μες στον στρατόν του πλέον
δεν ημπορούσε αυτός αφού προκάλεσε εις την μάχην.
Και ο Αίας επροχώρησε μ' ασπίδα ωσάν πύργον,
χάλκινην μ' επτά δέρματα που του έκαμε ο Τυχίος 
των σκυτοτόμων έξοχος, εγκάτοικος στην Ύλην,
λαμπρήν την ετεχνούργησεν επτάδιπλην με δέρμα
δυνατών ταύρων, κι έβαλε δίπλαν χαλκού ογδόην.
Αυτήν στα στήθη επρόβαλεν ο Τελαμώνιος Αίας
Κι εστάθη εμπρός στον Έκτορα και του 'πε με φοβέρες: 
«Ω Έκτωρ, θα γνωρίσεις συ, μόνος με μόνον τώρα,
αν άλλοι εδώ των Δαναών ευρίσκονται ανδρειωμένοι,
έξω από τον λεοντόκαρδον Πηλείδην ανδροφόνον.
Αλλ' αυτός μένει στα κυρτά θαλασσοπόρα πλοία,
αφού στον πρώτον αρχηγόν Ατρείδην εχολώθη. 
Αλλ' ημείς είμεθ' αρκετοί με σε να μετρηθούμε
και πάμπολλοι· αλλ' αρχίνησε πρώτος εσύ την μάχην».
Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Αία, ω διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
τι τάχα ωσάν αδύνατο παιδί με δοκιμάζεις 
ή ωσάν γυναίκ' αμάθητην στα έργα του πολέμου;
Τες μάχες ξεύρω εγώ καλά και τες ανδροφονίες.
Αριστερά και δεξιά να στρέφω την βαρείαν
ασπίδα ηξεύρω ακούραστος στον κόπο του πολέμου.
Ξεύρω των ίππων την ορμήν στην μάχην να οδηγήσω, 
και πεζός ξεύρω τον χορόν του Άρη του ανδροφόνου.
Αλλά γενναίον ως εσέ δεν θέλω να κτυπήσω
απόκρυφ' αλλά φανερά, το ακόντι μου αν 'πιτύχει».
Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.
Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα 
και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·
τες έξι δίπλες έσχισε κι εστάθη στην εβδόμην
της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας
ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,
κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα. 
Τρύπησ' η λόγχ' η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,
και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.
Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.
Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο· 
με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·
και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,
και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·
τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα 
του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,
και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.
Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.
Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν· 
του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα
μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.
Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·
σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν
κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα· 
ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω
εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.
Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,
αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,
οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες 
ο Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο
δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·
ο Ιδαίος τότε ομίλησε που νουν και γνώσες είχε:
«Την μάχην πλέον παύσετε, τον πόλεμον, παιδιά μου,
διότι ο Ζευς σας αγαπά παρόμοια και τους δύο, 
είσθε κι οι δυο πολεμισταί· κι αυτό το βλέπομ' όλοι.
Κι ενύκτωσεν, είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε».
Σ' αυτόν τότε αποκρίθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Του Έκτορος αυτά να ειπείς να τα ζητήσ' Ιδαίε,
αφού προκάλεσεν αυτός τους πολεμάρχους όλους 
ας αρχινίσει· και ό,τ' ειπεί θέλει κι εγώ το στέρξω».
Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Ω Αία, σου 'δωσε ο θεός και ανάστημα και ανδρείαν
και γνώσιν και των Αχαιών πρώτος στην λόγχην είσαι.
Ας παύσομε δια σήμερα της μάχης τον αγώνα 
κι ύστερ' ας πολεμήσομεν, ωσότου μας χωρίσει
θεός και εις έναν των λαών χαρίσει αυτός την νίκην.
Κι ενύκτωσεν· είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε.
Κι οι Αχαιοί στα πλοία σας να σε χαρούν, γενναίε,
και μάλιστα οι συντρόφοι σου κι οι φίλοι, όσους κι αν έχεις, 
και στου Πριάμου την λαμπρήν μεγάλην πολιτείαν
εμένα οι Τρώες να χαρούν κι οι σεβαστές μητέρες
συναθροισμένες να ευχηθούν στον αγιασμένον τόπον·
και δώρ' ας αντιδώσομεν εξαίσια μεταξύ μας,
ώστε να ειπεί των Αχαιών κανένας και των Τρώων: 
Στης διχονοίας πιάσθηκαν τον φονικόν αγώνα
και πάλιν ομογνώμησαν και ως φίλοι εχωρισθήκαν».
Και ως είπε του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο
ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο·
ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας· 
και αποχωρήσαν στον λαόν των Αχαιών ο Αίας,
ο Έκτωρ εις τον Τρωικόν, κι εχάρηκαν οι Τρώες,
ως ζωντανόν και αλάβωτον τον είδαν αφού μόλις
εξέφυγε απ' του Αίαντος τα χέρια τ' ανδρειωμένα
ανέλπιστα, και όλοι φαιδροί στην πόλιν τον επήραν. 
Κι οι Αχαιοί τον Αίαντα, φαιδρόν από την νίκην,
του θείου Αγαμέμνονος εις την σκηνήν επήραν·
και του Ατρείδη ότ' έφθασαν εις τες σκηνές εκείνοι
βόδι εθυσίασε δι' αυτούς ο μέγας βασιλέας
αρσενικό πεντάχρονο στον ύψιστον Κρονίδην. 
Το γδάραν, το συγύρισαν και αφού το τεταρτιάσαν,
με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες
και αφού το ψήσαν εύμορφα χωρίσαν τες μερίδες
και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα,
ετρώγαν και όλ' ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι. 
Τότε τον θείον Αίαντα ο μέγας Αγαμέμνων
μ' όλόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του μόσχου·
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξη αφού σβήσαν,
πρώτος ο γέρος άρχισε σκέψιν εμπρός να φέρει
ο Νέστωρ, οπού η γνώμη του ως πρώτα επροτιμήθη· 
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε:
«Ατρείδη, των Παναχαιών σεις άλλοι πολεμάρχοι,
των ανδρειωμένων Αχαιών πολλοί 'ναι αποθαμένοι,
που με το μαύρον αίμα τους τες όχθες του Σκαμάνδρου
έβαψ' ο Άρης κι οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδην· 
όθεν από τον πόλεμον θα παύσεις· και άμα φέξει
εδώ θα μεταφέρουμε με αμάξια τους νεκρούς μας·
και θα τους καύσομε μακράν ολίγο από τα πλοία,
και των αγαπημένων του τα κόκαλα θα πάρει
καθείς όταν γυρίσουμε στην ποθητήν πατρίδα· 
και απ' το πεδίον πάγκοινον θα υψώσουμ' έναν τάφον
εις την πυράν ολόγυρα, και θα κτισθούν στο πλάγι
πύργ' υψηλοί, προφυλακή σ' εμάς και στα καράβια.
Πύλες κατόπιν στερεές θα κάμουμε στους πύργους,
πλατιές, δια να 'χουν διάβασιν τ' αμάξια με τους ίππους, 
κι εγγύς των πύργων έξωθεν βαθύς να γίνει λάκκος,
που τον λαόν και τ' άλογα θέν' ασφαλίσει οπόταν
ορμήσει πόλεμος βαρύς των αγερώχων Τρώων».
Έπαυσε και όλ' οι βασιλείς ό,τ' είπεν εδεχθήκαν·
και ωστόσο στην ακρόπολιν, στες πύλες του Πριάμου, 
με κρότον και με θόρυβον συνάζονταν οι Τρώες.
Τον λόγον πήρε ο φρόνιμος Αντήνωρ και τους είπε:
«Ακούτε, Τρώες, Δάρδανοι, κι όσ' είσθε βοηθοί μας,
ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.
Ελάτ' ευθύς, των Ατρειδών την Άργισσαν Ελένην 
μ' όλα τα πλούτη ας δώσομε· πατήσαμε τους όρκους
και πολεμούμ' επίορκα· δια τούτο αν πράξομ' άλλο
απ' ό,τι λέγω, όχι καλό το τέλος μας προβλέπω».
Είπεν αυτός κι εκάθισε· κι ευθύς σηκώθη ο θείος
Αλέξανδρος ο σύντροφος της εύμορφης Ελένης 
κι εκείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
«Αντήνωρ, δεν αρέσκομαι ποσώς σ' αυτά που λέγεις·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλ' ηξεύρει ο νους σου.
Αλλ' αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότε θα ειπώ, πως οι θεοί τα λογικά σου πήραν· 
και θα ομιλήσω καθαρά των ιπποδάμων Τρώων·
το λέγω κατά πρόσωπον δεν δίδω εγώ την νέαν,
όμως να δώσω είμ' έτοιμος τους θησαυρούς που επήρα
από το Άργος και πολλά δικά μου να προσθέσω».
Είπεν αυτά κι εκάθισε κι εμπρός τους εσηκώθη 
ο Δαρδανίδης Πρίαμος ισόθεος στην γνώσιν,
και προς αυτούς ομίλησε με καλήν γνώμην κι είπε:
«Ακούτε, Τρώες, Δάρδανοι κι όσ' είσθε βοηθοί μας,
ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.
Και τώρα, καθώς γίνεται, δειπνήσετε στην πόλιν, 
και όλοι μείνετ, άγρυπνοι στην νυκτοφυλακήν σας·
και άμα χαράξει ας πορευθεί στα γρήγορα καράβια
ο Ιδαίος του Αγαμέμνονος να ειπεί και Μενελάου,
ο Αλέξανδρος πού 'ναι αφορμή της έχθρας, τι προβάλλει·
και λόγον να προσθέσει ορθόν, ο πόλεμος αν θέλουν 
να παύσει ο επικατάρατος, ωσότου τους νεκρούς μας
να καύσομε· μετέπειτα θα κτυπηθούμε πάλι
ώσπου να δώσει ένας θεός την νίκην σ' όποιον θέλει».
Είπε κι όλοι τον άκουσαν κι εστέρξαν εις τον λόγον·
και στον στρατόν εδείπνησε στην τάξιν του καθένας, 
και άμ' έφεξε στα βαθουλά καράβια πήγε ο Ιδαίος
και στου Αγαμέμνονος σιμά στην πρύμνην ήβρεν όλους
τους Δαναούς θεράποντες του Άρη συναγμένους·
και ο κήρυκας γλυκόφωνος στην μέση εστάθη κι είπε:
«Ατρείδη, των Παναχαιών σεις άλλοι πολεμάρχοι, 
ο Πρίαμος και οι σεβαστοί με πρόσταξαν οι Τρώες
να σας ειπώ ν' ακούσετε, και αν αρεστά σας είναι,
ο Αλέξανδρος που 'ναι αφορμή της έχθρας τι προβάλλει·
όλα τα πλούτη όπ' έφερεν ο Αλέξανδρος στην Τροίαν
στα βαθουλά καράβια του - που να 'χε χαθεί πρώτα- 
να τ' αποδώσ' είν' έτομος και άλλα πολλά δικά του·
πλην την γυναίκα νυμφευτήν του ενδόξου Μενελάου
να δώσει αρνείται, αν και πολύ τούτο απαιτούν οι Τρώες.
Και άλλο να ειπώ μ' επρόσταξαν, ο πόλεμος να παύσει,
αν θέλετε, ο κατάρατος, ωσότου τους νεκρούς μας 
να καύσομε·  μετέπειτα θα κτυπηθούμε πάλι
ώσπου να δώσει ένας θεός την νίκην σ' όποιον θέλει».
Έπαυσε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι·
τέλος σ'αυτούς ομίλησεν ο ανίκητος Διομήδης:
«Τα πλούτη απ' τον Αλέξανδρον και μήτε την Ελένην 
δεν θα δεχθούμε· φανερά κι ένα μωρό το βλέπει,
πως ήδη κρέμετ' όλεθρος στην κεφαλήν των Τρώων».
Είπε, κι οι Αχαιόπαιδες μ' αλαλαγμούς τον στέρξαν,
ως του Τυδείδη εθαύμασαν τον λόγον του ιπποδάμου.
Και στον Ιδαίον έλεγεν ο μέγας Αγαμέμνων: 
«Τον λόγον συ των Αχαιών τώρ' άκουσες, Ιδαίε,
πώς σου αποκρίνονται· κι εγώ την ίδιαν έχω γνώμην.
Και ως προς την καύσιν των νεκρών δεν θα την στερηθείτε·
και ποιος φιλαργυρεύεται προς τους απεθαμένους
παρηγοριά με την πυράν στο πνεύμα τους να δώσει; 
Στον όρκον έχω μάρτυρα τον ύψιστον Κρονίδην».
Είπε και εις όλους τους θεούς ύψωσε αυτός το σκήπτρον.
Ο Ιδαίος πάλι ανέβηκε στην Ίλιον την αγίαν,
και οι Τρώες τότε εις σύνοδον ομού και οι Δαρδανίδες
εκάθονταν κι επρόσμεναν ο κήρυκας να φθάσει· 
ήλθεν αυτός, εστάθηκε στο μέσον και τους είπε
το μήνυμα των Αχαιών· κι εκείνοι ετοιμαζόνταν
άλλοι να φέρουν τους νεκρούς και άλλοι κορμούς να κόψουν.
Και απ' τ' άλλο μέρος οι Αχαιοί σπουδάζαν απ' τα πλοία
άλλοι να φέρουν τους νεκρούς και να ξυλεύσουν άλλοι. 
Και τους αγρούς ο ήλιος φωτοβολούσε πάλιν
και απ' τον βαθύν και σιγαλόν ωκεανόν επάνω
στον ουρανόν ανέβαινε· και αυτοί συναπαντώντο·
με κόπον εξεχώριζε καθένας τον νεκρόν του·
αλλ' έπλεναν τα σώματα τα αιματοκυλισμένα 
και δάκρυα χύνοντας θερμά στ' αμάξια τα σηκώναν.
Και ο Πρίαμος δεν άφηνε να οδύρονται· κι εκείνοι
βουβοί, θλιμμένοι στην πυράν σωρεύαν τους νεκρούς των·
και αφού τους κάψαν γύρισαν στην Ίλιον την αγίαν·
και απ' τ' άλλο μέρος οι Αχαιοί με την καρδιάν θλιμμένην 
κι εκείνοι επάνω εις την πυράν σωρεύαν τους νεκρούς των,
και αφού τους κάψαν γύρισαν στα βαθουλά καράβια.
Ακόμη δεν γλυκόφεγγε και στην πυράν τριγύρω
εκλεκτό μέρος Αχαιών σηκώθη από τον ύπνον
και ολόγυρά της πάγκοινον σηκώσα τάφον έναν 
απ' το πεδίον κι έκτισαν σιμά του τείχος μέγα
με υψηλούς πύργους, φύλαξιν δι' αυτούς και τα καράβια·
πύλες κατόπιν στερεές στους πύργους μέσα εκάμαν,
πλατιές δια να 'χουν διάβασιν τ' αμάξια με τους ίππους·
κι εγγύς του τείχους χάνδακα βαθύν απ' έξω εσκάψαν 
πλατύν, μεγάλον κι έμπηξαν στην άκρην του πασσάλους.
Σ' αυτά μ' αγώνα εργάζονταν των Αχαιών τα πλήθη·
και όλ' οι αθάνατοι σιμά στον βροντητήν Κρονίδην
θαυμάζαν το κατόρθωμα των Αχαιών ανδρείων·
και ο Ποσειδών τότ' άρχισε να λέγει ο κοσμοσείστης: 
«Δία, πατέρα, είναι θνητός κανείς στην οικουμένην,
οπού να ειπεί την σκέψιν του στους αθανάτους πλέον;
Τους κομοφόρους Αχαιούς δεν βλέπεις πως εκτίσαν
τείχος δια τα καράβια των και γύρω ανοίξαν λάκκον
και των θεών δεν έδωκαν τες εκλεκτές θυσίες; 
Και ως όπου χύνεται το φως θα φθάσει τ' άκουσμά του·
κι εκείνο θα λησμονηθεί, που τότ' εγώ κι ο Φοίβος
του θείου Λαομέδοντος σηκώσαμε μ' αγώνα.»
Βάρυνε ο Ζευς, κι είπε σ' αυτόν, ο νεφελοσυνάκτης:
«Οϊμέ, τι είπες δυνατέ, μεγάλε κοσμοσείστη! 
Εις άλλον θεόν άρμοζε να έλθει αυτός ο φόβος
στα χέρια και στην δύναμιν πολύ κατώτερόν σου·
και ως όπου χύνεται το φως θα φθάσει τ' άκουσμά σου·
και σκέψου οπόταν οι Αχαιοί στην ποθητήν πατρίδα
γυρίσουν με τα πλοία τους, ιδού τι θενά κάμεις· 
σπάσε, ρίξε στην θάλασσαν εσύ το τείχος όλο
και μ' άμμον πάλι σκέπασε τ' απέραντο ακρογιάλι,
κι εχάθηκε των Αχαιών ευθύς το μέγα τείχος».
Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι· και το εσπέρας
ως ήλθεν, είχαν οι Αχαιοί το έργο τελειωμένο, 
και βόδια σφάζαν στες σκηνές κατόπιν κι εδειπνήσαν·
τότε απ' την Λήμνον με κρασί πάμπολλ' αράξαν πλοία,
σταλμέν' από τον Εύηνον που από την Υψιπύλην
και από τον αρχηγόν ανδρών Ιάσονα εγεννήθη.
Και κρασί μέτρα χίλια στους αδελφούς Ατρείδες 
ο Ιασονίδης έδωκε διαλεκτό να πάρουν·
κι επρομηθεύοντο κρασί των Αχαιών καθένας,
και άλλοι χαλκόν αντέδιδαν, λαμπρόν σίδερον άλλοι,
άλλοι τομάρια βοδινά, ζωντανούς μόσχους άλλοι,
ανδράποδ' άλλοι· κι έπειτα λαμπρό τραπέζι εστρώσαν, 
και ολονυκτίς των Αχαιών το πλήθος εδειπνούσαν,
και οι Τρώες με τους βοηθούς στην πόλιν και οληνύκτα
κακά σ' αυτούς σοφίζονταν ο πάνσοφος Κρονίδης
με φοβερές βροντές· και αυτοί τρομάζοντας εχύναν
απ' τα ποτήρια το κρασί στην γην και δεν επίναν. 
εις τον μεγαλοδύναμον Κρονίδην πριν σπονδίσουν·
κατόπιν όλοι επλάγιασαν κι εχάρηκαν τον ύπνον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β΄

ΌΜΗΡΟΥ ΌΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Α΄

ΌΜΗΡΟΥ ΌΔΥΣΣΕΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Θ΄