ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Δ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ
ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Δ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ---ΠΟΛΥΛΑΣ
Σύνοδον είχαν οι θεοί στο πλάγι του Κρονίδη,
στο δώμα το χρυσόστρωτον και τους κερνούσε η θεία
Ήβη το νέκταρ και φαιδροί με τα χρυσά ποτήρια
αντιπροπίναν κι έβλεπαν την πόλιν του Πριάμου.
Και να πειράξ' ηθέλησε την Ήραν ο Κρονίδης
και λόγον είπε ανάσκεπον πικρά να την κεντήσει:
« Δύο θεές είναι, θαρρώ, βοηθοί του Μενελάου,
η Άργισσ' Ήρα κ η Αθηνά, η σώστρα των ανδρείων·
αλλά κάθονται ανάμερα και τέρπονται να βλέπουν·
τον άλλον η φιλόγελη θεά τον παραστέκει
η Αφροδίτη και κακό να πάθει δεν αφήνει·
και ιδού τώρα τον έσωσε στην ώρα του θανάτου·
αλλ' είναι η νίκη φανερά του ανδρείου Μενελάου.
Και τώρα να σκεφθούμ' εμείς, πώς τούτα θα τελειώσουν
αν πάλιν θα σηκώσουμε φρικτόν πολέμου αγώνα,
ή μεταξύ των δυο λαών θα φέρομεν ειρήνην;
Κι αν το δεχθείτε πρόθυμα με την καρδιά σας όλοι,
ας μείν' η πόλις άφθαρτη του γέροντος Πριάμου
κι ας λάβει ο Μενέλαος οπίσω την Ελένην».
Αυτά είπε κι εγόγγυσαν η Αθηνά κι η Ήρα,
σιμά καθίζαν κι όλεθρον των Τρώων μελετούσαν
λόγον δεν είπεν η Αθηνά και στον πατέρα Δία
από χολήν εμάνιζεν· αλλ' η χολή στης Ήρας
το στήθος δεν εχώρεσε, και προς εκείνον είπε:
« Τι 'πες, Κρονίδη τρομερέ; Πώς ν' αφανίσεις θέλεις
τους κόπους, τον αγώνα μου, τον ίδρον πόχω ιδρώσει;
Και τ' άλογά μου απόκαμαν, ώσπου να συναθροίσω
τόσον λαόν, στον Πρίαμον κακό και στα παιδιά του;
Κάμε το, αλλ' όμως οι θεοί δεν συμφωνούμεν όλοι».
Εβάρυνε· και « ω τρομερή», της είπεν ο Κρονίδης,
« τι σου 'καμεν ο Πρίαμος και όλ' η γενεά του
κακό μεγάλο να οργισθείς και τόσο να μανίζεις,
να εξολοθρεύσεις έρριζα την πυργωμένην Τροίαν;
Τες πύλες της αν δεν διαβείς και τα υψηλά της τείχη,
ωμόν να φας τον Πρίαμον και τα παιδιά του κι όλους
τους Τρώες, δεν γιατρεύεται το πάθος που σε καίει·
κάμε όπως θέλεις, αλλ' ιδέ μη τούτ' η διαφορά μας
κάποτε ανάψει πόλεμον κακόν ανάμεσόν μας·
κι έν' άλλο ακόμα θα σου ειπώ, να το φυλάξει ο νους σου·
εάν ποτέ προθυμηθώ να εξολοθρεύσω πόλιν,
όπου τυχαίνουν άνθρωποι να ζουν αγαπητοί σου,
μη στην οργήν μου αντισταθείς, αλλ' άφησε να κάμω·
κι εγώ σου την απάφησα με πόνον της ψυχής μου·
και από τες χώρες των θνητών ανθρώπων, όσες είναι
κάτω από τ' άστρα τ' ουρανού και από το φως του ηλίου,
ολόψυχα επροτίμησα την Ίλιον την θείαν,
τον Πρίαμον και τον λαόν του δυνατού Πριάμου,
ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι απ' τον βωμόν μου,
σπονδή και κνίσσα, οι προσφορές που των θεών ανήκουν».
Κι η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν η Ήρα:
« Απ' όλες υπεραγαπώ τρεις χώρες εις τον κόσμον·
το Άργος, την πλατύδρομην Μυκήνην και την Σπάρτην·
κατάστρεψέ τες, αν ποτέ κινήσουν την οργήν σου·
δεν θα με ιδείς να υπερμαχώ γι' αυτές ή να γογγύζω,
ότι δεν θα κατόρθωνα ποσώς να σ' αντισκόψω,
όσα κι αν έκανα, επειδή πολύ 'σαι ανώτερός μου·
αλλά και συ τους κόπους μου να χάσω μη θελήσεις,
ότι κι εγώ είμαι θεός κι απ' την δικήν σου ρίζαν,
εγώ η σεβαστότερη του Κρόνου θυγατέρα
και από το γένος ένδοξη και ότ' είμαι ομόκλινή σου,
και συ 'σαι πρώτος βασιλεύς των αθανάτων όλων·
αλλά τώρ' ας συγκλίνομεν, εγώ προς σε και πάλιν
συ προς εμέ κι όλ' οι θεοί θα μας ακολουθήσουν·
συ στείλ' ευθύς την Αθηνάν στων Αχαιών και Τρώων
τ' αντίμαχα στρατεύματα, να εφεύρει εκείνη τρόπον
ώστε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,
προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».
Σ' αυτά επείσθη των θεών και ανθρώπων ο πατέρας
κι εστράφη προς την Αθηνάν: « Κατέβα ευθύς» της είπε,
«στ' αντίμαχα στρατεύματα των Αχαιών και Τρώων,
κάμε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,
προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».
Και αυτοπροαίρετα η θεά στον λόγον του ετινάχθη
από του Ολύμπου τες κορφές κι εχύθη ωσάν τ' αστέρι,
οπού ο Κρονίδης έριξε σημάδι στους ανθρώπους,
ή ναύτες ή στρατόπεδο λαών εκτεταμένο·
λαμπρό αστέρι κι άπειρες οι σπίθες του πετιούνται·
ομοίως τότ' η Αθηνά στην γην εροβολούσε
και μες στην μέσην πήδησε των ιπποδάμων Τρώων,
των χαλκοφόρων Αχαιών και απόρησαν τα πλήθη,
και μεταξύ τους έλεγαν: « Ή πάλιν του πολέμου
θα ξαναρχίσει το κακό, τα αίματα και οι φόνοι,
ή μεταξύ των δυο λαών αγάπην βάζει ο Δίας
που κυβερνά τον πόλεμον, ως θέλει, των ανθρώπων».
Αυτά ελέγαν οι λαοί· κι ωστόσο μες στο πλήθος
των Τρώων γύριζε η θεά με την μορφήν ανθρώπου,
του ανδρειωμένου μαχητού Λαοδόκου Αντηνορίδη
ζητώντας του Λυκάονος το δοξασμένο αγόρι,
τον πολεμάρχον Πάνδαρον· τον ήβρε που εστεκόνταν
στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων,
που ήλθαν απ' τον Αίσωπον μαζί του στην Τρωάδα·
σιμά του εστήθη κι έλεγε με λόγια φτερωμένα:
« Θενά πεισθείς σ' ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;
Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρεις βέλος;
Δόξαν απ' όλον τον λαόν και χάριν θ' απολαύσεις
και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήσει ο Πάρις.
Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψει δώρα,
εάν ιδεί στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον
τον δυνατόν Μενέλαον από δικό σου ακόντι·
εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,
αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
αρνιών πρωτόγονων ταχθείς να σφάξεις εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσεις».
Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος κι επήρε
το στιλβωμένο τόξο του, κέρατο αγρίου τράγου,
που από καθίστραν είχε αυτός κτυπήσει άμα τον είδε
να βγαίνει μέσ' από σπηλιά, και κάτω από το στήθος
τον πέτυχε και ανάσκελα τον ξάπλωσε στον βράχον·
μακριά δεκάξι σπιθαμές τα κέρατα εφορούσε·
αυτά εργάσθη και άρμωσε καλός κερατοξόος·
το έξυσ' όλο και χρυσό του πρόσθεσε κουλούρι·
το τόξο εκείνο ετάνυσε και καταγής αγάλι
το έκλινε και οι σύντροφοι κρατούσαν τες ασπίδες
εμπρός του, μήπως πεταχτούν οι Αχαιοί γενναίοι,
πριν ακοντίσει ο Πάνδαρος τον δυνατόν Ατρείδην·
κι απ' την φαρέτραν σήκωσε το σκέπασμα κι επήρε
άριχτο βέλος φτερωτό, μαύρην φωλιά θανάτου·
το πικρό βέλος ίσιασεν εις την χορδήν επάνω,
και προς τον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
να σφάξει αρνιών πρωτόγονων ετάχθηκε εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι του γυρίσει
και με τες κόκες την χορδήν τραβώντας την σιμώνει
εις το βυζί και απίθωσε το σίδερο στο τόξο·
και όταν εις κύκλον τέντωσε το μέγα τόξο, ακούσθη
τριγμός του τόξου, της χορδής βοή κι εξετινάχθη
το βέλος ανυπόμονο να πέσει μες στα πλήθη.
Αλλά δε σ' ελησμόνησαν, Μενέλαε, του Ολύμπου,
οι κάτοικοι οι μακάριοι κι η Αθηνά που εμπρός σου
ευθύς ευρέθη κι έδιωξε το πικροφόρο ακόντι
από το σώμα σου αρκετά, καθώς μητέρα διώχνει
μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται,
κι η ίδια τ' οδήγησεν όπου οι χρυσές της ζώνης
θηλιές κι ο θώραξ διπλωτός εσμίγαν σ' ένα μέρος.
Το πικρό βέλος έπεσε στην σφικτασφαλισμένην
ζώνην την πολυδαίδαλην και την διαπέρασ' όλην·
και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ' ως την πλάκα
οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε
κι εξόχως τον προφύλαξεν, αλλ' έσπασε κι εκείνην.
Και του ανδρός εχάραξε το δέρμα η χάλκιν' άκρη
κι έρρευσε από το λάβωμα ευθύς το μαύρον αίμα.
Ως όταν Κάειρα ή Μαιονίς γυνή κοκκινοβάφει
λευκόν ελεφαντόδοντο, του αλόγου χαλινάρι,
πολλοί το ζήλευσαν ιππείς, και μένει φυλαγμένο
στον θάλαμον για βασιλείς πολύτιμο στολίδι,
και στ' άλογο καλλώπισμα και δόξα του αναβάτη·
ομοίως, ω Μενέλαε, εβάφηκαν τα ωραία
μεριά σου και τα κνήμια σου και οι φτέρνες εις το αίμα·
επάγωσεν ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
άμ' είδε από το λάβωμα να τρέχει μαύρον αίμα,
πάγωσε και ο Μενέλαος ο ανδρείος, αλλ' ως είδε
οπού της λόγχης το λουρί κι οι αγκίδες μείναν έξω,
του επανήλθεν η ψυχή· και ο μέγας Αγαμέμνων
με στεναγμούς του έλεγε κρατώντας του το χέρι,
και οι φίλοι γύρω εστέναζαν: « Γλυκύτατε αδελφέ μου,
στους όρκους σ' εθανάτωνα, την ώρα που σε μόνον
εμπρός των Τρώων σ' έσταινα για μας να πολεμήσεις·
κι εκείν' ιδού σ' εκτύπησαν κι επάτησαν τους όρκους·
αλλά δεν θα ματαιωθούν οι όρκοι και η θυσία,
οι αγνές σπονδές και οι δεξιές που εσφίξαμε με θάρρος
κι εάν ευθύς δεν το ενεργεί, στο εξής θα το ενεργήσει
ο Δίας και πολύ βαριά το κρίμα θα πληρώσουν
εκείνοι και οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους όλα·
ότ' είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσει μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του,
όταν ο αιθεροκάτοικος Κρονίδης χολωμένος
για τούτην την απάτην τους επάνω τους τινάξει
την σκοτεινήν αιγίδα του· και αυτά θα γίνουν όλα.
Αλλ, ω Μενέλαε, σκληρός εμέ θα σφάζει πόνος,
αν αποθάνεις και κλεισθούν οι μέρες της ζωής σου·
στ' άνανδρον Άργος άτιμος μου μέλλει να γυρίσω,
ότ' οι Αχαιοί θα θυμηθούν αμέσως την πατρίδα
και του Πριάμου καύχημα θα μείνει και των Τρώων
η Άργισσα Ελένη μας, και η γη τα κόκαλά σου,
χωρίς να γίνει τίποτε θα σέπει εδώ στην Τροίαν·
και κάποιος τότε θέλ' ειπεί των αποτόλμων Τρώων,
ενώ στον τάφον θα σκιρτά του ενδόξου Μενελάου:
« Να χαρεί πάντοτε η χολή του Ατρείδη ως τώρα εχάρη
που στρατόν έφερε Αχαιών ανώφελα εδώ πέρα
και μ' άδεια πλοία γύρισεν εις την πατρίδα, δίχως
τον αγαθόν Μενέλαον»· αυτά θα ειπούν· κι εμένα
χάσμ' ας ανοίξ' η μαύρη γη κι επάνω μου να κλείσει».
Κι είπε ο ξανθός Μενέλαος να τον εγκαρδιώσει:
« Κάμε καρδιά, τους Αχαιούς ακόμη μη δειλιάζεις·
δεν ήβρε μέρος ακριβό το βέλος, ότ' η ζώνη
η πλουμιστή μ' εφύλαξε και κάτωθε το ζώμα
και η καλή πλάκα οπού χαλκείς κατασκευάσαν άνδρες».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
« Είθε, γλυκέ Μενέλαε, να είναι καθώς λέγεις·
ιατρός θα ψάξει την πληγήν κι επάνω της θα βάλει
βοτάνια, τες φαρμακερές οδύνες να πραΰνει».
Κι εστράφη προς τον κήρυκα Ταλβύθιον και του είπε:
« Ταλβύθιε, τον Μαχάονα κάλεσ' ευθύς, τον γόνον
του Ασκληπιού, που ασύγκριτος ιατρός στον κόσμον ήταν,
να 'λθει να ιδεί τον ψυχερόν Μενέλαον Ατρείδην,
οπού τον κτύπησ' άξιος τοξότης ή των Τρώων
ή των Λυκίων, δόξα του και σ' εμάς όλους λύπη».
Αυτά είπε και υπάκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,
και των ανδρείων Αχαιών εγύρνα μες στα πλήθη
να έβρει τον Μαχάονα· τον είδε που εστεκόταν
στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων
που από την Τρίκκην έφθασαν μαζί του στην Τρωάδα·
σιμά του εστάθη κι είπε του: « Πετάξου, Ασκληπιάδη,
ο κραταιός σε προσκαλεί Ατρείδης Αγαμέμνων
να 'λθεις να ιδείς τον ψυχερόν Μενέλαον Ατρείδην,
οπού τον κτύπησ' άξιος τοξότης ή των Τρώων
ή των Λυκίων, δόξα του και σ' εμάς όλους λύπη».
Είπε και του ετάραξε στα στήθη την καρδίαν.
Και μέσ' απ' τον πλατύν στρατόν των Αχαιών εφθάσαν
όπου ο ξανθός Μενέλαος στεκόνταν λαβωμένος
και κύκλον είχε ολόγυρα των πρώτων πολεμάρχων,
ο άνδρας ο ισόθεος· κι ευθύς από την ζώνην
την δυνατήν ετράβηξε το βέλος· και ως τραβούσε,
γυρτές οπίσω εκόπηκαν οι μυτερές αγκίδες.
Την ζώνην έλυσ' έπειτα, το ζώμα και την πλάκα,
που κατασκεύασαν χαλκείς· και άμ' είδε όπου το βέλος
φαρμακερά τον λάβωσεν, εβύζαξε το αίμα
κι έβαλ' επάνω βότανα πραϋντικά γνωστά του,
που ο Χείρων στον πατέρα του, σαν φίλος είχε δώσει.
Εκείνοι τον ανδράγαθον Μενέλαον θεραπεύαν
κι ήλθαν ωστόσο επάνω τους οι φάλαγγες των Τρώων
κι έπιασαν τ' άρματα και αυτοί τον πόλεμον ν' αρχίσουν·
οκνόν τότε δεν θα 'βλεπες τον δυνατόν Ατρείδην
να δειλιά, να κρύβεται, την μάχην ν' αποφεύγει,
αλλά να ορμά στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ' άνδρες·
το λαμπρό αμάξι, τ' άλογα που φλογερά φυσούσαν,
αφήνει του Ευρυμέδοντος υιού του Πτολεμαίου
του Πειραΐδη και σιμά να τα 'χει τον προστάζει
πρόχειρα, οπόταν κάματος τα μέλη του νικήσει
εκεί που θα τακτοποιεί σαν αρχηγός, τα πλήθη·
και αυτός πεζός τες φάλαγγες των μαχητών περνούσε
κι όσους θωρούσε Δαναούς στην μάχην να σπουδάζουν,
λόγια τους έλεγε καλά το θάρρος τους ν' αυξήσει:
«Αργείοι, μην αφήνετε την ανδρικήν ορμήν σας.
Δεν βοηθεί τους δολερούς ο ύψιστος πατέρας·
και αυτών που πρώτοι αδίκησαν τους όρκους των πατώντας
τα τρυφερά τους σώματα θα καταφάγουν γύπες
και τες γυναίκες τους εμείς και τα μικρά παιδιά τους,
αφού την πόλιν πάρομε, θα σύρομε στα πλοία».
Κι όσους τον φρικτόν πόλεμον θωρούσε να τρομάζουν,
«Αργείοι», τους εφώναζε, « του τόξου ανδρειωμένοι,
ουτιδανοί, τάχα εντροπήν δε θα αισθανθείτε ακόμη;
Πώς παγωμένοι στέκεσθε, ωσάν τα ελαφομόσχια,
που ως αποκάμαν τρέχοντας σ' απέραντην πεδιάδα
στέκονται, και στα στήθη τους, η δύναμις εκόπη;
Όμοια κι εσείς παγώσατε, ποσώς δεν πολεμείτε·
να 'λθουν οι Τρώες θέλετε σιμά κει που τα πλοία
στέκονται τα καλόπρυμνα στην άκρην της θαλάσσης
να ιδείτε αν χέρι σωστικό για σας υψώσει ο Δίας; »
Κι όπως αυτός βασιλικά τες τάξες των ανδρείων
εθεωρούσεν, έφθασε στο μέρος που ο γενναίος
Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,
και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου
και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.
Άμα τους είδ' εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,
κι εγλυκομίλησεν ευθύς προς τον Ιδομενέα:
« Των ιππομάχων Δαναών τιμώ σε Ιδομενέα,
εξόχως και στον πόλεμον και σ' ό,τι άλλο ακόμη·
και στο τραπέζι που εκλεκτό κρασί και πυρωμένο
εις τον κρατήρα συγκερνούν οι πρώτοι πολεμάρχοι
οι ανδρειωμένοι Αχαιοί το πίνουν μετρημένο
καθένας, αλλά πάντοτε συ έχεις το ποτήρι
γεμάτο εμπρός ως το χω εγώ, να πίνεις όταν θέλεις·
αλλ' όρμησε στον πόλεμον και δείξου ως ήσουν πρώτα »
Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπε:
« Αγαπητόν σου σύντροφον θα μ' έχεις εις την άκρην,
Ατρείδη, ως έστερξ' απ' αρχής κι υπόσχεσιν επήρα
τους ανδρειωμένους Αχαιούς τους άλλους να κινήσεις
ν' αρχίσει ευθύς ο πόλεμος· αφού την συμφωνίαν
οι Τρώες τώρα εχάλασαν· και ως πάτησαν τους όρκους
και πρώτοι αδίκησαν, κακό τους περιμένει τέλος».
Αυτά είπε και ολόχαρος προχώρησ' ο Ατρείδης
στο στράτευμα όσο πόφθασεν εκεί που εσυνταζόνταν
οι Αίαντες και σύννεφο μ' αυτούς πεζών ανδρείων·
ως όταν σύννεφο βοσκός από ψηλά ξανοίγει
να προχωρεί στο πέλαγος με την πνοήν του ανέμου·
και φαίνεται στα μάτια του κατάμαυρο σαν πίσσα,
καθώς το πέλαγος περνά γεμάτο ανεμοζάλες,
τον παίρνει φόβος και οδηγεί μες στ' άντρο το κοπάδι·
ομοίως εις τον πόλεμον κινούνταν των Αιάντων
πυκνότατες οι φάλαγγες ανδρειωμένων νέων
μαύρες, και λόγγον έκαναν λόγχες ομού και ασπίδες·
άμα τους είδ' εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης
κι ευθύς τους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Αίαντες σεις, ω αρχηγοί των θωρηκτών Αργείων,
εσάς δεν δίδω προσταγήν ότι δεν είναι πρέπον,
αφού και μόνοι τον λαόν στον πόλεμον κινείτε·
και, Απόλλων, είθε, και Αθηνά, και συ, πατέρα Δία,
αν είχαν όλοι την ψυχήν πόχετε σεις στα στήθη,
ευθύς εμπρός μας θα 'σκυφτεν η πόλις του Πριάμου
ολόβολη απ' τα χέρια μας να μείνει ερημασμένη».
Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους·
ήβρε τον Νέστορα, γλυκόν της Πύλου δημηγόρον,
που εσύνταζε κι εγκάρδιωνε τους άνδρες εις την μάχην
με τους ανδρείους Αίμονα, Πελάγοντα, Χρομίον,
Αλάστορα και Βίαντα, ποιμένα των ανθρώπων.
Και τους ιππείς έστησ' εμπρός με τα ζεμέν' αμάξια,
έβαλε οπίσω τους πεζούς πολλούς και ανδρειωμένους,
πύργον πολέμου στερεόν, και τους κακούς στην μέση,
ν' αναγκασθεί να μάχεται και αυτός οπού δεν θέλει.
Και να μη σπρώξουν τ' άλογα στην ταραχήν της μάχης
εις τους ιππείς συμβούλευε. « Κανείς ας μη θαρρέψει
στην ιππική και στην ανδρειά να ορμήσει εμπρός των άλλων
μόνος ενάντια στον εχθρόν· αλλά μήτε να γύρει
οπίσω· και τα δυο κακά και σας αδυνατίζουν.
Κι όποιος από τ' αμάξι του στου εχθρού τ' αμάξι φθάσει,
με το κοντάρι ας κτυπηθεί, και αυτό συμφέρει πλέον·
αυτήν την γνώμην έτρεφαν και την ψυχήν στα στήθη
οι παλαιοί μας κι έπαιρναν τες χώρες και τα τείχη».
Αυτά πολέμων έμπειρος εδίδασκεν ο γέρος.
Άμα τον είδε χάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,
κι ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Άμποτε, ω γέρε, αδάμαστην ως έχεις την ψυχήν σου
να είχες και τα γόνατα κι ακέριαν την ανδρείαν
αλλά το γήρας το κοινό σε φθέρνει· κι άμποτ' άλλος
να το 'χε και να εβρίσκοσουν συ μεταξύ των νέων».
Και ο Νέστωρ, ο Γερήνιος ιππότης, του αποκρίθη:
«Ατρείδη, το 'θελα κι εγώ να είμαι ως ήμουν πρώτα
που τον Ερευθαλίωνα εφόνευσα τον θείον·
αλλά δεν δίδουν στους θνητούς οι αθάνατοι όλ' αντάμα.
Αγόρι τότε ήμουν κι εγώ, τώρα το γήρας μ' ήβρε,
αλλά και ως είμαι, στους ιππείς ανάμεσα θα μείνω
να συμβουλεύω· κι είναι αυτό το μέρος των γερόντων.
Και με κοντάρια θα κτυπούν οι νέοι που από μένα
χρόνια ολιγότερα μετρούν και στην ανδρειά θαρρεύουν».
Άκουσε τούτα και φαιδρός προχώρησ' ο Ατρείδης·
τον Μενεσθέα πλήξιππον του Πετεού τον γόνον
ήβρε στην μέση των φρικτών στες μάχες Αθηναίων·
πλησίον ο πολύβουλος στεκόταν Οδυσσέας,
κι οι τάξεις οι ανίκητες, σιμά, των Κεφαλλήνων·
ότι της μάχης η βοή σ' αυτούς δεν είχε φθάσει,
ενώ μόλις οι φάλαγγες των ιπποδάμων Τρώων
κινούνταν και των Αχαιών, κι εκείνοι περιμέναν
οπόταν σώμ' άλλο Αχαιών να φθάσει και να ορμήσει
στους Τρώας πρώτον, ώστε αρχή να γίνει του πολέμου.
Τους είδ' ευθύς και ονείδισεν ο κραταιός Ατρείδης
κι εκείνους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Ω γόνε, συ, του Πετεού διοθρέφτου βασιλέως,
και συ, που στα σοφίσματα εξέχεις και στους δόλους,
τι κρύβεσθε, τι μένετε μακράν ως να 'λθουν άλλοι;
Και να σταθείτ' έπρεπε σεις στην πρώτην τάξιν πρώτοι
και πρώτοι ν' απαντήσετε την φλόγα του πολέμου,
καθώς δέχεσθε κάλεσμα στην τράπεζά μου πρώτοι,
οπότε στρώνουμ' οι Αχαιοί τραπέζι των γερόντων.
Και σας αρέσει τα ψητά να τρώγετε και ωραίο
κρασί να πίνετ' άφθονο και τώρα σας αρέσει
και αν δέκα σώματ' Αχαιών εβλέπετ' έμπροσθέν σας
με τ' ανδροφόνο σίδερο ν' αρχίσουν τον αγώνα».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας·
«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος!
Εμείς την μάχην φεύγομεν; Όταν τον άγριον Άρη
κινήσομ' όλ' οι Αχαιοί στους ιπποδάμους Τρώες,
θα ιδείς, αν θέλεις και αν γι' αυτό σε μέλει, τον πατέρα
του Τηλεμάχου να ριχθεί των ιπποδάμων Τρώων
εις τους προμάχους, και όλ' αυτά που λέγεις παίρν' ο αέρας».
Και άμ' είδε τον που εθύμωνε, τον λόγον πήρε οπίσω
και του 'πε με γλυκόγελον ο κραταιός Ατρείδης:
« Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
δεν ονειδίζω υπέρμετρα εσένα ούτε προστάζω·
γνωρίζ' ότ' η καρδία σου καλά για μένα τρέφει
αισθήματα κι ότι μ' εμέ την ίδιαν έχεις γνώμη,
και θα τα καλοκάμωμε κατόπι, αν τώρα ειπώθη
λόγος κακός, κι είθε οι θεοί να τ' αποσβήσουν όλα».
Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους.
Κι ήβρε τον μεγαλόψυχον Τυδείδη Διομήδη
ορθόν εις τ' άλογα σιμά και τ' αρμοσμέν' αμάξια·
ήταν σιμά του ο Σθένελος, υιός του Καπανέως.
Τον είδε ευθύς κι ονείδισεν ο μέγας Αγαμέμνων
και κείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Οιμέν, υιέ του συνετού Τυδέα του ιπποδάμου,
τι κρύβεσαι; Τες γέφυρες τι βλέπεις του πολέμου;
Να κρύβεται, όπως κρύβεσαι, δεν ήθελε ο Τυδέας,
και των συντρόφων πολύ εμπρός στην μάχην εκινούσε.
Εγώ δεν τον αντάμωσα και απ' άλλους, που τον είδαν
εις τον αγώνα το 'μαθα, και ότ' είχε τα πρωτεία.
Ότ' ήλθε αυτός ειρηνικός ως ξένος στες Μυκήνες
και ο Πολυνείκης ο λαμπρός οπού συνάζαν άνδρες
όταν στρατεύαν στ' άγια της Θήβας τείχη εκείνοι·
κι επαρακάλουν εκλεκτούς συμμάχους να τους δώσουν
και πρόθυμ' έστεργε ο λαός να δώσουν, αλλ' ο Δίας
την γνώμην τους εγύρισε μ' αντίστροφα σημεία.
Και ότ' έφυγαν, άμ' έφθασαν, ως προχωρούσε ο δρόμος,
στου Ασωπού τες χορτερές άκρες γεμάτες σχοίνον,
οι Αχαιοί για μηνυτήν εστείλαν τον Τυδέα.
Κι εκείνος επορεύθηκε κι ήβρε πολλούς Καδμείους
στου δυνατού Ετεοκλή το δώμα οπού συντρώγαν·
τότε, και αν ξένος έτυχε, ο ιππόμαχος Τυδέας
δεν εφοβείτο ανάμεσα στο πλήθος των Καδμείων,
αλλ' εις αγώνα εκάλει αυτούς, και εις όλα τους ενίκα
εύκολα, τόσον η Αθηνά προθύμως τον βοηθούσε·
και θυμωμέν' οι κεντηταί των ίππων οι Καδμείοι,
πενήντα νέους του 'στησαν καρτέρι στην οδόν του
και τους οδήγα ο Μαίονας ισόθεος Αιμονίδης
με του Αυτοφόνου τον υιόν γενναίον Πολυφόντην.
Αλλ' άσχημα εθανάτωσε κι εκείνους ο Τυδέας·
τους φόνευσ' όλους κι έστειλε μόν' ένα στην πατρίδα,
τον Μαίον, ως τον δίδαξαν τα θεϊκά σημεία.
Ιδού ποιος ήταν ο Τυδεύς από την Αιτωλίαν.
Αλλά τούτος εγέννησεν υιόν κατώτερόν του
στην μάχην, αν και ανώτερον στη γλώσσα και στους λόγους».
Λόγον σ' αυτά δεν πρόφερεν ο δυνατός Διομήδης·
εντράπη τον ονειδισμόν του σεβαστού κυρίου·
αλλά του απάντησ' ο υιός του ενδόξου Καπανέως:
« Ενώ σωστά ξέρεις να ειπείς, μη ψεύδεσαι, Ατρείδη.
Είμασθε των πατέρων μας πλιότερ' ανδρειωμένοι·
τα άρεια τείχη επήραμε της επταπύλου Θήβης
εμείς, αν και ολιγότερος λαός μας ακολούθα,
θαρρώντας εις τα θεϊκά σημάδια και στον Δία·
κι εκείνοι αντίς εχάθηκαν απ' τ' ασεβήματά των·
όθεν με τους πατέρες μας ποτέ μη μας συγκρίνεις».
Μ' άγριο βλέμμα του ομίλησεν ο δυνατός Διομήδης:
« Πατέρα, σώπα τώρ' αυτού, και ό,τι σου λέγω στέργε·
δεν κατακρίνω εγώ ποσώς τον αρχηγόν Ατρείδην,
αν τους ανδρείους Αχαιούς παρακινεί στην μάχην.
Εκείνου η δόξα θα 'ν', εάν οι Αχαιοί τους Τρώας
νικήσουν και την ιερά Τρωάδα ρίξουν κάτω·
κι εκείνου πάλι, αν χαλασθούν οι Αχαιοί, το πένθος·
αλλ' έλ' αρχήν ας βάλομε κι εμείς εις τον αγώνα».
Είπε, απ' τ' αμάξι επήδησε στην γην με τ' άρματά του·
φοβερά εβρόντησε ο χαλκός στα στήθη του κυρίου,
ως όρμησε, ώστε θα 'παιρνεν τρομάραν και ο γενναίος.
Και όπως στην πολύβροντην ακρογιαλιά το κύμα,
ως το σηκώνει ο Ζέφυρος επανωτό κινείται,
φουσκώνει πριν στο πέλαγος και στην στεριά κατόπι
σπώντας μουγγρίζει και κυρτόν έρχετ' εμπρός και γύρω
στους βράχους κάμνει κορυφήν και τον αφρόν ξερνάει·
ομοίως τότ' επανωτές των Δαναών κινούντο
οι φάλαγγες στον πόλεμον· και κάθε πολεμάρχος
τους ιδικούς του πρόσταζε· κι οι επίλοιποι σωπαίναν,—
ωσάν φωνήν τόσος λαός στα στήθη να μην είχε,—
φοβούμενοι τους αρχηγούς· επάνω των ελάμπαν
τα πλουμιστά των άρματα, καθώς επροχωρούσαν.
Και οι Τρώες, ως τα πρόβατα σ' αυλήν ανδρός πλουσίου
άπειρα μένουν το λευκό να τους αρμέγουν γάλα
και όλο βελάζουν ως ακούν να κράζουν τα κριάρια,
ομοίως στον πλατύν στρατόν αλάλαζαν οι Τρώες,
ότι δεν ήτο εις όλους μια λαλιά και γλώσσα μία,
αλλά μικτή, κι ήσαν λαοί που πολλαχόθεν ήλθαν.
Τούτους ο Άρης, η Αθηνά τους Αχαιούς κεντάει,
ο Δείμος και ο Φόβος κει, η λυσσασμένη Έρις,
πού 'ναι αδελφή και σύντροφη του ανθρωποφόνου Άρη,
όπου προβαίνει ως άφαντη, κι ενώ την γην κατόπι
διασκελά, στον ουρανόν την κεφαλήν στηρίζει,
όπου και τότ' εγέννησεν έχθραν σ' αυτούς ομοίαν
και μες στα πλήθη εγύριζε τους πόνους να πληθύνη.
Και ότ' έφθασαν κι εβρέθηκαν εις ένα τόπον όλοι,
τα τόμαρα και τ' άρματα και τ' ανδρειωμένα στήθη
τα χαλκοθώρηκτ' έσμιξαν, κι οι ομφαλωτές ασπίδες
απ' τα δυο μέρη εγγίζονταν και ο κόσμος εβροντούσε·
κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος
ανδρών οπού εφονεύονταν και η γη πλημμύριζ' αίμα·
και ως όταν δύο χείμαρροι, που από τα όρη ρέουν,
μέσ' από κεφαλόβρυσα τ' ακράτητα νερά τους
σμίγουν εις ένα σύρρυακο στα βάθη του βαράθρου –
μακρόθε ακούει στα βουνά τον βρόντον ο ποιμένας –
όμοιος, κι εκείνοι ως έσμιξαν, αχός και αγώνας ήταν.
Ρίχνει πρώτος ο Αντίλοχος πολεμιστήν των Τρώων
τον Θαλυσιάδη Εχέπωλον λαμπρόν μες στους προμάχους·
της τριχοφόρου κόρυθος του κτύπησε τον κώνον,
το έμπηξε στο μέτωπον κι η χάλκιν' άκρη μέσα
επέρασε το κόκαλο κι έχασε αυτός το φως του
και ως πέφτει πύργος έπεσε στον φοβερόν αγώνα.
Και άμ' έπεσε, απ' τα πόδια του τον έπιασ' ο Ελεφήνωρ
Χαλκωδοντιάδης, αρχηγός των ψυχερών Αβάντων,
και να τον σύρει εσπούδαζε μακράν από τα βέλη
να τον γυμνώσει, αλλά πολύ δεν κράτησ' η ορμή του,
ότι ως τον είδ' ο ψυχερός Αγήνωρ να τον σέρνει,
εις το πλευρόν που ως έσκυφτε γυμνώθη απ' την ασπίδα,
χάλκινο βέλος του 'ριξε και του 'λυσε τα μέλη.
Έτσι τον άφηκε η ψυχή κι επάνω του εκροτήθη
των Τρώων και των Αχαιών έργον δεινόν· και ως λύκοι
ορμούσαν για να χαλασθούν κι άνδρας εφόνευ' άνδρα.
Τον Σιμοείσιον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας
του Ανθεμίωνος λαμπρόν αγόρι, που η μητέρα
στες όχθες του Σιμόεντος εγέννησε, ως ερχόταν
από την Ίδην στες βοσκές κατόπι στους γονείς της,
όθεν του εβγάλαν τ' όνομα· και των γλυκών γονέων
τα θρέπτρα δεν απέ'δωκεν ότ' η ζωή του εκόπη
απ' του μεγάλου Αίαντος το ανίκητο κοντάρι.
Ότι ενώ πρώτος πρόβαινε τον κτύπησε στο στήθος
σιμά στον δεξιόν μαστόν· αντίκρυ εβγήκε η λόγχη
στον ώμον· έπεσεν αυτός στα χώματα, ωσάν λεύκα
οπού εις μεγάλην λιβαδιά γεννήθηκε κι ανδρώθη
ομαλή όλη και υψηλά μόνον γεννά τους κλώνους·
την έκοψε αμαξοποιός με την λαμπρήν αξίνην
να την λυγίσει για τροχόν εις εύμορφον αμάξι·
κείτεται αυτού και φρύγεται στου ποταμού την όχθην·
όμοιον τον Σιμοείσιον έστρωσε κάτ' ο Αίας.
Και αυτόν ο λαμπροθώρηκτος Άντιφος Πριαμίδης
μέσα στα στήθη ακόντισε, αλλ' αντ' αυτού τον Λεύκον,
του Οδυσσέως σύντροφον λαμπρόν, στο ριζομέρι
επέτυχεν εις την στιγμήν πόσερνε αλλού το πτώμα·
και όπως σωριάσθη του 'πεσε το πτώμ' από το χέρι.
Εκείνου ο φόνος χόλωσε πολύ τον Οδυσσέα·
εις τους προμάχους σπρώχθη ευθύς κι έλαμπε στ' άρματ' όλος·
εστάθη αυτού πολύ σιμά και γύρω του κοιτώντας
ακόντισε· τραβήχθηκαν στ' ακόντισμά του οι Τρώες·
το βέλος του δεν χάθηκεν, αλλ' ήβρε του Πριάμου
τον νόθον Δημοκόωντα, πού 'χ' έλθει απ' της Αβύδου
τα μέρη, όπου γοργόποδες ανάτρεφε φοράδες.
Εκείνον, για τον σύντροφον ως χόλωσ' ο Οδυσσέας,
εκτύπησε στον μήλιγγα· κι η χάλκιν' άκρη εβγήκε
στον άλλον μήλιγγ' αντικρύ· το φως του χάνει εκείνος,
με κρότον πέφτει και αντηχούν επάνω τ' άρματά του.
Κάμνουν τα οπίσω οι πρόμαχοι και ο δοξασμένος Έκτωρ·
εκραύγασαν οι Αχαιοί και τους νεκρούς επήραν
κι εμπρός πολύ προχώρησαν· οργίσθη όπως τους είδε
ο Φοίβος απ' τα Πέργαμα κι εφώναζε των Τρώων:
« Τρώες, ξυπνάτε, ιππόδαμοι, και μην υποχωρείτε
των Αχαιών, και σίδερον η σάρκα τους δεν είναι
ή λίθος, ώστε του χαλκού το δάγκαμα να διώχνει
ούτ' ο Αχιλλέας μάχεται, ο υιός της καλλικόμου
Θέτιδος, αλλά τον θυμόν τρέφει σιμά στα πλοία».
Αυτά 'πε ο φοβερός θεός ψηλάθε από την πόλιν·
αλλ' η διογέννητη θεά τους Αχαιούς κινούσε
και ανάμεσόν τους πήγαινε το θάρρος τους ν' αυξήσει.
Η μοίρα τότ' εσπέδισε τον Διώρη Αμαρυγκείδην·
πέτρα τον πήρε δοντερή στην δεξιάν του κνήμην
εις τ' αστραγάλι· ο Πείροος την έριξ' ο Ιμβρασίδης·
των Θρακών ήταν αρχηγός και από τον Αίνον ήλθε·
τα νεύρα και τα κόκαλα του σύντριψεν ο μέγας
λίθος και κάτω έπεσε τ' ανάσκελα στην σκόνη·
και ως ξεψυχούσεν άπλωσε στους ποθητούς συντρόφους
τα δυο του χέρια· έτρεξεν ο Πείροος, που τον είχε
κτυπήσει και στον ομφαλόν τον λόγχισε και χάμου
τα έντερά του χύθηκαν, κι έχασ' ευθύς το φως του.
Και ως έφευγε τον κτύπησεν εις τον μαστόν επάνω
ο Αιτωλός Θόας και ο χαλκός μες στο πνευμόνι εμπήχθη·
τον σίμωσε και το βαρύ κοντάρι από το στήθος
απέσπασ, έσυρ' εν ταυτώ τ' ακονητό του ξίφος,
μες στην κοιλιά τον κτύπησε και την ψυχήν του επήρε.
Δεν τον εγύμνωσε, ότι αυτόν οι σύντροφοί του Θράκες
οι ακρόκομοι τον φύλαγαν με τα μακριά κοντάρια,
και, αν κι ήταν μέγας και λαμπρός και ανδρειωμένος, όμως
τον έσπρωξαν· τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω·
έτσι στο χώμα εκείτονταν πλάγι με πλάγ' οι δύο
των χαλκοφράκτων Επειών και των Θρακών αντάμα
οι αρχηγοί· κι άνδρες πολλοί τριγύρω εφονευόνταν.
Τότε πολύ θα εθαύμαζεν εκείνον τον αγώνα
άνθρωπος, αν ακτύπητος και αλάβωτος περνούσε
ανάμεσόν τους κι η Αθηνά τον έπαιρνε απ' το χέρι
και τον οδήγα κι έδιωχνε τα βέλη από σιμά του·
ότ' είδε Τρώας και Αχαιούς πολλούς η μέρα εκείνη
πλάγι με πλάγι επίστομα στο χώμα εξαπλωμένους.
στο δώμα το χρυσόστρωτον και τους κερνούσε η θεία
Ήβη το νέκταρ και φαιδροί με τα χρυσά ποτήρια
αντιπροπίναν κι έβλεπαν την πόλιν του Πριάμου.
Και να πειράξ' ηθέλησε την Ήραν ο Κρονίδης
και λόγον είπε ανάσκεπον πικρά να την κεντήσει:
« Δύο θεές είναι, θαρρώ, βοηθοί του Μενελάου,
η Άργισσ' Ήρα κ η Αθηνά, η σώστρα των ανδρείων·
αλλά κάθονται ανάμερα και τέρπονται να βλέπουν·
τον άλλον η φιλόγελη θεά τον παραστέκει
η Αφροδίτη και κακό να πάθει δεν αφήνει·
και ιδού τώρα τον έσωσε στην ώρα του θανάτου·
αλλ' είναι η νίκη φανερά του ανδρείου Μενελάου.
Και τώρα να σκεφθούμ' εμείς, πώς τούτα θα τελειώσουν
αν πάλιν θα σηκώσουμε φρικτόν πολέμου αγώνα,
ή μεταξύ των δυο λαών θα φέρομεν ειρήνην;
Κι αν το δεχθείτε πρόθυμα με την καρδιά σας όλοι,
ας μείν' η πόλις άφθαρτη του γέροντος Πριάμου
κι ας λάβει ο Μενέλαος οπίσω την Ελένην».
Αυτά είπε κι εγόγγυσαν η Αθηνά κι η Ήρα,
σιμά καθίζαν κι όλεθρον των Τρώων μελετούσαν
λόγον δεν είπεν η Αθηνά και στον πατέρα Δία
από χολήν εμάνιζεν· αλλ' η χολή στης Ήρας
το στήθος δεν εχώρεσε, και προς εκείνον είπε:
« Τι 'πες, Κρονίδη τρομερέ; Πώς ν' αφανίσεις θέλεις
τους κόπους, τον αγώνα μου, τον ίδρον πόχω ιδρώσει;
Και τ' άλογά μου απόκαμαν, ώσπου να συναθροίσω
τόσον λαόν, στον Πρίαμον κακό και στα παιδιά του;
Κάμε το, αλλ' όμως οι θεοί δεν συμφωνούμεν όλοι».
Εβάρυνε· και « ω τρομερή», της είπεν ο Κρονίδης,
« τι σου 'καμεν ο Πρίαμος και όλ' η γενεά του
κακό μεγάλο να οργισθείς και τόσο να μανίζεις,
να εξολοθρεύσεις έρριζα την πυργωμένην Τροίαν;
Τες πύλες της αν δεν διαβείς και τα υψηλά της τείχη,
ωμόν να φας τον Πρίαμον και τα παιδιά του κι όλους
τους Τρώες, δεν γιατρεύεται το πάθος που σε καίει·
κάμε όπως θέλεις, αλλ' ιδέ μη τούτ' η διαφορά μας
κάποτε ανάψει πόλεμον κακόν ανάμεσόν μας·
κι έν' άλλο ακόμα θα σου ειπώ, να το φυλάξει ο νους σου·
εάν ποτέ προθυμηθώ να εξολοθρεύσω πόλιν,
όπου τυχαίνουν άνθρωποι να ζουν αγαπητοί σου,
μη στην οργήν μου αντισταθείς, αλλ' άφησε να κάμω·
κι εγώ σου την απάφησα με πόνον της ψυχής μου·
και από τες χώρες των θνητών ανθρώπων, όσες είναι
κάτω από τ' άστρα τ' ουρανού και από το φως του ηλίου,
ολόψυχα επροτίμησα την Ίλιον την θείαν,
τον Πρίαμον και τον λαόν του δυνατού Πριάμου,
ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι απ' τον βωμόν μου,
σπονδή και κνίσσα, οι προσφορές που των θεών ανήκουν».
Κι η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν η Ήρα:
« Απ' όλες υπεραγαπώ τρεις χώρες εις τον κόσμον·
το Άργος, την πλατύδρομην Μυκήνην και την Σπάρτην·
κατάστρεψέ τες, αν ποτέ κινήσουν την οργήν σου·
δεν θα με ιδείς να υπερμαχώ γι' αυτές ή να γογγύζω,
ότι δεν θα κατόρθωνα ποσώς να σ' αντισκόψω,
όσα κι αν έκανα, επειδή πολύ 'σαι ανώτερός μου·
αλλά και συ τους κόπους μου να χάσω μη θελήσεις,
ότι κι εγώ είμαι θεός κι απ' την δικήν σου ρίζαν,
εγώ η σεβαστότερη του Κρόνου θυγατέρα
και από το γένος ένδοξη και ότ' είμαι ομόκλινή σου,
και συ 'σαι πρώτος βασιλεύς των αθανάτων όλων·
αλλά τώρ' ας συγκλίνομεν, εγώ προς σε και πάλιν
συ προς εμέ κι όλ' οι θεοί θα μας ακολουθήσουν·
συ στείλ' ευθύς την Αθηνάν στων Αχαιών και Τρώων
τ' αντίμαχα στρατεύματα, να εφεύρει εκείνη τρόπον
ώστε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,
προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».
Σ' αυτά επείσθη των θεών και ανθρώπων ο πατέρας
κι εστράφη προς την Αθηνάν: « Κατέβα ευθύς» της είπε,
«στ' αντίμαχα στρατεύματα των Αχαιών και Τρώων,
κάμε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,
προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».
Και αυτοπροαίρετα η θεά στον λόγον του ετινάχθη
από του Ολύμπου τες κορφές κι εχύθη ωσάν τ' αστέρι,
οπού ο Κρονίδης έριξε σημάδι στους ανθρώπους,
ή ναύτες ή στρατόπεδο λαών εκτεταμένο·
λαμπρό αστέρι κι άπειρες οι σπίθες του πετιούνται·
ομοίως τότ' η Αθηνά στην γην εροβολούσε
και μες στην μέσην πήδησε των ιπποδάμων Τρώων,
των χαλκοφόρων Αχαιών και απόρησαν τα πλήθη,
και μεταξύ τους έλεγαν: « Ή πάλιν του πολέμου
θα ξαναρχίσει το κακό, τα αίματα και οι φόνοι,
ή μεταξύ των δυο λαών αγάπην βάζει ο Δίας
που κυβερνά τον πόλεμον, ως θέλει, των ανθρώπων».
Αυτά ελέγαν οι λαοί· κι ωστόσο μες στο πλήθος
των Τρώων γύριζε η θεά με την μορφήν ανθρώπου,
του ανδρειωμένου μαχητού Λαοδόκου Αντηνορίδη
ζητώντας του Λυκάονος το δοξασμένο αγόρι,
τον πολεμάρχον Πάνδαρον· τον ήβρε που εστεκόνταν
στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων,
που ήλθαν απ' τον Αίσωπον μαζί του στην Τρωάδα·
σιμά του εστήθη κι έλεγε με λόγια φτερωμένα:
« Θενά πεισθείς σ' ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;
Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρεις βέλος;
Δόξαν απ' όλον τον λαόν και χάριν θ' απολαύσεις
και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήσει ο Πάρις.
Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψει δώρα,
εάν ιδεί στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον
τον δυνατόν Μενέλαον από δικό σου ακόντι·
εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,
αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
αρνιών πρωτόγονων ταχθείς να σφάξεις εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσεις».
Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος κι επήρε
το στιλβωμένο τόξο του, κέρατο αγρίου τράγου,
που από καθίστραν είχε αυτός κτυπήσει άμα τον είδε
να βγαίνει μέσ' από σπηλιά, και κάτω από το στήθος
τον πέτυχε και ανάσκελα τον ξάπλωσε στον βράχον·
μακριά δεκάξι σπιθαμές τα κέρατα εφορούσε·
αυτά εργάσθη και άρμωσε καλός κερατοξόος·
το έξυσ' όλο και χρυσό του πρόσθεσε κουλούρι·
το τόξο εκείνο ετάνυσε και καταγής αγάλι
το έκλινε και οι σύντροφοι κρατούσαν τες ασπίδες
εμπρός του, μήπως πεταχτούν οι Αχαιοί γενναίοι,
πριν ακοντίσει ο Πάνδαρος τον δυνατόν Ατρείδην·
κι απ' την φαρέτραν σήκωσε το σκέπασμα κι επήρε
άριχτο βέλος φτερωτό, μαύρην φωλιά θανάτου·
το πικρό βέλος ίσιασεν εις την χορδήν επάνω,
και προς τον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
να σφάξει αρνιών πρωτόγονων ετάχθηκε εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι του γυρίσει
και με τες κόκες την χορδήν τραβώντας την σιμώνει
εις το βυζί και απίθωσε το σίδερο στο τόξο·
και όταν εις κύκλον τέντωσε το μέγα τόξο, ακούσθη
τριγμός του τόξου, της χορδής βοή κι εξετινάχθη
το βέλος ανυπόμονο να πέσει μες στα πλήθη.
Αλλά δε σ' ελησμόνησαν, Μενέλαε, του Ολύμπου,
οι κάτοικοι οι μακάριοι κι η Αθηνά που εμπρός σου
ευθύς ευρέθη κι έδιωξε το πικροφόρο ακόντι
από το σώμα σου αρκετά, καθώς μητέρα διώχνει
μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται,
κι η ίδια τ' οδήγησεν όπου οι χρυσές της ζώνης
θηλιές κι ο θώραξ διπλωτός εσμίγαν σ' ένα μέρος.
Το πικρό βέλος έπεσε στην σφικτασφαλισμένην
ζώνην την πολυδαίδαλην και την διαπέρασ' όλην·
και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ' ως την πλάκα
οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε
κι εξόχως τον προφύλαξεν, αλλ' έσπασε κι εκείνην.
Και του ανδρός εχάραξε το δέρμα η χάλκιν' άκρη
κι έρρευσε από το λάβωμα ευθύς το μαύρον αίμα.
Ως όταν Κάειρα ή Μαιονίς γυνή κοκκινοβάφει
λευκόν ελεφαντόδοντο, του αλόγου χαλινάρι,
πολλοί το ζήλευσαν ιππείς, και μένει φυλαγμένο
στον θάλαμον για βασιλείς πολύτιμο στολίδι,
και στ' άλογο καλλώπισμα και δόξα του αναβάτη·
ομοίως, ω Μενέλαε, εβάφηκαν τα ωραία
μεριά σου και τα κνήμια σου και οι φτέρνες εις το αίμα·
επάγωσεν ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
άμ' είδε από το λάβωμα να τρέχει μαύρον αίμα,
πάγωσε και ο Μενέλαος ο ανδρείος, αλλ' ως είδε
οπού της λόγχης το λουρί κι οι αγκίδες μείναν έξω,
του επανήλθεν η ψυχή· και ο μέγας Αγαμέμνων
με στεναγμούς του έλεγε κρατώντας του το χέρι,
και οι φίλοι γύρω εστέναζαν: « Γλυκύτατε αδελφέ μου,
στους όρκους σ' εθανάτωνα, την ώρα που σε μόνον
εμπρός των Τρώων σ' έσταινα για μας να πολεμήσεις·
κι εκείν' ιδού σ' εκτύπησαν κι επάτησαν τους όρκους·
αλλά δεν θα ματαιωθούν οι όρκοι και η θυσία,
οι αγνές σπονδές και οι δεξιές που εσφίξαμε με θάρρος
κι εάν ευθύς δεν το ενεργεί, στο εξής θα το ενεργήσει
ο Δίας και πολύ βαριά το κρίμα θα πληρώσουν
εκείνοι και οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους όλα·
ότ' είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσει μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του,
όταν ο αιθεροκάτοικος Κρονίδης χολωμένος
για τούτην την απάτην τους επάνω τους τινάξει
την σκοτεινήν αιγίδα του· και αυτά θα γίνουν όλα.
Αλλ, ω Μενέλαε, σκληρός εμέ θα σφάζει πόνος,
αν αποθάνεις και κλεισθούν οι μέρες της ζωής σου·
στ' άνανδρον Άργος άτιμος μου μέλλει να γυρίσω,
ότ' οι Αχαιοί θα θυμηθούν αμέσως την πατρίδα
και του Πριάμου καύχημα θα μείνει και των Τρώων
η Άργισσα Ελένη μας, και η γη τα κόκαλά σου,
χωρίς να γίνει τίποτε θα σέπει εδώ στην Τροίαν·
και κάποιος τότε θέλ' ειπεί των αποτόλμων Τρώων,
ενώ στον τάφον θα σκιρτά του ενδόξου Μενελάου:
« Να χαρεί πάντοτε η χολή του Ατρείδη ως τώρα εχάρη
που στρατόν έφερε Αχαιών ανώφελα εδώ πέρα
και μ' άδεια πλοία γύρισεν εις την πατρίδα, δίχως
τον αγαθόν Μενέλαον»· αυτά θα ειπούν· κι εμένα
χάσμ' ας ανοίξ' η μαύρη γη κι επάνω μου να κλείσει».
Κι είπε ο ξανθός Μενέλαος να τον εγκαρδιώσει:
« Κάμε καρδιά, τους Αχαιούς ακόμη μη δειλιάζεις·
δεν ήβρε μέρος ακριβό το βέλος, ότ' η ζώνη
η πλουμιστή μ' εφύλαξε και κάτωθε το ζώμα
και η καλή πλάκα οπού χαλκείς κατασκευάσαν άνδρες».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
« Είθε, γλυκέ Μενέλαε, να είναι καθώς λέγεις·
ιατρός θα ψάξει την πληγήν κι επάνω της θα βάλει
βοτάνια, τες φαρμακερές οδύνες να πραΰνει».
Κι εστράφη προς τον κήρυκα Ταλβύθιον και του είπε:
« Ταλβύθιε, τον Μαχάονα κάλεσ' ευθύς, τον γόνον
του Ασκληπιού, που ασύγκριτος ιατρός στον κόσμον ήταν,
να 'λθει να ιδεί τον ψυχερόν Μενέλαον Ατρείδην,
οπού τον κτύπησ' άξιος τοξότης ή των Τρώων
ή των Λυκίων, δόξα του και σ' εμάς όλους λύπη».
Αυτά είπε και υπάκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,
και των ανδρείων Αχαιών εγύρνα μες στα πλήθη
να έβρει τον Μαχάονα· τον είδε που εστεκόταν
στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων
που από την Τρίκκην έφθασαν μαζί του στην Τρωάδα·
σιμά του εστάθη κι είπε του: « Πετάξου, Ασκληπιάδη,
ο κραταιός σε προσκαλεί Ατρείδης Αγαμέμνων
να 'λθεις να ιδείς τον ψυχερόν Μενέλαον Ατρείδην,
οπού τον κτύπησ' άξιος τοξότης ή των Τρώων
ή των Λυκίων, δόξα του και σ' εμάς όλους λύπη».
Είπε και του ετάραξε στα στήθη την καρδίαν.
Και μέσ' απ' τον πλατύν στρατόν των Αχαιών εφθάσαν
όπου ο ξανθός Μενέλαος στεκόνταν λαβωμένος
και κύκλον είχε ολόγυρα των πρώτων πολεμάρχων,
ο άνδρας ο ισόθεος· κι ευθύς από την ζώνην
την δυνατήν ετράβηξε το βέλος· και ως τραβούσε,
γυρτές οπίσω εκόπηκαν οι μυτερές αγκίδες.
Την ζώνην έλυσ' έπειτα, το ζώμα και την πλάκα,
που κατασκεύασαν χαλκείς· και άμ' είδε όπου το βέλος
φαρμακερά τον λάβωσεν, εβύζαξε το αίμα
κι έβαλ' επάνω βότανα πραϋντικά γνωστά του,
που ο Χείρων στον πατέρα του, σαν φίλος είχε δώσει.
Εκείνοι τον ανδράγαθον Μενέλαον θεραπεύαν
κι ήλθαν ωστόσο επάνω τους οι φάλαγγες των Τρώων
κι έπιασαν τ' άρματα και αυτοί τον πόλεμον ν' αρχίσουν·
οκνόν τότε δεν θα 'βλεπες τον δυνατόν Ατρείδην
να δειλιά, να κρύβεται, την μάχην ν' αποφεύγει,
αλλά να ορμά στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ' άνδρες·
το λαμπρό αμάξι, τ' άλογα που φλογερά φυσούσαν,
αφήνει του Ευρυμέδοντος υιού του Πτολεμαίου
του Πειραΐδη και σιμά να τα 'χει τον προστάζει
πρόχειρα, οπόταν κάματος τα μέλη του νικήσει
εκεί που θα τακτοποιεί σαν αρχηγός, τα πλήθη·
και αυτός πεζός τες φάλαγγες των μαχητών περνούσε
κι όσους θωρούσε Δαναούς στην μάχην να σπουδάζουν,
λόγια τους έλεγε καλά το θάρρος τους ν' αυξήσει:
«Αργείοι, μην αφήνετε την ανδρικήν ορμήν σας.
Δεν βοηθεί τους δολερούς ο ύψιστος πατέρας·
και αυτών που πρώτοι αδίκησαν τους όρκους των πατώντας
τα τρυφερά τους σώματα θα καταφάγουν γύπες
και τες γυναίκες τους εμείς και τα μικρά παιδιά τους,
αφού την πόλιν πάρομε, θα σύρομε στα πλοία».
Κι όσους τον φρικτόν πόλεμον θωρούσε να τρομάζουν,
«Αργείοι», τους εφώναζε, « του τόξου ανδρειωμένοι,
ουτιδανοί, τάχα εντροπήν δε θα αισθανθείτε ακόμη;
Πώς παγωμένοι στέκεσθε, ωσάν τα ελαφομόσχια,
που ως αποκάμαν τρέχοντας σ' απέραντην πεδιάδα
στέκονται, και στα στήθη τους, η δύναμις εκόπη;
Όμοια κι εσείς παγώσατε, ποσώς δεν πολεμείτε·
να 'λθουν οι Τρώες θέλετε σιμά κει που τα πλοία
στέκονται τα καλόπρυμνα στην άκρην της θαλάσσης
να ιδείτε αν χέρι σωστικό για σας υψώσει ο Δίας; »
Κι όπως αυτός βασιλικά τες τάξες των ανδρείων
εθεωρούσεν, έφθασε στο μέρος που ο γενναίος
Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,
και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου
και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.
Άμα τους είδ' εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,
κι εγλυκομίλησεν ευθύς προς τον Ιδομενέα:
« Των ιππομάχων Δαναών τιμώ σε Ιδομενέα,
εξόχως και στον πόλεμον και σ' ό,τι άλλο ακόμη·
και στο τραπέζι που εκλεκτό κρασί και πυρωμένο
εις τον κρατήρα συγκερνούν οι πρώτοι πολεμάρχοι
οι ανδρειωμένοι Αχαιοί το πίνουν μετρημένο
καθένας, αλλά πάντοτε συ έχεις το ποτήρι
γεμάτο εμπρός ως το χω εγώ, να πίνεις όταν θέλεις·
αλλ' όρμησε στον πόλεμον και δείξου ως ήσουν πρώτα »
Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπε:
« Αγαπητόν σου σύντροφον θα μ' έχεις εις την άκρην,
Ατρείδη, ως έστερξ' απ' αρχής κι υπόσχεσιν επήρα
τους ανδρειωμένους Αχαιούς τους άλλους να κινήσεις
ν' αρχίσει ευθύς ο πόλεμος· αφού την συμφωνίαν
οι Τρώες τώρα εχάλασαν· και ως πάτησαν τους όρκους
και πρώτοι αδίκησαν, κακό τους περιμένει τέλος».
Αυτά είπε και ολόχαρος προχώρησ' ο Ατρείδης
στο στράτευμα όσο πόφθασεν εκεί που εσυνταζόνταν
οι Αίαντες και σύννεφο μ' αυτούς πεζών ανδρείων·
ως όταν σύννεφο βοσκός από ψηλά ξανοίγει
να προχωρεί στο πέλαγος με την πνοήν του ανέμου·
και φαίνεται στα μάτια του κατάμαυρο σαν πίσσα,
καθώς το πέλαγος περνά γεμάτο ανεμοζάλες,
τον παίρνει φόβος και οδηγεί μες στ' άντρο το κοπάδι·
ομοίως εις τον πόλεμον κινούνταν των Αιάντων
πυκνότατες οι φάλαγγες ανδρειωμένων νέων
μαύρες, και λόγγον έκαναν λόγχες ομού και ασπίδες·
άμα τους είδ' εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης
κι ευθύς τους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Αίαντες σεις, ω αρχηγοί των θωρηκτών Αργείων,
εσάς δεν δίδω προσταγήν ότι δεν είναι πρέπον,
αφού και μόνοι τον λαόν στον πόλεμον κινείτε·
και, Απόλλων, είθε, και Αθηνά, και συ, πατέρα Δία,
αν είχαν όλοι την ψυχήν πόχετε σεις στα στήθη,
ευθύς εμπρός μας θα 'σκυφτεν η πόλις του Πριάμου
ολόβολη απ' τα χέρια μας να μείνει ερημασμένη».
Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους·
ήβρε τον Νέστορα, γλυκόν της Πύλου δημηγόρον,
που εσύνταζε κι εγκάρδιωνε τους άνδρες εις την μάχην
με τους ανδρείους Αίμονα, Πελάγοντα, Χρομίον,
Αλάστορα και Βίαντα, ποιμένα των ανθρώπων.
Και τους ιππείς έστησ' εμπρός με τα ζεμέν' αμάξια,
έβαλε οπίσω τους πεζούς πολλούς και ανδρειωμένους,
πύργον πολέμου στερεόν, και τους κακούς στην μέση,
ν' αναγκασθεί να μάχεται και αυτός οπού δεν θέλει.
Και να μη σπρώξουν τ' άλογα στην ταραχήν της μάχης
εις τους ιππείς συμβούλευε. « Κανείς ας μη θαρρέψει
στην ιππική και στην ανδρειά να ορμήσει εμπρός των άλλων
μόνος ενάντια στον εχθρόν· αλλά μήτε να γύρει
οπίσω· και τα δυο κακά και σας αδυνατίζουν.
Κι όποιος από τ' αμάξι του στου εχθρού τ' αμάξι φθάσει,
με το κοντάρι ας κτυπηθεί, και αυτό συμφέρει πλέον·
αυτήν την γνώμην έτρεφαν και την ψυχήν στα στήθη
οι παλαιοί μας κι έπαιρναν τες χώρες και τα τείχη».
Αυτά πολέμων έμπειρος εδίδασκεν ο γέρος.
Άμα τον είδε χάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,
κι ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Άμποτε, ω γέρε, αδάμαστην ως έχεις την ψυχήν σου
να είχες και τα γόνατα κι ακέριαν την ανδρείαν
αλλά το γήρας το κοινό σε φθέρνει· κι άμποτ' άλλος
να το 'χε και να εβρίσκοσουν συ μεταξύ των νέων».
Και ο Νέστωρ, ο Γερήνιος ιππότης, του αποκρίθη:
«Ατρείδη, το 'θελα κι εγώ να είμαι ως ήμουν πρώτα
που τον Ερευθαλίωνα εφόνευσα τον θείον·
αλλά δεν δίδουν στους θνητούς οι αθάνατοι όλ' αντάμα.
Αγόρι τότε ήμουν κι εγώ, τώρα το γήρας μ' ήβρε,
αλλά και ως είμαι, στους ιππείς ανάμεσα θα μείνω
να συμβουλεύω· κι είναι αυτό το μέρος των γερόντων.
Και με κοντάρια θα κτυπούν οι νέοι που από μένα
χρόνια ολιγότερα μετρούν και στην ανδρειά θαρρεύουν».
Άκουσε τούτα και φαιδρός προχώρησ' ο Ατρείδης·
τον Μενεσθέα πλήξιππον του Πετεού τον γόνον
ήβρε στην μέση των φρικτών στες μάχες Αθηναίων·
πλησίον ο πολύβουλος στεκόταν Οδυσσέας,
κι οι τάξεις οι ανίκητες, σιμά, των Κεφαλλήνων·
ότι της μάχης η βοή σ' αυτούς δεν είχε φθάσει,
ενώ μόλις οι φάλαγγες των ιπποδάμων Τρώων
κινούνταν και των Αχαιών, κι εκείνοι περιμέναν
οπόταν σώμ' άλλο Αχαιών να φθάσει και να ορμήσει
στους Τρώας πρώτον, ώστε αρχή να γίνει του πολέμου.
Τους είδ' ευθύς και ονείδισεν ο κραταιός Ατρείδης
κι εκείνους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Ω γόνε, συ, του Πετεού διοθρέφτου βασιλέως,
και συ, που στα σοφίσματα εξέχεις και στους δόλους,
τι κρύβεσθε, τι μένετε μακράν ως να 'λθουν άλλοι;
Και να σταθείτ' έπρεπε σεις στην πρώτην τάξιν πρώτοι
και πρώτοι ν' απαντήσετε την φλόγα του πολέμου,
καθώς δέχεσθε κάλεσμα στην τράπεζά μου πρώτοι,
οπότε στρώνουμ' οι Αχαιοί τραπέζι των γερόντων.
Και σας αρέσει τα ψητά να τρώγετε και ωραίο
κρασί να πίνετ' άφθονο και τώρα σας αρέσει
και αν δέκα σώματ' Αχαιών εβλέπετ' έμπροσθέν σας
με τ' ανδροφόνο σίδερο ν' αρχίσουν τον αγώνα».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας·
«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος!
Εμείς την μάχην φεύγομεν; Όταν τον άγριον Άρη
κινήσομ' όλ' οι Αχαιοί στους ιπποδάμους Τρώες,
θα ιδείς, αν θέλεις και αν γι' αυτό σε μέλει, τον πατέρα
του Τηλεμάχου να ριχθεί των ιπποδάμων Τρώων
εις τους προμάχους, και όλ' αυτά που λέγεις παίρν' ο αέρας».
Και άμ' είδε τον που εθύμωνε, τον λόγον πήρε οπίσω
και του 'πε με γλυκόγελον ο κραταιός Ατρείδης:
« Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
δεν ονειδίζω υπέρμετρα εσένα ούτε προστάζω·
γνωρίζ' ότ' η καρδία σου καλά για μένα τρέφει
αισθήματα κι ότι μ' εμέ την ίδιαν έχεις γνώμη,
και θα τα καλοκάμωμε κατόπι, αν τώρα ειπώθη
λόγος κακός, κι είθε οι θεοί να τ' αποσβήσουν όλα».
Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους.
Κι ήβρε τον μεγαλόψυχον Τυδείδη Διομήδη
ορθόν εις τ' άλογα σιμά και τ' αρμοσμέν' αμάξια·
ήταν σιμά του ο Σθένελος, υιός του Καπανέως.
Τον είδε ευθύς κι ονείδισεν ο μέγας Αγαμέμνων
και κείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
« Οιμέν, υιέ του συνετού Τυδέα του ιπποδάμου,
τι κρύβεσαι; Τες γέφυρες τι βλέπεις του πολέμου;
Να κρύβεται, όπως κρύβεσαι, δεν ήθελε ο Τυδέας,
και των συντρόφων πολύ εμπρός στην μάχην εκινούσε.
Εγώ δεν τον αντάμωσα και απ' άλλους, που τον είδαν
εις τον αγώνα το 'μαθα, και ότ' είχε τα πρωτεία.
Ότ' ήλθε αυτός ειρηνικός ως ξένος στες Μυκήνες
και ο Πολυνείκης ο λαμπρός οπού συνάζαν άνδρες
όταν στρατεύαν στ' άγια της Θήβας τείχη εκείνοι·
κι επαρακάλουν εκλεκτούς συμμάχους να τους δώσουν
και πρόθυμ' έστεργε ο λαός να δώσουν, αλλ' ο Δίας
την γνώμην τους εγύρισε μ' αντίστροφα σημεία.
Και ότ' έφυγαν, άμ' έφθασαν, ως προχωρούσε ο δρόμος,
στου Ασωπού τες χορτερές άκρες γεμάτες σχοίνον,
οι Αχαιοί για μηνυτήν εστείλαν τον Τυδέα.
Κι εκείνος επορεύθηκε κι ήβρε πολλούς Καδμείους
στου δυνατού Ετεοκλή το δώμα οπού συντρώγαν·
τότε, και αν ξένος έτυχε, ο ιππόμαχος Τυδέας
δεν εφοβείτο ανάμεσα στο πλήθος των Καδμείων,
αλλ' εις αγώνα εκάλει αυτούς, και εις όλα τους ενίκα
εύκολα, τόσον η Αθηνά προθύμως τον βοηθούσε·
και θυμωμέν' οι κεντηταί των ίππων οι Καδμείοι,
πενήντα νέους του 'στησαν καρτέρι στην οδόν του
και τους οδήγα ο Μαίονας ισόθεος Αιμονίδης
με του Αυτοφόνου τον υιόν γενναίον Πολυφόντην.
Αλλ' άσχημα εθανάτωσε κι εκείνους ο Τυδέας·
τους φόνευσ' όλους κι έστειλε μόν' ένα στην πατρίδα,
τον Μαίον, ως τον δίδαξαν τα θεϊκά σημεία.
Ιδού ποιος ήταν ο Τυδεύς από την Αιτωλίαν.
Αλλά τούτος εγέννησεν υιόν κατώτερόν του
στην μάχην, αν και ανώτερον στη γλώσσα και στους λόγους».
Λόγον σ' αυτά δεν πρόφερεν ο δυνατός Διομήδης·
εντράπη τον ονειδισμόν του σεβαστού κυρίου·
αλλά του απάντησ' ο υιός του ενδόξου Καπανέως:
« Ενώ σωστά ξέρεις να ειπείς, μη ψεύδεσαι, Ατρείδη.
Είμασθε των πατέρων μας πλιότερ' ανδρειωμένοι·
τα άρεια τείχη επήραμε της επταπύλου Θήβης
εμείς, αν και ολιγότερος λαός μας ακολούθα,
θαρρώντας εις τα θεϊκά σημάδια και στον Δία·
κι εκείνοι αντίς εχάθηκαν απ' τ' ασεβήματά των·
όθεν με τους πατέρες μας ποτέ μη μας συγκρίνεις».
Μ' άγριο βλέμμα του ομίλησεν ο δυνατός Διομήδης:
« Πατέρα, σώπα τώρ' αυτού, και ό,τι σου λέγω στέργε·
δεν κατακρίνω εγώ ποσώς τον αρχηγόν Ατρείδην,
αν τους ανδρείους Αχαιούς παρακινεί στην μάχην.
Εκείνου η δόξα θα 'ν', εάν οι Αχαιοί τους Τρώας
νικήσουν και την ιερά Τρωάδα ρίξουν κάτω·
κι εκείνου πάλι, αν χαλασθούν οι Αχαιοί, το πένθος·
αλλ' έλ' αρχήν ας βάλομε κι εμείς εις τον αγώνα».
Είπε, απ' τ' αμάξι επήδησε στην γην με τ' άρματά του·
φοβερά εβρόντησε ο χαλκός στα στήθη του κυρίου,
ως όρμησε, ώστε θα 'παιρνεν τρομάραν και ο γενναίος.
Και όπως στην πολύβροντην ακρογιαλιά το κύμα,
ως το σηκώνει ο Ζέφυρος επανωτό κινείται,
φουσκώνει πριν στο πέλαγος και στην στεριά κατόπι
σπώντας μουγγρίζει και κυρτόν έρχετ' εμπρός και γύρω
στους βράχους κάμνει κορυφήν και τον αφρόν ξερνάει·
ομοίως τότ' επανωτές των Δαναών κινούντο
οι φάλαγγες στον πόλεμον· και κάθε πολεμάρχος
τους ιδικούς του πρόσταζε· κι οι επίλοιποι σωπαίναν,—
ωσάν φωνήν τόσος λαός στα στήθη να μην είχε,—
φοβούμενοι τους αρχηγούς· επάνω των ελάμπαν
τα πλουμιστά των άρματα, καθώς επροχωρούσαν.
Και οι Τρώες, ως τα πρόβατα σ' αυλήν ανδρός πλουσίου
άπειρα μένουν το λευκό να τους αρμέγουν γάλα
και όλο βελάζουν ως ακούν να κράζουν τα κριάρια,
ομοίως στον πλατύν στρατόν αλάλαζαν οι Τρώες,
ότι δεν ήτο εις όλους μια λαλιά και γλώσσα μία,
αλλά μικτή, κι ήσαν λαοί που πολλαχόθεν ήλθαν.
Τούτους ο Άρης, η Αθηνά τους Αχαιούς κεντάει,
ο Δείμος και ο Φόβος κει, η λυσσασμένη Έρις,
πού 'ναι αδελφή και σύντροφη του ανθρωποφόνου Άρη,
όπου προβαίνει ως άφαντη, κι ενώ την γην κατόπι
διασκελά, στον ουρανόν την κεφαλήν στηρίζει,
όπου και τότ' εγέννησεν έχθραν σ' αυτούς ομοίαν
και μες στα πλήθη εγύριζε τους πόνους να πληθύνη.
Και ότ' έφθασαν κι εβρέθηκαν εις ένα τόπον όλοι,
τα τόμαρα και τ' άρματα και τ' ανδρειωμένα στήθη
τα χαλκοθώρηκτ' έσμιξαν, κι οι ομφαλωτές ασπίδες
απ' τα δυο μέρη εγγίζονταν και ο κόσμος εβροντούσε·
κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος
ανδρών οπού εφονεύονταν και η γη πλημμύριζ' αίμα·
και ως όταν δύο χείμαρροι, που από τα όρη ρέουν,
μέσ' από κεφαλόβρυσα τ' ακράτητα νερά τους
σμίγουν εις ένα σύρρυακο στα βάθη του βαράθρου –
μακρόθε ακούει στα βουνά τον βρόντον ο ποιμένας –
όμοιος, κι εκείνοι ως έσμιξαν, αχός και αγώνας ήταν.
Ρίχνει πρώτος ο Αντίλοχος πολεμιστήν των Τρώων
τον Θαλυσιάδη Εχέπωλον λαμπρόν μες στους προμάχους·
της τριχοφόρου κόρυθος του κτύπησε τον κώνον,
το έμπηξε στο μέτωπον κι η χάλκιν' άκρη μέσα
επέρασε το κόκαλο κι έχασε αυτός το φως του
και ως πέφτει πύργος έπεσε στον φοβερόν αγώνα.
Και άμ' έπεσε, απ' τα πόδια του τον έπιασ' ο Ελεφήνωρ
Χαλκωδοντιάδης, αρχηγός των ψυχερών Αβάντων,
και να τον σύρει εσπούδαζε μακράν από τα βέλη
να τον γυμνώσει, αλλά πολύ δεν κράτησ' η ορμή του,
ότι ως τον είδ' ο ψυχερός Αγήνωρ να τον σέρνει,
εις το πλευρόν που ως έσκυφτε γυμνώθη απ' την ασπίδα,
χάλκινο βέλος του 'ριξε και του 'λυσε τα μέλη.
Έτσι τον άφηκε η ψυχή κι επάνω του εκροτήθη
των Τρώων και των Αχαιών έργον δεινόν· και ως λύκοι
ορμούσαν για να χαλασθούν κι άνδρας εφόνευ' άνδρα.
Τον Σιμοείσιον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας
του Ανθεμίωνος λαμπρόν αγόρι, που η μητέρα
στες όχθες του Σιμόεντος εγέννησε, ως ερχόταν
από την Ίδην στες βοσκές κατόπι στους γονείς της,
όθεν του εβγάλαν τ' όνομα· και των γλυκών γονέων
τα θρέπτρα δεν απέ'δωκεν ότ' η ζωή του εκόπη
απ' του μεγάλου Αίαντος το ανίκητο κοντάρι.
Ότι ενώ πρώτος πρόβαινε τον κτύπησε στο στήθος
σιμά στον δεξιόν μαστόν· αντίκρυ εβγήκε η λόγχη
στον ώμον· έπεσεν αυτός στα χώματα, ωσάν λεύκα
οπού εις μεγάλην λιβαδιά γεννήθηκε κι ανδρώθη
ομαλή όλη και υψηλά μόνον γεννά τους κλώνους·
την έκοψε αμαξοποιός με την λαμπρήν αξίνην
να την λυγίσει για τροχόν εις εύμορφον αμάξι·
κείτεται αυτού και φρύγεται στου ποταμού την όχθην·
όμοιον τον Σιμοείσιον έστρωσε κάτ' ο Αίας.
Και αυτόν ο λαμπροθώρηκτος Άντιφος Πριαμίδης
μέσα στα στήθη ακόντισε, αλλ' αντ' αυτού τον Λεύκον,
του Οδυσσέως σύντροφον λαμπρόν, στο ριζομέρι
επέτυχεν εις την στιγμήν πόσερνε αλλού το πτώμα·
και όπως σωριάσθη του 'πεσε το πτώμ' από το χέρι.
Εκείνου ο φόνος χόλωσε πολύ τον Οδυσσέα·
εις τους προμάχους σπρώχθη ευθύς κι έλαμπε στ' άρματ' όλος·
εστάθη αυτού πολύ σιμά και γύρω του κοιτώντας
ακόντισε· τραβήχθηκαν στ' ακόντισμά του οι Τρώες·
το βέλος του δεν χάθηκεν, αλλ' ήβρε του Πριάμου
τον νόθον Δημοκόωντα, πού 'χ' έλθει απ' της Αβύδου
τα μέρη, όπου γοργόποδες ανάτρεφε φοράδες.
Εκείνον, για τον σύντροφον ως χόλωσ' ο Οδυσσέας,
εκτύπησε στον μήλιγγα· κι η χάλκιν' άκρη εβγήκε
στον άλλον μήλιγγ' αντικρύ· το φως του χάνει εκείνος,
με κρότον πέφτει και αντηχούν επάνω τ' άρματά του.
Κάμνουν τα οπίσω οι πρόμαχοι και ο δοξασμένος Έκτωρ·
εκραύγασαν οι Αχαιοί και τους νεκρούς επήραν
κι εμπρός πολύ προχώρησαν· οργίσθη όπως τους είδε
ο Φοίβος απ' τα Πέργαμα κι εφώναζε των Τρώων:
« Τρώες, ξυπνάτε, ιππόδαμοι, και μην υποχωρείτε
των Αχαιών, και σίδερον η σάρκα τους δεν είναι
ή λίθος, ώστε του χαλκού το δάγκαμα να διώχνει
ούτ' ο Αχιλλέας μάχεται, ο υιός της καλλικόμου
Θέτιδος, αλλά τον θυμόν τρέφει σιμά στα πλοία».
Αυτά 'πε ο φοβερός θεός ψηλάθε από την πόλιν·
αλλ' η διογέννητη θεά τους Αχαιούς κινούσε
και ανάμεσόν τους πήγαινε το θάρρος τους ν' αυξήσει.
Η μοίρα τότ' εσπέδισε τον Διώρη Αμαρυγκείδην·
πέτρα τον πήρε δοντερή στην δεξιάν του κνήμην
εις τ' αστραγάλι· ο Πείροος την έριξ' ο Ιμβρασίδης·
των Θρακών ήταν αρχηγός και από τον Αίνον ήλθε·
τα νεύρα και τα κόκαλα του σύντριψεν ο μέγας
λίθος και κάτω έπεσε τ' ανάσκελα στην σκόνη·
και ως ξεψυχούσεν άπλωσε στους ποθητούς συντρόφους
τα δυο του χέρια· έτρεξεν ο Πείροος, που τον είχε
κτυπήσει και στον ομφαλόν τον λόγχισε και χάμου
τα έντερά του χύθηκαν, κι έχασ' ευθύς το φως του.
Και ως έφευγε τον κτύπησεν εις τον μαστόν επάνω
ο Αιτωλός Θόας και ο χαλκός μες στο πνευμόνι εμπήχθη·
τον σίμωσε και το βαρύ κοντάρι από το στήθος
απέσπασ, έσυρ' εν ταυτώ τ' ακονητό του ξίφος,
μες στην κοιλιά τον κτύπησε και την ψυχήν του επήρε.
Δεν τον εγύμνωσε, ότι αυτόν οι σύντροφοί του Θράκες
οι ακρόκομοι τον φύλαγαν με τα μακριά κοντάρια,
και, αν κι ήταν μέγας και λαμπρός και ανδρειωμένος, όμως
τον έσπρωξαν· τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω·
έτσι στο χώμα εκείτονταν πλάγι με πλάγ' οι δύο
των χαλκοφράκτων Επειών και των Θρακών αντάμα
οι αρχηγοί· κι άνδρες πολλοί τριγύρω εφονευόνταν.
Τότε πολύ θα εθαύμαζεν εκείνον τον αγώνα
άνθρωπος, αν ακτύπητος και αλάβωτος περνούσε
ανάμεσόν τους κι η Αθηνά τον έπαιρνε απ' το χέρι
και τον οδήγα κι έδιωχνε τα βέλη από σιμά του·
ότ' είδε Τρώας και Αχαιούς πολλούς η μέρα εκείνη
πλάγι με πλάγι επίστομα στο χώμα εξαπλωμένους.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου