ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Μ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Μ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Αυτού θεράπευε ο λαμπρός υιός του Μενοιτίου
του Ευρυπύλου την πληγήν· ωστόσο επολεμούσαν
Τρώες και Αργείοι σύσσωμοι· μηδ' έμελλε το τείχος
το μέγα μηδέ ο χάντακας φραγμός δι' αυτούς να είναι,
που έκτισαν οι Δαναοί προφυλακήν των πλοίων,
χωρίς να δώσουν των θεών εξαίσιες εκατόμβες·
και τα πολλά τους λάφυρα να κλείσει και τα πλοία
το έκτισαν· αλλ' άβουλα των αθανάτων όλων·
όθεν πολύν δεν έμεινε καιρόν ορθό το κτίσμα.
Όσ' ήτο ο Έκτωρ στην ζωήν κι εθύμωνε ο Πηλείδης
και άπαρτη ακόμη εσώζονταν η πόλις του Πριάμου,
ολόρθο και των Αχαιών το μέγα τείχος ήταν·
αλλ' όταν οι καλύτεροι των Τρώων απεθάναν,
και πάμπολλοι των Δαναών επέσαν και άλλοι εμείναν,
και μες στον χρόνον δέκατον επόρθησαν την Τροίαν
οι Αργείοι και όλοι εγύρισαν στην ποθητήν πατρίδα,
ο Απόλλων και ο Ποσειδών σκεφθήκαν ν' αφανίσουν
το τείχος, όταν έσυραν την δύναμιν απ' όσα
από την Ίδην ροβολούν στην θάλασσαν ποτάμια
Κάρησος, Ρήσος, Γράνικος, Επτάπορος, Ροδίος,
Αίσηπος, θείος Σκάμανδρος και το Σιμούντειον ρεύμα,
εκεί που κράνη πάμπολλα και ασπίδες και ημιθέων
γένος ανδρών στους άμμους του κυλούνται πεσημένα·
αυτών ο Απόλλων έγυρε τα στόματα κι εννέα
ημέρες ρέαν όλα ομού στο τείχος, ενώ επάνω
άκοπα έβρεχεν ο Ζευς το τείχος να ποντίσει.
Και ο ίδιος με την τρίαιναν εμπρός ο κοσμοσείστης
ροβόλαε στην θάλασσαν τα θέμελ' από πέτρες
και από κορμούς, που οι Δαναοί με κόπον είχαν θέσει.
Και στον βαθύν Ελλήσποντον εγγύς εσιάδωσ' όλα,
και μ' άμμον πάλι εσκέπασε το απέραντο ακρογιάλι,
το τείχος αφού αφάνισε· κι έγυρε τα ποτάμια
όπου και πρώτα να κυλούν τα όμορφα νερά τους.
Αυτά να κάμουν έμελλαν ο Ποσειδών και ο Φοίβος
έναν καιρόν· αλλ' έβραζε στο στερεωμένο τείχος
η μάχη τότε κι έτριζαν των πύργων τα δοκάρια,
και αυτού καθώς τους δάμασεν η μάστιγα του Δία
οι Αργείοι προς τα πλοία τους σφικτά στενοχωρούντο
τον Έκτορα φοβούμενοι δεινόν φυγής εργάτην.
Και αυτός, ως πρώτα, εμάχονταν, ωσάν ανεμοζάλη.
Και σαν χοίρος ή λέοντας στην μέση ανδρών και σκύλων
σ' αυτούς γυρίζει μ' αίσθησιν της ρώμης του μεγάλην·
φάλαγγα εκείνοι πυργωτήν αντίκρυ του μορφώνουν
και ρίχνουν βέλη αμέτρητα κι η ευγενής ψυχή του
φόβον δεν έχ' ή δισταγμόν, αν και νεκρός θα πέσει
απ' την ανδραγαθίαν του και των ανδρών τους λόχους
να σπάσει συχνοστρέφεται· και όπου χουμήσει εκείνος
οι πυκνοί λόχ' υποχωρούν· παρόμοια μες στα πλήθη
ο Έκτωρ τους συντρόφους του παρακαλούσεν όλους
να διαβούν τον χάνδακα κι οι ίπποι του οι γενναίοι
δεν ετολμούσαν και σφοδρά χλιμίντριζαν στην άκρην
ορθοί· καθώς τους φόβιζε φαρδύς εμπρός ο λάκκος
που δεν θα διάβαιν' εύκολα κανείς ή θα πηδούσε.
Ότ' υψηλές εστέκονταν και κρεμαστές οι άκρες
και απ' τα δυο μέρη και άνωθεν ακονητά σταλίκια
είχαν στυλώσ' οι Αχαιοί τρανά και στριμωμένα
προς τους εχθρούς προφυλακήν· και αυτού δεν θα ημπορούσεν
ευκόλως ίππος σέρνοντας καλότροχον αμάξι
πόδι να στήσει και οι πεζοί διστάζαν να περάσουν.
Και στον τολμηρόν Έκτορα τότ' είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ και όλ' οι αρχηγοί των βοηθών και Τρώων,
ανόητα στον χάντακα τους ίππους οδηγούμε·
ότ' είναι κακοδιάβατος, ως έχει ακονισμένα
σταλίκια κι είναι οπίσω τους των Αχαιών το τείχος.
Δεν γίνεται να κατεβούν ουδέ να πολεμήσουν
ιππείς και μες στο στένεμα θ' αφανισθούμεν όλοι,
διότι αν τους εμίσησε και τους εξολοθρεύει
εις την οργήν του ο Βροντητής και βοηθεί τους Τρώας,
ήθελ' αμέσως να γενεί κι εδώ μακράν απ' τ' Άργος
οι Αχαιοί να συντριβούν αυτοί και τ' όνομά τους·
αλλ' αν στραφούν πάλιν αυτοί κι εμείς από τα πλοία
διωχθούμε και όλοι πέσομε στου χάντακος το βάθος,
θαρρώ πως μηδέ μηνυτής στην πόλιν δεν θα φθάσει
απ' τον διωγμόν των Αχαιών να ειπεί τον όλεθρόν μας.
Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι·
τους ίππους οι ακόλουθοι στον χάντακ' ας κρατήσουν,
κι εμείς πεζοί τον Έκτορα με τ' άρματά μας όλοι
θ' ακολουθήσωμεν μ' ορμήν, και αν είναι διορισμένο
ν' αφανισθούν, οι Αχαιοί δεν θα σταθούν εμπρός μας».
Ο Έκτωρ ήβρε ωφέλιμον ό,τι είπε ο Πολυδάμας,
και από τ' αμάξι πήδησε χαμαί με τ' άρματ' όλα,
ούδ' έμειναν στ' αμάξια τους οι άλλοι συναγμένοι,
αλλ' όλοι κάτω επήδησαν στον Έκτορα κατόπιν.
Και όλοι τους κυβερνήτες των παράγγειλαν να στήσουν
με καλήν τάξη έμπροσθεν του χάντακος τους ίππους·
κι εκείν' εις πέντε σώματα με τάξιν χωρισθήκαν,
καθένα με τους αρχηγούς. Έκτωρ και Πολυδάμας
είχαν το σώμα το εκλεκτό, πυκνό και ανδρειωμένο,
που εμάνιζε το τείχισμα να σπάσει και στα πλοία
να φέρει ευθύς τον πόλεμον· τρίτος ο Κεβριόνης
ήταν σ' εκείνους αρχηγός· κι είχεν αφήσει ο Έκτωρ
άνδρ' απ' αυτόν κατώτερον στ' αμάξι κυβερνήτην·
στο δεύτερον ο Αλέξανδρος, ο Αλκάθοος και ο Αγήνωρ·
ο Έλενος, ο Δηίφοβος, αγόρια του Πριάμου,
στο τρίτον σώμα και μ' αυτούς ο Άσιος Υρτακίδης
ο ήρως, που απ' τον ποταμόν Σελλήεντα είχαν φέρει
ίπποι φλογώδεις υψηλοί μέσ' από την Αρίσβην.
Το τέταρτ' ο καλός υιός του Αγχίση εκυβερνούσε
ο Αινείας, και μαζί μ' αυτόν ο Αρχέλοχος και Ακάμας
δύο παιδιά του Αντήνορος· και τους εξακουσμένους
βοηθούς οδήγα ο Σαρπηδών, κι επήρε εις το πλευρόν του
τον Γλαύκον και τον φοβερόν στα όπλα Αστεροπαίον,
που, έξω απ' αυτόν, ανώτερον απ' όλους στην ανδρείαν
του εφάνηκαν καλύτεροι των άλλων πολεμάρχων.
Και πήκτραν αφού εμόρφωσαν στενά με τες ασπίδες
στους Δαναούς εχύθηκαν κι εθάρρουν ότι εκείνοι
δεν θα σταθούν και ακράτητο θα πέσουν εις τα πλοία.
Κι οι άλλοι Τρώες και οι λαμπροί βοηθοί των υπακούσαν
σ' ό,τ' είπε με την άψεγην ψυχήν του ο Πολυδάμας·
μόνος δεν το ηθέλησεν ο Άσιος Υρτακίδης,
αυτού με τον ηνίοχον τους ίππους του ν' αφήσει,
αλλά μ' εκείνους όρμησε προς τα γοργά καράβια,
μωρός, οπού δεν έμελλε την μοίραν να ξεφύγει
και απ' τα καράβια νικητής να γύρει με τους ίππους
περήφαν' ανεβαίνοντας στην ανεμώδη πόλιν·
διότι μοίρα σκοτεινή τον πήρε με την λόγχην
του υιού του Δευκαλίωνος μεγάλου Ιδομενέως.
Διότι κει που οι Δαναοί με τα ζεμέν' αμάξια
απ' το πεδίον γύριζαν, αριστερά των πλοίων,
έσπρωξε αυτός την άμαξαν, ούδ' ήσαν εις τες πύλες
κλεισμένα τα θυρόφυλλα με τον μακρύν τους σύρτην,
αλλά τα 'χαν ολάνοικτα δια να δεχθούν εκείνους
που εφεύγαν απ' τον πόλεμον προς τα γοργά καράβια.
Κει με τους ίππους όρμησε και με κραυγήν κατόπιν
οι σύντροφοί του κι έλεγαν που εμπρός τους δεν θα μείνουν
οι Αχαιοί και ακράτητοι θα πέσουν στα καράβια.
Κι ήβραν στες πύλες οι μωροί δυο πολεμάρχους πρώτους,
δυο τέκνα μεγαλόψυχα των Λαπιθών ηρώων,
του Πειριθόου τον υιόν, ανδρείον Πολυποίτην
και τον Λεοντέα πόμοιαζε του ανθρωποφόνου Άρη.
Στες υψηλές πύλες εμπρός ήσαν στημένοι εκείνοι
ακλόνητοι, ως υψίκομα δρυά στα όρη επάνω,
οπού βροχή και άνεμος τα δέρνουν αιωνίως,
εις τες μεγάλες ρίζες των βαθιά θεμελιωμένα·
ομοίως εις τα χέρια τους θαρρώντας και στην ρώμην
τον μέγαν Άσιον άφοβα περίμεναν εκείνοι.
Κι ίσια στο τείχος το παχύ μ' ασπίδες σηκωμένες
οι γενναιόκαρδοι οπαδοί του πολεμάρχου Ασίου
Ιαμενός, Οινόμαος, Ορέστης, Ασιάδης,
Θόων και Αδάμας με κραυγές εμπρός επροχωρήσαν.
Και ως τότ' εκείνοι μέσαθε σφοδρά παρακινούσαν
τους Αχαιούς ν' αγωνισθούν να σώσουν τα καράβια·
αλλ' άμα ενόησαν εμπρός να προχωρούν οι Τρώες
στο τείχος και των Δαναών βοή φυγής ακούσθη,
τότε απ' τες πύλες όρμησαν κι εμπρός επολεμούσαν
εκείν' οι δύο, και όμοιαζαν αγριόχοιροι στα όρη,
που καρτερούν ατρόμητοι πλήθος ανδρών και σκύλων,
και όπως ορμούν δεξιά ζερβιά τα δένδρα σπουν του δάσους
μ' όλες τες ρίζες, και κροτούν τα δόντια των θηρίων,
ωσότου κάποιος την ζωήν μ' ακόντι να τους πάρει.
Όμοια κροτούσεν ο χαλκός στα στήθη αυτών των δύο
ως τους κτυπούσαν άντικρυ· κι εκείνοι επολεμούσαν
ανδρείως εις την ρώμην τους θαρρώντας και στα πλήθη,
που από τους πύργους άνωθεν ακόντιζαν λιθάρια
να σώσουν απ' τον όλεθρον την ποθητήν ζωήν τους,
τα πλοία των και τες σκηνές· και ως η πνοή του ανέμου,
όταν σφοδρώς ετίναξε τα σκιοφόρα νέφη,
μ' επανωτές χιονοβολές την θρέπτραν γην σκεπάζει,
ομοίως απ' τα χέρια των Αχαιών και Τρώων
τ' ακόντια ρέαν άπειρα· και από τες χοντρές πέτρες
ηχούσαν κούφια κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες.
Και τότε βαθιά στέναξεν ο Άσιος Υρτακίδης,
κι εγόγγυξε κι εφώναξε κτυπώντας τα μεριά του:
«Και συ το ψέμ' αγάπησες, οϊμέ, πατέρα Δία·
εγώ δεν πίστευα ποτέ ν' αντισταθούν οι Αργείοι
στα χέρια μας τ' ανίκητα και στην σφοδρήν ορμήν μας.
Και ωσάν σφήκες ή μέλισσες με ζώσιν λυγισμένην
εις δρόμον κτίσαν πτερωτόν την θολωτήν οικίαν
και αν έλθουν άνδρες κυνηγοί δεν φεύγουν αλλά μένουν
και από τον βράχον πολεμούν να σώσουν τα παιδιά των,
όμοια και τούτοι μόνοι δυο τες πύλες δεν αφήνουν
και μένουν είτε θάνατον να δώσουν ή να λάβουν».
Είπεν αλλά δεν έπεισε την γνώμην του Κρονίδη,
που εβούλετο στον Έκτορα την δόξαν να χαρίσει.
Και ομοίως τότ' εμάχονταν εις άλλες πύλες άλλοι
αλλ' όλα τούτα ωσάν θεός να ειπώ φωνήν δεν έχω·
ότι παντού πολέμου πυρ εμάνιζε στο τείχος
κι οι Αργείοι δια τα πλοία τους βιασμένοι επολεμούσαν,
αν και θλιμμένοι· και οι θεοί που βοηθοί τους ήσαν
κατάκαρδα τους Δαναούς εσυμπονούσαν όλοι.
Και οι δυο Λαπίθες κίνησαν να συγκροτήσουν μάχην.
Και ο Πολυποίτης κραταιός υιός του Πειριθόου
τον Δάμασον εκτύπησε στο χάλκινό του κράνος·
το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι
που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ' όλος αίμα
ο εγκέφαλος· και ως νέκρωσεν εκείνου την ανδρείαν
έπεσαν απ' την λόγχην του ο Όρμενος και ο Πύλων
και ακόντισεν ο Λεοντεύς, καλός βλαστός του Άρη,
στην ζώνην τον Ιππόμαχον του Αντιμάχου γόνον.
Και από την θήκην έσυρε το κοφτερόν του ξίφος,
στο πλήθος όρμησε και αυτού τον Αντιφάτην πρώτον
κτύπησε και τον έστρωσε τ' ανάσκελα στο χώμα.
Κατόπιν Μένων, Ιαμενός και Ορέστης εστρωθήκαν
απ' το κοντάρι του όλοι ομού· κι ενώ τους εγυμνώναν
απ' τα λαμπρά τους άρματα, τ' αγόρια τ' ανδρειωμένα
ο Πολυδάμας ο λαμπρός και ο Έκτωρ οδηγούσαν,
σώμα εκλεκτό πυκνότατο, που εδίψαε να σπάσει
το τείχος και των Αχαιών να κάψει τα καράβια.
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έκοψε κάτω απ' τον λαιμόν· κι εκείνος απ' τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ' είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ' ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ' άρματ' ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ' ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δράκοντ' είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ' τα πλοία,
ότι θ' αφήσομεν αυτού πολλούς απ' τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
Μ' άγριον βλέμμ' απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ' είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ' αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ' οι θεοί σ' εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ' η καρδιά σου είν' άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ' αν από τον πόλεμον θ' απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν' απομακρύνεις άλλους,
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.
Και όρμησε πρώτος· με βοήν οι άλλοι ακολουθούσαν
και από την Ίδην σήκωσεν ο Ζευς ανεμοζάλην,
που σκόνης ένα σύγνεφον εφύσησε στα πλοία
κι εμάργωσε των Αχαιών τον νουν ο βροντοφόρος,
την δόξαν εις τον Έκτορα να δώσει και εις τους Τρώας,
Κι εκείνοι στα σημεία του θαρρώντας και στην ρώμην
των Αχαιών το τείχισμα να σπάσουν προσπαθούσαν.
Τους προμαχώνες γκρέμιζαν, τραβούσαν τα στεφάνια,
και με λοστούς εκλόνιζαν τες στήλες, που είχαν θέσει
πρώτες στην γην οι Αχαιοί στηρίγματα των πύργων·
και άμ' αυτές πέσουν, έλπιζαν το τείχισμα να σπάσουν.
Όμως την θέσιν οι Αχαιοί δεν άφηναν ακόμη,
αλλ' από ασπίδες έκαμαν φραγμόν στους προμαχώνες
κι εκείθ' εκτύπαν τους εχθρούς του τείχους εις τον πάτον.
Στους πύργους τότ' οι Αίαντες και οι δυο παντού γυρίζαν
κι εμψύχωναν τους Αχαιούς, με καλοσύνην άλλους,
άλλους με λόγον αυστηρόν, αν έβλεπαν να φεύγουν
ολότελ' απ' τον πόλεμον: «Ω φίλοι απ' τους Αργείους
έξοχος είναι ή μέτριος, μικρότερος αν είναι -
ότι όλοι δεν είναι όμοιοι στον πόλεμον οι άνδρες -
έχει το μέρος του ο καθείς εις τούτον τον αγώνα·
και το νοείτε μόνοι σας· κανείς ας μη προσέχει
εις τες φοβέρες και στραφεί να φύγει προς τα πλοία
και αντιπαρακινούμενοι στα εμπρός ορμήσετ' όλοι,
ίσως μας δώσει ο Βροντητής του Ολύμπου βασιλέας
οπίσω προς την πόλιν τους να διώξουμε τους Τρώας».
Και με βοήν σπρώχναν αυτοί τους Αχαιούς στην μάχην.
Και ως πέφτουν οι χιονοβολές πυκνές ώρα χειμώνος,
όταν ο Ζευς ο πάνσοφος να δείξει αποφασίσει
εις τους θνητούς τα βέλη του και να χιονίσει αρχίζει·
κοιμούνται, ως θέλ, οι άνεμοι, και άκοπ' αυτός το χύνει,
ως να σκεπάσει τα υψηλά βουνά, τες άκρες όλες
και τα χωράφια των θνητών και τ' ανθηρά λιβάδια
λιμάνι' ακόμα, ακρογιαλιές, και στης λευκής θαλάσσης
το κύμα ευρίσκει αντίστασιν· κι επάνω εις όλα τ' άλλα
το χιόνι πέρ' απλώνεται, όταν ποντίσει ο Δίας·
ομοίως έπεφταν πυκνές οι πέτρες απ' τα χέρια
των Τρώων εις τους Αχαιούς, των Αχαιών στους Τρώας,
και βρόντος εσηκώνετο στο τείχος πέρα πέρα.
Και οι Τρώες με τον Έκτορα τες πύλες και τον σύρτην
τον μέγαν δεν θα έριχναν, πλην τον υιόν του ο Δίας
έσπρωξεν ο πολύβουλος τον θείον Σαρπηδόνα
στους Αχαιούς, ως λέοντα μέσα εις βοδιών κοπάδι.
Την εύμορφην επρόβαλε και στρογγυλήν ασπίδα,
οπού τεχνίτης χάλκινην του 'χε σφυροκοπήσει,
και αφού με δίπλες βοδινές την έστρωσε από μέσα,
με σύρματα ολόχρυσα τες έραψε ως τον γύρον.
Εκείνην πρόβαλεν εμπρός, και σείοντας δυο λόγχες
εκίνησεν ως λέοντας, που δεν εγεύθη κρέας
πολύν καιρόν, και σπρώχνει τον η ανδράγαθη ψυχή του
και μέσα εις κτίριο στερεό στα πρόβατα να πέσει·
και αν τους ποιμένας έβρει αυτού με σκύλους και μ' ακόντια
τ' αρνία να περιφρουρούν, δεν βούλεται απ' την στάσιν
ν' αναχωρήσει ατόλμητος, αλλ' ή πηδώντας μέσα
κανέν' αρπάζει πρόβατον, ή βέλος από χέρι
ανδρειωμένο τον κτυπά. Τον Σαρπηδόνα ομοίως
κινούσε η θεία του ψυχή να πεταχθεί στο τείχος
και μες στους προμαχώνες του δρόμον πλατύν να σχίσει.
Και στου Ιππολόχου τον υιόν, τον Γλαύκον ευθύς είπε:
«Γλαύκε, διατί τιμώμασθεν έξοχα εμείς οι δύο
με θέσιν και με κρέατα και γεμιστά ποτήρια
εις την Λυκίαν, και ως θεούς μας βλέπει ο κόσμος όλος;
Και κτήμα μέγα ελάβαμεν του Ξάνθου αυτού στες άκρες
δενδρόφυτον και κάρπιμο χωράφι σιτοφόρο;
Όθεν χρεωστούμε ανάμεσα εις τους Λυκίους πρώτοι
και τώρα ν' απαντήσομε τον φλογερόν αγώνα.
Ώστε να ειπεί τούτο κανείς των θωρηκτών Λυκίων:
«Όχι, καθόλου αδόξαστοι δεν είναι οι βασιλείς μας,
που την Λυκίαν κυβερνούν κι εάν ερίφια τρώγουν
και πίνουν διαλεκτό κρασί, τους βλέπουμε να λάμπουν
εις την ανδρείαν, πρόμαχοι στα πλήθη των Λυκίων.
Αν, ακριβέ μου, φεύγοντας απ' τον αγώνα τούτον
αθάνατοι θα εμέναμε και αγέραστοι κατόπιν,
τότε ούδ' εγώ θα έβγαινα να προμαχώ και σένα
δεν θα 'στελνα στον πόλεμον, όπου δοξάζονται άνδρες,
αλλ' αφού είναι οι θάνατοι πολλοί και να τους φύγει
κανείς δεν δύναται θνητός, ας πάμε και στην μάχην
άλλοι μ' εμάς θα καυχηθούν ή εμείς θα καυχηθούμε».
Το εδέχθη ο Γλαύκος πρόθυμα, και αντάμα των Λυκίων
τον μέγαν κίνησαν λαόν· του Πετεώ το τέκνον
άμα τους είδε, ο Μενεσθεύς, επάγωσε· ότι επάνω
ορμούσαν εις τον πύργον του τον όλεθρον να φέρουν.
Και ολόγυρά του εκοίταζε να ιδεί των πολεμάρχων
κανέναν στην ανάγκην τους βοηθός αυτού να δράμει·
κι εγγύς είδε τους Αίαντας, λεοντόκαρδο ζευγάρι,
στον πύργον και από την σκηνήν τον Τεύκρον μόλις ήλθε·
αλλά βοήν δια ν' ακουσθεί να σύρει δεν ημπόρει
ότ' ήταν κτύπος πόφθανεν ως τ' ουρανού τον θόλον,
οι ασπίδες ως εκρούοντο και οι περικεφαλαίες.
Και οι πύλες, ότ' ήσαν κλειστές και οι Τρώες να τες σπάσουν
επροσπαθούσαν και με ορμήν κατόπιν να περάσουν.
Κι έστειλ' ευθύς στον Αίαντα τον κήρυκα Θοώτην.
«Θοώτη, εδώ τον Αίαντα πετάξου να καλέσεις,
τους δύο μάλιστα· ότι αυτό θα ήταν σωτηρία,
ότι φρικτός αφανισμός σ' ολίγο εδώ θα γίνει.
Θα πέσουν μ' όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
οπού στην μάχην λυσσεροί και πρώτοι εγνωρισθήκαν.
Αλλ' αν και αυτού στον πόλεμον πολύ στενοχωρούνται,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος τοξότης».
Είπε και δεν παράκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,
των χαλκοφράκτων Αχαιών εδιάβηκε το τείχος,
εστήθη εμπρός στους Αίαντας και προς εκείνους είπε:
«Των χαλκοφράκτων Αχαιών ανδρείοι πολεμάρχοι,
ω Αίαντες, του Πετεώ το τέκνο αγαπημένο
ολίγο καν σας θέλει εκεί να δράμετε βοηθοί του,
και οι δύο μάλιστα· ότι αυτό θα ήταν σωτηρία·
ότι σ' ολίγο αφανισμός φρικτός εκεί θα γίνει·
θα πέσουν μ' όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
οπού στην μάχην λυσσεροί και πρώτα εγνωρισθήκαν.
Αλλ' αν κι εδώ στον πόλεμον πολύ στενοχωρείσθε,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος εις το τόξον».
Και ο μέγας δεν αρνήθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας,
και στον Οϊλιάδην έλεγε με λόγια φτερωμένα:
«Ω Αία, συ και ο σύντροφος ανδρείος Λυκομήδης
μείνετ' εδώ τους Δαναούς να σπρώχνετε στην μάχην
κι εγώ πηγαίνω κει βοηθός σ' εκείνον τον αγώνα·
και άμα τους φέρω ανάσασιν, ευθύς εδώ θα γύρω».
Τους είπε και ανεχώρησεν, κατόπιν ο αδελφός του
ο Τεύκρος, και το τόξον του βαστούσεν ο Πανδίων.
Και όταν του τείχους έφθασαν από το μέσα μέρος
στον πύργον οπού ο Μενεσθεύς κρατούσεν ο γενναίος,
κι έφθασαν στην ανάγκην τους, διότι των Λυκίων
οι μεγαλόψυχοι αρχηγοί κι εξαίσιοι πολεμάρχοι
στον προμαχών' ανέβαιναν, ως μαύρη ανεμοζάλη.
Και άρχισαν αντιμέτωποι μ' αλαλαγμόν την μάχην.
Και πρώτος άνδρα εφόνευσεν ο Τελαμώνιος Αίας
του Σαρπηδόνος σύντροφον, τον μέγαν Επικλήα.
Με τρανό μάρμαρο σκληρό που μες στο τείχος ήταν
στους προμαχώνες υψηλά· και δεν θα το βαστούσε
με τα δυο χέρια τωρινός θνητός εις τα καλά του·
και αυτός το σήκωσε υψηλά· στην περικεφαλαίαν
το 'ριξε και την άνοιξε κι εσύντριψε όλ' αντάμα
της κεφαλής τα κόκαλα· και απ' τον υψηλόν πύργον
έπεσε αυτός, ως βουτηχτής και εβγήκεν η ψυχή του.
Και ο Τεύκρος τον ανδράγαθον υιόν του Ιππολόχου
τον Γλαύκον, ως ανέβαινε το τείχος κι εγυμνώθη
το χέρι, τον ετόξευσε κι έπαυσε από την μάχην
και χάμου επήδησε κρυφά μη τους ιδεί κανένας
των Αχαιών και τες φωνές του βάλει που επληγώθη.
Σφόδρα ελυπήθη ο Σαρπηδών που είδε να φεύγει ο Γλαύκος.
Και όμως μ' ορμήν πολεμικήν ευθύς τον Θεστορίδην
Αλκμάονα ελόγχισε και οπίσω το κοντάρι
ετράβηξε κι επίστομα κατόπιν εις την λόγχην
έπεσε αυτός κι εβρόντησαν επάνω τ' άρματά του.
Κι έσυρε αυτός με τα βαριά του χέρια προμαχώνα
και όλον τον εκατέβασεν ώστ' εγυμνώθη επάνω
το τείχος όλο και εις πολλούς πλατύν άνοιξε δρόμον.
Και ο Τεύκρος με τον Αίαντα συγχρόνως του εχυθήκαν.
Τον τόξευσεν εις τον λαμπρόν ζωστήρα της ασπίδος
ο Τεύκρος· αλλ' εμάκρυνεν ο Ζευς απ' τον υιόν του
τες μοίρες μη πέσει νεκρός αυτού σιμά στα πλοία.
Και την ασπίδα ελόγχισεν ο Αίας και αν και η λόγχη
δεν βγήκε πέρα, ετάραξεν αυτόν εις την ορμήν του·
και οπίσω λίγο εσύρθηκεν, αλλά τον προμαχώνα
δεν άφηνεν, ως έλπιζε δόξαν αυτού να λάβει.
Κι εστράφη ευθύς κι εφώναζε των θεϊκών Λυκίων:
«Ω της Λυκίας μαχηταί, πού είναι η πρώτη ορμή σας;
Όσον και αν είμαι ανδράγαθος, δύσκολον είναι μόνος
δρόμον να σχίσω ανάμεσα στο τείχος προς τα πλοία.
Ακολουθείτε και οι πολλοί μεγάλα κατορθώνουν».
Είπε κι εκείνοι απ' την βοήν του σεβαστού κυρίου
ταράχθηκαν και πρόθυμοι σιμά του ορμήσαν όλοι.
Απ' τ' άλλο μέρος έσφιγγαν τες φάλαγγες οι Αργείοι
μέσ' απ' το τείχος· και άρχισε μέγας σ' αυτούς αγώνας.
Διότι μήτε οι Λύκιοι τους Δαναούς να βιάσουν
εδύνονταν και διάβασιν να σχίσουν προς τα πλοία
και μήτε οι Δαναοί ποτέ να διώξουν τους Λυκίους
από τα τείχη εδύνονταν, αφού σ' αυτά πατούσαν.
Και όπως χωράφι αμοίραστο να τερμονολογήσουν
δυο γεωργοί φιλονικούν, κι έχουν στα χέρια μέτρα
κι ερίζουν δια το ανάλογον μέρος σ' ολίγον τόπον·
όμοια κι αυτούς, εχώριζαν οι προμαχώνες, όπου
και απ' τα δυο μέρη εσχίζονταν στ' ανδρειωμένα στήθη
άλλες βαριές, άλλες λεπτές, δερμάτινες ασπίδες.
Πολλών ο αλύπητος χαλκός εδάγκασε το σώμα·
στην γυμνήν πλάτην, αν κανείς εστρέφετο εις την μάχην,
στο στήθος, κι ήσαν οι πολλοί, τρυπώντας την ασπίδα.
Και ολούθε οι πύργοι ερραίνοντο και οι προμαχώνες όλοι
από το αίμα των ανδρών και Δαναών και Τρώων,
αλλά δεν εκατόρθωναν ώστ' οι Αχαιοί να φύγουν.
Και ως τα καυκιά της ζυγαριάς γνέστρα γυνή δικαία
ίσια κρατεί σηκώνοντας όμοια μαλλί και ζύγι
να πάρει τον μικρόν μισθόν τροφήν εις τα παιδιά της·
όμοια κι εκείν' ισόμετρα την μάχην εκρατούσαν,
ωσότου ο Ζευς εδόξασε τον Έκτορα μεγάλως,
και πρώτος πήδησεν αυτός στων Αχαιών το τείχος.
Και σφοδρήν έσυρε φωνήν: «Ανδρειωμένοι Τρώες,
α! σηκωθείτε, σπάσετε το τείχος των Αργείων
φλόγα να βάλτε ακοίμητην, να κάψετε τα πλοία».
Και αυτή του η παρακίνησις εβρόντησε στ' αυτιά τους,
και ομού στο τείχος όρμησαν κι επάνω στα στεφάνια
πατούσαν ανεβαίνοντας μ' ακονισμένες λόγχες
και άρπαξ' ο Έκτωρ κι έφερνε λίθον που εμπρός στες πύλες
ήταν στην ρίζαν του παχύς και σουβλερός στην άκρην,
οπού και δύο του λαού διαλεμένοι εργάτες
δεν θα σηκώναν με λοστούς στ' αμάξι ν' ανεβάσουν,
των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαλλε, και μόνος
του τον ελάφρωσεν ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου.
Και ωσάν βοσκός που εύκολα βαστά κριού ποκάρι
εις την αγκάλην και δι' αυτόν είναι μικρό το βάρος·
όμοια τον λίθον σήκωσε κι έφερνε ο μέγας Έκτωρ
προς τα υψηλά θυρόφυλλα σφικτά συναρμοσμένα
οπού από μέσα σταυρωτοί δύο σύρτες θα κρατούσαν
στερεωμένοι με κλειδί· και ως έφθασε στην πύλην,
στο διάσκελό του εστύλωσε το σώμα δια να δώσει
στον λίθον όλην την ορμήν· τον έριξε στην μέσην
και τα στροφίδια σύντριψε· κι έπεσε μέσα ο λίθος
βαρύς, και η πύλη εβρόντησεν και οι σύρτες δεν κρατήσαν
και από τον λίθον σείσθηκαν και ανοίξαν οι σανίδες.
Πήδησε μέσα σκοτεινός στα βλέφαρα ως η νύκτα,
ο μέγας Έκτωρ· και άστραφτε το σώμα του ζωσμένο
τρομακτικώς με τ' άρματα· κι εκράτει δυο κοντάρια·
και όταν με μάτια φλογερά στην πύλην επηδούσε,
μόλις θεός θα εδύνονταν ν' αντισταθεί σ' εκείνον.
Και προς τους Τρώας φώναξε στρεφόμενος στα πλήθη,
ευθύς το τείχος να υπερβούν κι εκείνοι του υπακούσαν.
Και μέρος το υπερέβαιναν, και μέρος εχυνόνταν
στην πύλην και την διάβαιναν· κι έφυγαν προς τα πλοία
οι Δαναοί και θόρυβος μεγάλος εγεννήθη.
Αυτού θεράπευε ο λαμπρός υιός του Μενοιτίου
του Ευρυπύλου την πληγήν· ωστόσο επολεμούσαν
Τρώες και Αργείοι σύσσωμοι· μηδ' έμελλε το τείχος
το μέγα μηδέ ο χάντακας φραγμός δι' αυτούς να είναι,
που έκτισαν οι Δαναοί προφυλακήν των πλοίων,
χωρίς να δώσουν των θεών εξαίσιες εκατόμβες·
και τα πολλά τους λάφυρα να κλείσει και τα πλοία
το έκτισαν· αλλ' άβουλα των αθανάτων όλων·
όθεν πολύν δεν έμεινε καιρόν ορθό το κτίσμα.
Όσ' ήτο ο Έκτωρ στην ζωήν κι εθύμωνε ο Πηλείδης
και άπαρτη ακόμη εσώζονταν η πόλις του Πριάμου,
ολόρθο και των Αχαιών το μέγα τείχος ήταν·
αλλ' όταν οι καλύτεροι των Τρώων απεθάναν,
και πάμπολλοι των Δαναών επέσαν και άλλοι εμείναν,
και μες στον χρόνον δέκατον επόρθησαν την Τροίαν
οι Αργείοι και όλοι εγύρισαν στην ποθητήν πατρίδα,
ο Απόλλων και ο Ποσειδών σκεφθήκαν ν' αφανίσουν
το τείχος, όταν έσυραν την δύναμιν απ' όσα
από την Ίδην ροβολούν στην θάλασσαν ποτάμια
Κάρησος, Ρήσος, Γράνικος, Επτάπορος, Ροδίος,
Αίσηπος, θείος Σκάμανδρος και το Σιμούντειον ρεύμα,
εκεί που κράνη πάμπολλα και ασπίδες και ημιθέων
γένος ανδρών στους άμμους του κυλούνται πεσημένα·
αυτών ο Απόλλων έγυρε τα στόματα κι εννέα
ημέρες ρέαν όλα ομού στο τείχος, ενώ επάνω
άκοπα έβρεχεν ο Ζευς το τείχος να ποντίσει.
Και ο ίδιος με την τρίαιναν εμπρός ο κοσμοσείστης
ροβόλαε στην θάλασσαν τα θέμελ' από πέτρες
και από κορμούς, που οι Δαναοί με κόπον είχαν θέσει.
Και στον βαθύν Ελλήσποντον εγγύς εσιάδωσ' όλα,
και μ' άμμον πάλι εσκέπασε το απέραντο ακρογιάλι,
το τείχος αφού αφάνισε· κι έγυρε τα ποτάμια
όπου και πρώτα να κυλούν τα όμορφα νερά τους.
Αυτά να κάμουν έμελλαν ο Ποσειδών και ο Φοίβος
έναν καιρόν· αλλ' έβραζε στο στερεωμένο τείχος
η μάχη τότε κι έτριζαν των πύργων τα δοκάρια,
και αυτού καθώς τους δάμασεν η μάστιγα του Δία
οι Αργείοι προς τα πλοία τους σφικτά στενοχωρούντο
τον Έκτορα φοβούμενοι δεινόν φυγής εργάτην.
Και αυτός, ως πρώτα, εμάχονταν, ωσάν ανεμοζάλη.
Και σαν χοίρος ή λέοντας στην μέση ανδρών και σκύλων
σ' αυτούς γυρίζει μ' αίσθησιν της ρώμης του μεγάλην·
φάλαγγα εκείνοι πυργωτήν αντίκρυ του μορφώνουν
και ρίχνουν βέλη αμέτρητα κι η ευγενής ψυχή του
φόβον δεν έχ' ή δισταγμόν, αν και νεκρός θα πέσει
απ' την ανδραγαθίαν του και των ανδρών τους λόχους
να σπάσει συχνοστρέφεται· και όπου χουμήσει εκείνος
οι πυκνοί λόχ' υποχωρούν· παρόμοια μες στα πλήθη
ο Έκτωρ τους συντρόφους του παρακαλούσεν όλους
να διαβούν τον χάνδακα κι οι ίπποι του οι γενναίοι
δεν ετολμούσαν και σφοδρά χλιμίντριζαν στην άκρην
ορθοί· καθώς τους φόβιζε φαρδύς εμπρός ο λάκκος
που δεν θα διάβαιν' εύκολα κανείς ή θα πηδούσε.
Ότ' υψηλές εστέκονταν και κρεμαστές οι άκρες
και απ' τα δυο μέρη και άνωθεν ακονητά σταλίκια
είχαν στυλώσ' οι Αχαιοί τρανά και στριμωμένα
προς τους εχθρούς προφυλακήν· και αυτού δεν θα ημπορούσεν
ευκόλως ίππος σέρνοντας καλότροχον αμάξι
πόδι να στήσει και οι πεζοί διστάζαν να περάσουν.
Και στον τολμηρόν Έκτορα τότ' είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ και όλ' οι αρχηγοί των βοηθών και Τρώων,
ανόητα στον χάντακα τους ίππους οδηγούμε·
ότ' είναι κακοδιάβατος, ως έχει ακονισμένα
σταλίκια κι είναι οπίσω τους των Αχαιών το τείχος.
Δεν γίνεται να κατεβούν ουδέ να πολεμήσουν
ιππείς και μες στο στένεμα θ' αφανισθούμεν όλοι,
διότι αν τους εμίσησε και τους εξολοθρεύει
εις την οργήν του ο Βροντητής και βοηθεί τους Τρώας,
ήθελ' αμέσως να γενεί κι εδώ μακράν απ' τ' Άργος
οι Αχαιοί να συντριβούν αυτοί και τ' όνομά τους·
αλλ' αν στραφούν πάλιν αυτοί κι εμείς από τα πλοία
διωχθούμε και όλοι πέσομε στου χάντακος το βάθος,
θαρρώ πως μηδέ μηνυτής στην πόλιν δεν θα φθάσει
απ' τον διωγμόν των Αχαιών να ειπεί τον όλεθρόν μας.
Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι·
τους ίππους οι ακόλουθοι στον χάντακ' ας κρατήσουν,
κι εμείς πεζοί τον Έκτορα με τ' άρματά μας όλοι
θ' ακολουθήσωμεν μ' ορμήν, και αν είναι διορισμένο
ν' αφανισθούν, οι Αχαιοί δεν θα σταθούν εμπρός μας».
Ο Έκτωρ ήβρε ωφέλιμον ό,τι είπε ο Πολυδάμας,
και από τ' αμάξι πήδησε χαμαί με τ' άρματ' όλα,
ούδ' έμειναν στ' αμάξια τους οι άλλοι συναγμένοι,
αλλ' όλοι κάτω επήδησαν στον Έκτορα κατόπιν.
Και όλοι τους κυβερνήτες των παράγγειλαν να στήσουν
με καλήν τάξη έμπροσθεν του χάντακος τους ίππους·
κι εκείν' εις πέντε σώματα με τάξιν χωρισθήκαν,
καθένα με τους αρχηγούς. Έκτωρ και Πολυδάμας
είχαν το σώμα το εκλεκτό, πυκνό και ανδρειωμένο,
που εμάνιζε το τείχισμα να σπάσει και στα πλοία
να φέρει ευθύς τον πόλεμον· τρίτος ο Κεβριόνης
ήταν σ' εκείνους αρχηγός· κι είχεν αφήσει ο Έκτωρ
άνδρ' απ' αυτόν κατώτερον στ' αμάξι κυβερνήτην·
στο δεύτερον ο Αλέξανδρος, ο Αλκάθοος και ο Αγήνωρ·
ο Έλενος, ο Δηίφοβος, αγόρια του Πριάμου,
στο τρίτον σώμα και μ' αυτούς ο Άσιος Υρτακίδης
ο ήρως, που απ' τον ποταμόν Σελλήεντα είχαν φέρει
ίπποι φλογώδεις υψηλοί μέσ' από την Αρίσβην.
Το τέταρτ' ο καλός υιός του Αγχίση εκυβερνούσε
ο Αινείας, και μαζί μ' αυτόν ο Αρχέλοχος και Ακάμας
δύο παιδιά του Αντήνορος· και τους εξακουσμένους
βοηθούς οδήγα ο Σαρπηδών, κι επήρε εις το πλευρόν του
τον Γλαύκον και τον φοβερόν στα όπλα Αστεροπαίον,
που, έξω απ' αυτόν, ανώτερον απ' όλους στην ανδρείαν
του εφάνηκαν καλύτεροι των άλλων πολεμάρχων.
Και πήκτραν αφού εμόρφωσαν στενά με τες ασπίδες
στους Δαναούς εχύθηκαν κι εθάρρουν ότι εκείνοι
δεν θα σταθούν και ακράτητο θα πέσουν εις τα πλοία.
Κι οι άλλοι Τρώες και οι λαμπροί βοηθοί των υπακούσαν
σ' ό,τ' είπε με την άψεγην ψυχήν του ο Πολυδάμας·
μόνος δεν το ηθέλησεν ο Άσιος Υρτακίδης,
αυτού με τον ηνίοχον τους ίππους του ν' αφήσει,
αλλά μ' εκείνους όρμησε προς τα γοργά καράβια,
μωρός, οπού δεν έμελλε την μοίραν να ξεφύγει
και απ' τα καράβια νικητής να γύρει με τους ίππους
περήφαν' ανεβαίνοντας στην ανεμώδη πόλιν·
διότι μοίρα σκοτεινή τον πήρε με την λόγχην
του υιού του Δευκαλίωνος μεγάλου Ιδομενέως.
Διότι κει που οι Δαναοί με τα ζεμέν' αμάξια
απ' το πεδίον γύριζαν, αριστερά των πλοίων,
έσπρωξε αυτός την άμαξαν, ούδ' ήσαν εις τες πύλες
κλεισμένα τα θυρόφυλλα με τον μακρύν τους σύρτην,
αλλά τα 'χαν ολάνοικτα δια να δεχθούν εκείνους
που εφεύγαν απ' τον πόλεμον προς τα γοργά καράβια.
Κει με τους ίππους όρμησε και με κραυγήν κατόπιν
οι σύντροφοί του κι έλεγαν που εμπρός τους δεν θα μείνουν
οι Αχαιοί και ακράτητοι θα πέσουν στα καράβια.
Κι ήβραν στες πύλες οι μωροί δυο πολεμάρχους πρώτους,
δυο τέκνα μεγαλόψυχα των Λαπιθών ηρώων,
του Πειριθόου τον υιόν, ανδρείον Πολυποίτην
και τον Λεοντέα πόμοιαζε του ανθρωποφόνου Άρη.
Στες υψηλές πύλες εμπρός ήσαν στημένοι εκείνοι
ακλόνητοι, ως υψίκομα δρυά στα όρη επάνω,
οπού βροχή και άνεμος τα δέρνουν αιωνίως,
εις τες μεγάλες ρίζες των βαθιά θεμελιωμένα·
ομοίως εις τα χέρια τους θαρρώντας και στην ρώμην
τον μέγαν Άσιον άφοβα περίμεναν εκείνοι.
Κι ίσια στο τείχος το παχύ μ' ασπίδες σηκωμένες
οι γενναιόκαρδοι οπαδοί του πολεμάρχου Ασίου
Ιαμενός, Οινόμαος, Ορέστης, Ασιάδης,
Θόων και Αδάμας με κραυγές εμπρός επροχωρήσαν.
Και ως τότ' εκείνοι μέσαθε σφοδρά παρακινούσαν
τους Αχαιούς ν' αγωνισθούν να σώσουν τα καράβια·
αλλ' άμα ενόησαν εμπρός να προχωρούν οι Τρώες
στο τείχος και των Δαναών βοή φυγής ακούσθη,
τότε απ' τες πύλες όρμησαν κι εμπρός επολεμούσαν
εκείν' οι δύο, και όμοιαζαν αγριόχοιροι στα όρη,
που καρτερούν ατρόμητοι πλήθος ανδρών και σκύλων,
και όπως ορμούν δεξιά ζερβιά τα δένδρα σπουν του δάσους
μ' όλες τες ρίζες, και κροτούν τα δόντια των θηρίων,
ωσότου κάποιος την ζωήν μ' ακόντι να τους πάρει.
Όμοια κροτούσεν ο χαλκός στα στήθη αυτών των δύο
ως τους κτυπούσαν άντικρυ· κι εκείνοι επολεμούσαν
ανδρείως εις την ρώμην τους θαρρώντας και στα πλήθη,
που από τους πύργους άνωθεν ακόντιζαν λιθάρια
να σώσουν απ' τον όλεθρον την ποθητήν ζωήν τους,
τα πλοία των και τες σκηνές· και ως η πνοή του ανέμου,
όταν σφοδρώς ετίναξε τα σκιοφόρα νέφη,
μ' επανωτές χιονοβολές την θρέπτραν γην σκεπάζει,
ομοίως απ' τα χέρια των Αχαιών και Τρώων
τ' ακόντια ρέαν άπειρα· και από τες χοντρές πέτρες
ηχούσαν κούφια κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες.
Και τότε βαθιά στέναξεν ο Άσιος Υρτακίδης,
κι εγόγγυξε κι εφώναξε κτυπώντας τα μεριά του:
«Και συ το ψέμ' αγάπησες, οϊμέ, πατέρα Δία·
εγώ δεν πίστευα ποτέ ν' αντισταθούν οι Αργείοι
στα χέρια μας τ' ανίκητα και στην σφοδρήν ορμήν μας.
Και ωσάν σφήκες ή μέλισσες με ζώσιν λυγισμένην
εις δρόμον κτίσαν πτερωτόν την θολωτήν οικίαν
και αν έλθουν άνδρες κυνηγοί δεν φεύγουν αλλά μένουν
και από τον βράχον πολεμούν να σώσουν τα παιδιά των,
όμοια και τούτοι μόνοι δυο τες πύλες δεν αφήνουν
και μένουν είτε θάνατον να δώσουν ή να λάβουν».
Είπεν αλλά δεν έπεισε την γνώμην του Κρονίδη,
που εβούλετο στον Έκτορα την δόξαν να χαρίσει.
Και ομοίως τότ' εμάχονταν εις άλλες πύλες άλλοι
αλλ' όλα τούτα ωσάν θεός να ειπώ φωνήν δεν έχω·
ότι παντού πολέμου πυρ εμάνιζε στο τείχος
κι οι Αργείοι δια τα πλοία τους βιασμένοι επολεμούσαν,
αν και θλιμμένοι· και οι θεοί που βοηθοί τους ήσαν
κατάκαρδα τους Δαναούς εσυμπονούσαν όλοι.
Και οι δυο Λαπίθες κίνησαν να συγκροτήσουν μάχην.
Και ο Πολυποίτης κραταιός υιός του Πειριθόου
τον Δάμασον εκτύπησε στο χάλκινό του κράνος·
το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι
που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ' όλος αίμα
ο εγκέφαλος· και ως νέκρωσεν εκείνου την ανδρείαν
έπεσαν απ' την λόγχην του ο Όρμενος και ο Πύλων
και ακόντισεν ο Λεοντεύς, καλός βλαστός του Άρη,
στην ζώνην τον Ιππόμαχον του Αντιμάχου γόνον.
Και από την θήκην έσυρε το κοφτερόν του ξίφος,
στο πλήθος όρμησε και αυτού τον Αντιφάτην πρώτον
κτύπησε και τον έστρωσε τ' ανάσκελα στο χώμα.
Κατόπιν Μένων, Ιαμενός και Ορέστης εστρωθήκαν
απ' το κοντάρι του όλοι ομού· κι ενώ τους εγυμνώναν
απ' τα λαμπρά τους άρματα, τ' αγόρια τ' ανδρειωμένα
ο Πολυδάμας ο λαμπρός και ο Έκτωρ οδηγούσαν,
σώμα εκλεκτό πυκνότατο, που εδίψαε να σπάσει
το τείχος και των Αχαιών να κάψει τα καράβια.
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έκοψε κάτω απ' τον λαιμόν· κι εκείνος απ' τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ' είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ' ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ' άρματ' ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ' ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δράκοντ' είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ' τα πλοία,
ότι θ' αφήσομεν αυτού πολλούς απ' τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
Μ' άγριον βλέμμ' απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ' είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ' αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ' οι θεοί σ' εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ' η καρδιά σου είν' άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ' αν από τον πόλεμον θ' απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν' απομακρύνεις άλλους,
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.
Και όρμησε πρώτος· με βοήν οι άλλοι ακολουθούσαν
και από την Ίδην σήκωσεν ο Ζευς ανεμοζάλην,
που σκόνης ένα σύγνεφον εφύσησε στα πλοία
κι εμάργωσε των Αχαιών τον νουν ο βροντοφόρος,
την δόξαν εις τον Έκτορα να δώσει και εις τους Τρώας,
Κι εκείνοι στα σημεία του θαρρώντας και στην ρώμην
των Αχαιών το τείχισμα να σπάσουν προσπαθούσαν.
Τους προμαχώνες γκρέμιζαν, τραβούσαν τα στεφάνια,
και με λοστούς εκλόνιζαν τες στήλες, που είχαν θέσει
πρώτες στην γην οι Αχαιοί στηρίγματα των πύργων·
και άμ' αυτές πέσουν, έλπιζαν το τείχισμα να σπάσουν.
Όμως την θέσιν οι Αχαιοί δεν άφηναν ακόμη,
αλλ' από ασπίδες έκαμαν φραγμόν στους προμαχώνες
κι εκείθ' εκτύπαν τους εχθρούς του τείχους εις τον πάτον.
Στους πύργους τότ' οι Αίαντες και οι δυο παντού γυρίζαν
κι εμψύχωναν τους Αχαιούς, με καλοσύνην άλλους,
άλλους με λόγον αυστηρόν, αν έβλεπαν να φεύγουν
ολότελ' απ' τον πόλεμον: «Ω φίλοι απ' τους Αργείους
έξοχος είναι ή μέτριος, μικρότερος αν είναι -
ότι όλοι δεν είναι όμοιοι στον πόλεμον οι άνδρες -
έχει το μέρος του ο καθείς εις τούτον τον αγώνα·
και το νοείτε μόνοι σας· κανείς ας μη προσέχει
εις τες φοβέρες και στραφεί να φύγει προς τα πλοία
και αντιπαρακινούμενοι στα εμπρός ορμήσετ' όλοι,
ίσως μας δώσει ο Βροντητής του Ολύμπου βασιλέας
οπίσω προς την πόλιν τους να διώξουμε τους Τρώας».
Και με βοήν σπρώχναν αυτοί τους Αχαιούς στην μάχην.
Και ως πέφτουν οι χιονοβολές πυκνές ώρα χειμώνος,
όταν ο Ζευς ο πάνσοφος να δείξει αποφασίσει
εις τους θνητούς τα βέλη του και να χιονίσει αρχίζει·
κοιμούνται, ως θέλ, οι άνεμοι, και άκοπ' αυτός το χύνει,
ως να σκεπάσει τα υψηλά βουνά, τες άκρες όλες
και τα χωράφια των θνητών και τ' ανθηρά λιβάδια
λιμάνι' ακόμα, ακρογιαλιές, και στης λευκής θαλάσσης
το κύμα ευρίσκει αντίστασιν· κι επάνω εις όλα τ' άλλα
το χιόνι πέρ' απλώνεται, όταν ποντίσει ο Δίας·
ομοίως έπεφταν πυκνές οι πέτρες απ' τα χέρια
των Τρώων εις τους Αχαιούς, των Αχαιών στους Τρώας,
και βρόντος εσηκώνετο στο τείχος πέρα πέρα.
Και οι Τρώες με τον Έκτορα τες πύλες και τον σύρτην
τον μέγαν δεν θα έριχναν, πλην τον υιόν του ο Δίας
έσπρωξεν ο πολύβουλος τον θείον Σαρπηδόνα
στους Αχαιούς, ως λέοντα μέσα εις βοδιών κοπάδι.
Την εύμορφην επρόβαλε και στρογγυλήν ασπίδα,
οπού τεχνίτης χάλκινην του 'χε σφυροκοπήσει,
και αφού με δίπλες βοδινές την έστρωσε από μέσα,
με σύρματα ολόχρυσα τες έραψε ως τον γύρον.
Εκείνην πρόβαλεν εμπρός, και σείοντας δυο λόγχες
εκίνησεν ως λέοντας, που δεν εγεύθη κρέας
πολύν καιρόν, και σπρώχνει τον η ανδράγαθη ψυχή του
και μέσα εις κτίριο στερεό στα πρόβατα να πέσει·
και αν τους ποιμένας έβρει αυτού με σκύλους και μ' ακόντια
τ' αρνία να περιφρουρούν, δεν βούλεται απ' την στάσιν
ν' αναχωρήσει ατόλμητος, αλλ' ή πηδώντας μέσα
κανέν' αρπάζει πρόβατον, ή βέλος από χέρι
ανδρειωμένο τον κτυπά. Τον Σαρπηδόνα ομοίως
κινούσε η θεία του ψυχή να πεταχθεί στο τείχος
και μες στους προμαχώνες του δρόμον πλατύν να σχίσει.
Και στου Ιππολόχου τον υιόν, τον Γλαύκον ευθύς είπε:
«Γλαύκε, διατί τιμώμασθεν έξοχα εμείς οι δύο
με θέσιν και με κρέατα και γεμιστά ποτήρια
εις την Λυκίαν, και ως θεούς μας βλέπει ο κόσμος όλος;
Και κτήμα μέγα ελάβαμεν του Ξάνθου αυτού στες άκρες
δενδρόφυτον και κάρπιμο χωράφι σιτοφόρο;
Όθεν χρεωστούμε ανάμεσα εις τους Λυκίους πρώτοι
και τώρα ν' απαντήσομε τον φλογερόν αγώνα.
Ώστε να ειπεί τούτο κανείς των θωρηκτών Λυκίων:
«Όχι, καθόλου αδόξαστοι δεν είναι οι βασιλείς μας,
που την Λυκίαν κυβερνούν κι εάν ερίφια τρώγουν
και πίνουν διαλεκτό κρασί, τους βλέπουμε να λάμπουν
εις την ανδρείαν, πρόμαχοι στα πλήθη των Λυκίων.
Αν, ακριβέ μου, φεύγοντας απ' τον αγώνα τούτον
αθάνατοι θα εμέναμε και αγέραστοι κατόπιν,
τότε ούδ' εγώ θα έβγαινα να προμαχώ και σένα
δεν θα 'στελνα στον πόλεμον, όπου δοξάζονται άνδρες,
αλλ' αφού είναι οι θάνατοι πολλοί και να τους φύγει
κανείς δεν δύναται θνητός, ας πάμε και στην μάχην
άλλοι μ' εμάς θα καυχηθούν ή εμείς θα καυχηθούμε».
Το εδέχθη ο Γλαύκος πρόθυμα, και αντάμα των Λυκίων
τον μέγαν κίνησαν λαόν· του Πετεώ το τέκνον
άμα τους είδε, ο Μενεσθεύς, επάγωσε· ότι επάνω
ορμούσαν εις τον πύργον του τον όλεθρον να φέρουν.
Και ολόγυρά του εκοίταζε να ιδεί των πολεμάρχων
κανέναν στην ανάγκην τους βοηθός αυτού να δράμει·
κι εγγύς είδε τους Αίαντας, λεοντόκαρδο ζευγάρι,
στον πύργον και από την σκηνήν τον Τεύκρον μόλις ήλθε·
αλλά βοήν δια ν' ακουσθεί να σύρει δεν ημπόρει
ότ' ήταν κτύπος πόφθανεν ως τ' ουρανού τον θόλον,
οι ασπίδες ως εκρούοντο και οι περικεφαλαίες.
Και οι πύλες, ότ' ήσαν κλειστές και οι Τρώες να τες σπάσουν
επροσπαθούσαν και με ορμήν κατόπιν να περάσουν.
Κι έστειλ' ευθύς στον Αίαντα τον κήρυκα Θοώτην.
«Θοώτη, εδώ τον Αίαντα πετάξου να καλέσεις,
τους δύο μάλιστα· ότι αυτό θα ήταν σωτηρία,
ότι φρικτός αφανισμός σ' ολίγο εδώ θα γίνει.
Θα πέσουν μ' όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
οπού στην μάχην λυσσεροί και πρώτοι εγνωρισθήκαν.
Αλλ' αν και αυτού στον πόλεμον πολύ στενοχωρούνται,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος τοξότης».
Είπε και δεν παράκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,
των χαλκοφράκτων Αχαιών εδιάβηκε το τείχος,
εστήθη εμπρός στους Αίαντας και προς εκείνους είπε:
«Των χαλκοφράκτων Αχαιών ανδρείοι πολεμάρχοι,
ω Αίαντες, του Πετεώ το τέκνο αγαπημένο
ολίγο καν σας θέλει εκεί να δράμετε βοηθοί του,
και οι δύο μάλιστα· ότι αυτό θα ήταν σωτηρία·
ότι σ' ολίγο αφανισμός φρικτός εκεί θα γίνει·
θα πέσουν μ' όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
οπού στην μάχην λυσσεροί και πρώτα εγνωρισθήκαν.
Αλλ' αν κι εδώ στον πόλεμον πολύ στενοχωρείσθε,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος εις το τόξον».
Και ο μέγας δεν αρνήθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας,
και στον Οϊλιάδην έλεγε με λόγια φτερωμένα:
«Ω Αία, συ και ο σύντροφος ανδρείος Λυκομήδης
μείνετ' εδώ τους Δαναούς να σπρώχνετε στην μάχην
κι εγώ πηγαίνω κει βοηθός σ' εκείνον τον αγώνα·
και άμα τους φέρω ανάσασιν, ευθύς εδώ θα γύρω».
Τους είπε και ανεχώρησεν, κατόπιν ο αδελφός του
ο Τεύκρος, και το τόξον του βαστούσεν ο Πανδίων.
Και όταν του τείχους έφθασαν από το μέσα μέρος
στον πύργον οπού ο Μενεσθεύς κρατούσεν ο γενναίος,
κι έφθασαν στην ανάγκην τους, διότι των Λυκίων
οι μεγαλόψυχοι αρχηγοί κι εξαίσιοι πολεμάρχοι
στον προμαχών' ανέβαιναν, ως μαύρη ανεμοζάλη.
Και άρχισαν αντιμέτωποι μ' αλαλαγμόν την μάχην.
Και πρώτος άνδρα εφόνευσεν ο Τελαμώνιος Αίας
του Σαρπηδόνος σύντροφον, τον μέγαν Επικλήα.
Με τρανό μάρμαρο σκληρό που μες στο τείχος ήταν
στους προμαχώνες υψηλά· και δεν θα το βαστούσε
με τα δυο χέρια τωρινός θνητός εις τα καλά του·
και αυτός το σήκωσε υψηλά· στην περικεφαλαίαν
το 'ριξε και την άνοιξε κι εσύντριψε όλ' αντάμα
της κεφαλής τα κόκαλα· και απ' τον υψηλόν πύργον
έπεσε αυτός, ως βουτηχτής και εβγήκεν η ψυχή του.
Και ο Τεύκρος τον ανδράγαθον υιόν του Ιππολόχου
τον Γλαύκον, ως ανέβαινε το τείχος κι εγυμνώθη
το χέρι, τον ετόξευσε κι έπαυσε από την μάχην
και χάμου επήδησε κρυφά μη τους ιδεί κανένας
των Αχαιών και τες φωνές του βάλει που επληγώθη.
Σφόδρα ελυπήθη ο Σαρπηδών που είδε να φεύγει ο Γλαύκος.
Και όμως μ' ορμήν πολεμικήν ευθύς τον Θεστορίδην
Αλκμάονα ελόγχισε και οπίσω το κοντάρι
ετράβηξε κι επίστομα κατόπιν εις την λόγχην
έπεσε αυτός κι εβρόντησαν επάνω τ' άρματά του.
Κι έσυρε αυτός με τα βαριά του χέρια προμαχώνα
και όλον τον εκατέβασεν ώστ' εγυμνώθη επάνω
το τείχος όλο και εις πολλούς πλατύν άνοιξε δρόμον.
Και ο Τεύκρος με τον Αίαντα συγχρόνως του εχυθήκαν.
Τον τόξευσεν εις τον λαμπρόν ζωστήρα της ασπίδος
ο Τεύκρος· αλλ' εμάκρυνεν ο Ζευς απ' τον υιόν του
τες μοίρες μη πέσει νεκρός αυτού σιμά στα πλοία.
Και την ασπίδα ελόγχισεν ο Αίας και αν και η λόγχη
δεν βγήκε πέρα, ετάραξεν αυτόν εις την ορμήν του·
και οπίσω λίγο εσύρθηκεν, αλλά τον προμαχώνα
δεν άφηνεν, ως έλπιζε δόξαν αυτού να λάβει.
Κι εστράφη ευθύς κι εφώναζε των θεϊκών Λυκίων:
«Ω της Λυκίας μαχηταί, πού είναι η πρώτη ορμή σας;
Όσον και αν είμαι ανδράγαθος, δύσκολον είναι μόνος
δρόμον να σχίσω ανάμεσα στο τείχος προς τα πλοία.
Ακολουθείτε και οι πολλοί μεγάλα κατορθώνουν».
Είπε κι εκείνοι απ' την βοήν του σεβαστού κυρίου
ταράχθηκαν και πρόθυμοι σιμά του ορμήσαν όλοι.
Απ' τ' άλλο μέρος έσφιγγαν τες φάλαγγες οι Αργείοι
μέσ' απ' το τείχος· και άρχισε μέγας σ' αυτούς αγώνας.
Διότι μήτε οι Λύκιοι τους Δαναούς να βιάσουν
εδύνονταν και διάβασιν να σχίσουν προς τα πλοία
και μήτε οι Δαναοί ποτέ να διώξουν τους Λυκίους
από τα τείχη εδύνονταν, αφού σ' αυτά πατούσαν.
Και όπως χωράφι αμοίραστο να τερμονολογήσουν
δυο γεωργοί φιλονικούν, κι έχουν στα χέρια μέτρα
κι ερίζουν δια το ανάλογον μέρος σ' ολίγον τόπον·
όμοια κι αυτούς, εχώριζαν οι προμαχώνες, όπου
και απ' τα δυο μέρη εσχίζονταν στ' ανδρειωμένα στήθη
άλλες βαριές, άλλες λεπτές, δερμάτινες ασπίδες.
Πολλών ο αλύπητος χαλκός εδάγκασε το σώμα·
στην γυμνήν πλάτην, αν κανείς εστρέφετο εις την μάχην,
στο στήθος, κι ήσαν οι πολλοί, τρυπώντας την ασπίδα.
Και ολούθε οι πύργοι ερραίνοντο και οι προμαχώνες όλοι
από το αίμα των ανδρών και Δαναών και Τρώων,
αλλά δεν εκατόρθωναν ώστ' οι Αχαιοί να φύγουν.
Και ως τα καυκιά της ζυγαριάς γνέστρα γυνή δικαία
ίσια κρατεί σηκώνοντας όμοια μαλλί και ζύγι
να πάρει τον μικρόν μισθόν τροφήν εις τα παιδιά της·
όμοια κι εκείν' ισόμετρα την μάχην εκρατούσαν,
ωσότου ο Ζευς εδόξασε τον Έκτορα μεγάλως,
και πρώτος πήδησεν αυτός στων Αχαιών το τείχος.
Και σφοδρήν έσυρε φωνήν: «Ανδρειωμένοι Τρώες,
α! σηκωθείτε, σπάσετε το τείχος των Αργείων
φλόγα να βάλτε ακοίμητην, να κάψετε τα πλοία».
Και αυτή του η παρακίνησις εβρόντησε στ' αυτιά τους,
και ομού στο τείχος όρμησαν κι επάνω στα στεφάνια
πατούσαν ανεβαίνοντας μ' ακονισμένες λόγχες
και άρπαξ' ο Έκτωρ κι έφερνε λίθον που εμπρός στες πύλες
ήταν στην ρίζαν του παχύς και σουβλερός στην άκρην,
οπού και δύο του λαού διαλεμένοι εργάτες
δεν θα σηκώναν με λοστούς στ' αμάξι ν' ανεβάσουν,
των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαλλε, και μόνος
του τον ελάφρωσεν ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου.
Και ωσάν βοσκός που εύκολα βαστά κριού ποκάρι
εις την αγκάλην και δι' αυτόν είναι μικρό το βάρος·
όμοια τον λίθον σήκωσε κι έφερνε ο μέγας Έκτωρ
προς τα υψηλά θυρόφυλλα σφικτά συναρμοσμένα
οπού από μέσα σταυρωτοί δύο σύρτες θα κρατούσαν
στερεωμένοι με κλειδί· και ως έφθασε στην πύλην,
στο διάσκελό του εστύλωσε το σώμα δια να δώσει
στον λίθον όλην την ορμήν· τον έριξε στην μέσην
και τα στροφίδια σύντριψε· κι έπεσε μέσα ο λίθος
βαρύς, και η πύλη εβρόντησεν και οι σύρτες δεν κρατήσαν
και από τον λίθον σείσθηκαν και ανοίξαν οι σανίδες.
Πήδησε μέσα σκοτεινός στα βλέφαρα ως η νύκτα,
ο μέγας Έκτωρ· και άστραφτε το σώμα του ζωσμένο
τρομακτικώς με τ' άρματα· κι εκράτει δυο κοντάρια·
και όταν με μάτια φλογερά στην πύλην επηδούσε,
μόλις θεός θα εδύνονταν ν' αντισταθεί σ' εκείνον.
Και προς τους Τρώας φώναξε στρεφόμενος στα πλήθη,
ευθύς το τείχος να υπερβούν κι εκείνοι του υπακούσαν.
Και μέρος το υπερέβαιναν, και μέρος εχυνόνταν
στην πύλην και την διάβαιναν· κι έφυγαν προς τα πλοία
οι Δαναοί και θόρυβος μεγάλος εγεννήθη.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου