ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Φ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Φ΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
Και ως έφθασαν στο πέραμα του βαθυρρόου Ξάνθου,
του ποταμού που εγέννησεν ο αθάνατος Κρονίδης,
τους χώρισε και τους μισούς κυνήγαε προς την πόλιν,
στο σιάδι, που μια μέρα πριν του Έκτορος η λύσσα
τρικύμιζε τους Αχαιούς κι εφεύγαν τρομασμένοι·
και ως ροβολώντας έφευγαν, η Ήρα τον αέρα
εθόλωνε για να σταθούν, κι οι άλλοι στριμωμένοι
στον ποταμό που τ' αργυρά και τρίσβαθα νερά του
πέφτουν με βρόντον φοβερόν, βαθιά βοούν τα ρείθρα,
αχούν οι ακροποταμιές, κι εκείνοι επολεμούσαν
και αλάλαζαν εδώ κι εκεί στα ρεύματ' αφρισμένα.
Και όπως φλόγ' ανάερα σηκώνει τες ακρίδες
αν έξαφνα ξεσπά φωτιά, και στο ποτάμι εκείνες
ροβολάν κάτω να κρυφθούν, ομοίως απ' την λόγχην
του Αχιλλέως να σωθούν άνδρες σωρός και ίπποι
όλον του Ξάνθου εγέμιζαν το ρεύμα οπού βροντούσε.
Και άφησε ο διογέννητος στην όχθην το κοντάρι
στους κλάδους μίας μυρικιάς, και με το ξίφος μόνον
πήδησε μέσα ωσάν θεός, κι είχε κακό στον νουν του·
κτυπά δεξιά, κτυπά ζερβά και σφαζομένων βόγγος
βγαίνει φρικτός, και το νερό στο αίμα κοκκινίζει.
Και ως φεύγουν από δέλφινα μεγάλον τ' άλλα ψάρια
και φοβισμένα χύνονται σ' ακύμαντο λιμάνι
στους κόλπους, ότι αρπακτικά τρώγει όποιον φθάσει εκείνος,
όμοια στα βράχη εκρύβονταν, στο φοβερό ποτάμι
οι Τρώες· και ως εκούρασε τα χέρια του στους φόνους
απ' το ποτάμι ζωντανά δώδεκ' αγόρια πήρε
του πεθαμένου αντίποινα, του ποθητού Πατρόκλου·
τα έβγαλ' έξω αναίσθητα ωσάν ελαφομόσχια
και τους οπισθαγκώνισε με τα καλοκομμένα
λουριά που εκείνοι στους κλωστούς χιτώνας εφορούσαν,
και να τους πάρουν πρόσταξεν εκείθεν εις τα πλοία
και αυτός πετάχθη ολόθερμος να ξαναρχίσει φόνους.
Κι εμπρός του τον Λυκάονα τον Πριαμίδην ήβρε
πο 'φευγε από τον ποταμόν, που έναν καιρόν την νύκτα
τον είχε πιάσει αιχμάλωτον στον κήπον του πατρός του,
εκεί που μιας αγριοσυκιάς τα τρυφερά βλαστάρια
σκεπάρνιζε, της άμαξας πλευρά να τα μορφώσει.
Εκεί, κακόν ανέλπιστο, τον εύρηκε ο Πηλείδης,
και τότε τον επούλησε και απόστειλε στην Λήμνον
και απ' τον υιόν του Ιάσονος την πληρωμήν επήρε.
Κείθε ακριβά τον λύτρωσεν ο Ίμβριος Ηετίων,
φίλος του, και τον έστειλε στην ιερήν Αρίσβην,
κι έφυγ' εκείθε κι έφθασε στο σπίτι του πατρός του.
Ένδεκα με τους φίλους του χαροκοπούσε ημέρες
από την Λήμνον νιόφερτος, και μες στην δωδεκάτην
θεός πάλιν τον έβαλε στα χέρια του Αχιλλέως
που έμελλε και αθέλητον στον Άδην να τον στείλει.
Και άμα τον γνώρισ' ο Αχιλλεύς γυμνόν - ότ' είχε ρίξει
κατά γης όλ' ασπίδα του και κράνος και κοντάρι,
ότι τον έλιων' ίδρωτας, καθώς απ' το ποτάμι
έφευγε και απ' τον κόπον του τα γόνατα του ετρέμαν·
τότ' είπε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Μέγα το θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους·
ως φαίνεται θ' αναστηθούν μεσ' απ' το μαύρο σκότος
οι Τρώες μεγαλόψυχοι που η λόγχη μου έχει σβήσει
αφού και τούτος γύρισεν απ' την αγίαν Λήμνον
που ζωντανόν τον έστειλα, και η θάλασσα που τόσους
μακράν κρατεί δεν μπόρεσε τον δρόμον να του φράξει.
Αλλά τώρα την λόγχην μας κι αυτός ας δοκιμάσει
για να γνωρίσω αν από κει που θα τον στείλω ομοίως
θενά γυρίσ' ή αν η γη θα τον κρατήσ' η θρέπτρα,
που και τον γενναιότερον κρατεί στο μαύρο χώμα».
Με τούτους τους διαλογισμούς ανάμενε, ώσπου εκείνος
σβησμένος τον πλησίαζεν, εμπρός του να προσπέσει,
να μη τον έβρει θάνατος κακός και μαύρη μοίρα.
Την λόγχην σήκωσ' ο Αχιλλεύς αυτού να τον πληγώσει·
έσκυψ' εκείνος, έτρεξε και από τα γόνατά του
επιάσθη και από πίσω του περνώντας στέκ' η λόγχη
στην γην και σάρκ' ανθρώπινη ποθούσε να χορτάσει.
Και μ' ένα χέρι του 'πιανε τα χέρια ως ικέτης·
με τ' άλλο αυτού στην γην σφικτά κρατούσε το κοντάρι:
«Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Αχιλλέα,
που είμαι ικέτης σεβαστός ακόμη απ' την ημέραν,
που με σε πρώτον γεύθηκα της Δήμητρος τον σπόρον,
όταν από τον κήπον μου αιχμάλωτον μ' επήρες,
και απ' τον πατέρα μου μακράν και από τους ποθητούς μου
να με πουλήσουν μ' έστειλες στην Λήμνον την αγίαν,
κι εκατό βόδι' απόκτησες· και μ' άλλα λύτρα τώρα
τρίδιπλα εξαγοράστηκα· και δώδεκα έχω ημέρες
που αφού παράδειρα πολύ στην Ίλιον επανήλθα.
Μοίρα κακή στα χέρια σου μ' έβαλε τώρα πάλιν
και ο Ζευς οπού μ' εμίσησεν, ως φαίνεται, ο πατέρας·
εμένα ολιγοήμερον εγέννησε η μητέρα,
η Λαοθόη, κόρη αυτή του γέροντος του Άλτου,
του Άλτου, όπου των μαχητών Λελέγων βασιλεύει
στην Πήδασον την υψηλήν που βρέχει ο Σατνιόεις.
Από αυτήν ομόκλινην, με άλλες, του Πριάμου
δυο γεννηθήκαμε, και συ θα σφάξεις και τους δύο.
Τον θεϊκόν Πολύδωρον εκεί μες στους προμάχους
ενέκρωσεν η λόγχη σου· και τώρα πάλι εμένα
εδώ μου μέλλεται κακό και αφού εμπρός σου η μοίρα
μ' έφερε, από τα χέρια σου θαρρώ δεν θα ξεφύγω.
Και άλλο θα ειπώ να το σκεφθείς· εμένα μη φονεύσεις
διότι αυτάδελφος εγώ του Έκτορος δεν είμαι,
που εφόνευσε τον φίλον σου τον αγαθόν και ανδρείον».
Με τούτα τον ικέτευεν ο γόνος του Πριάμου,
αλλ' όμως λόγον άσπλαχνον αντάκουσε από εκείνον:
«Μη μου φλυαρείς, ανόητε, και λύτρα μη προβάλεις,
ότι, πριν έβρει ο Πάτροκλος της μοίρας του το τέλος,
κάπως μου το 'δινε η καρδιά να λυπηθώ τους Τρώας
και ζωντανούς πήρα πολλούς κι επούλησα στα ξένα.
Αλλά τώρα τον θάνατον κανείς δεν θα ξεφύγει
των Τρώων, που στα χέρια μου στην Ίλιον αποκάτω
βάλει ο θεός, και μάλιστα τα τέκνα του Πριάμου.
Αλλά, ω φίλε, απόθανε και συ· τι τόσο κλαίεις;
Απέθανε και ο Πάτροκλος, πολύ καλύτερός σου·
δεν βλέπεις πόσο είμαι καλός και μέγας και πατέρα
έχω από γένος και θεάν μητέρα και όμως είναι
η μοίρα η παντοδύναμη και ο θάνατος κοντά μου.
Αυγή θα είναι ή δειλινό ή θα 'ναι μεσημέρι,
οπού κι εμένα την ζωήν κανένας θα μου πάρει
με το κοντάρι από κοντά ή από μακριά με βέλος».
Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία·
την λόγχην άφησεν αυτού και απλώνοντας τα χέρια
εκάθισε· κι έσυρ' ευθύς το ξίφος ο Πηλείδης
στον σβέρκον τον εκτύπησε, και μέσα εμπήκεν όλη
η δίστομη λεπίδα του, κι επίστομα εξαπλώθη
εκείνος και κατάπινεν η γη το μαύρον αίμα.
Και από τον πόδ' ο Αχιλλεύς τον πιάνει και τον ρίχνει
μες στο ποτάμι να συρθεί και υπερηφάνως είπε:
«Κει με τα ψάρια πλάγιασε, το αίμα θα σου γλείψουν
απ' την πληγήν αφρόντιστα· στην κλίνην να σε κλάψει
δεν θα σε βάλ' η μάνα σου, αλλά με τες στροφές του
θα σε κυλήσει ο Σκάμανδρος στα πλάτη της θαλάσσης
και ψάρια θα πηδούν ψηλά στα μαυροσουφρωμένα
κύματα, στου Λυκάονος το πάχος να χορτάσουν.
Κακό σας, ως να φθάσομε στην Ίλιον την αγίαν,
φεύγοντας σεις και οπίσω εγώ να σας κατασυντρίβω·
μήτε το καλοκύλητο ποτάμι θα σας σώσει
που πλήθος ταύρων πάντοτε του σφάζετε και μέσα
στα ρεύματα τα ζωντανά βυθίζετε πουλάρια.
Θα κακοθανατίσετε ως να πληρώσετ' όλοι
τον φόνον του Πατρόκλου μου και την σφαγήν που τότε,
που έλειπα εγώ, των Αχαιών εκάμετε στα πλοία».
Είπε και τότε ο ποταμός χειρότερα εχολώθη,
κι εζήτα με τον νουν του πώς να παύσει του Αχιλλέως
την λύσσαν και απ' τον όλεθρον τους Τρώας να φυλάξει.
Ωστόσο με το απέραντο κοντάρι του ο Πηλείδης
του Αστεροπαίου χύθηκεν υιού του Πηλεγόνος
που η Περίβοια γέννησεν ωραία θυγατέρα
η πρώτη του Ακεσσαμενού και ο ποταμός ο μέγας
ο Αξιός, που επλάγιασεν ερωτικά μ' εκείνην.
Και όπως ορμούσε ο Αχιλλεύς, εμπρός του απ' το ποτάμι
ο Αστεροπαίος στήθηκε κρατώντας δυο κοντάρια,
ότι τον εγκαρδίωσεν ο Ξάνθος χολωμένος
που τόσους έσφαξ' άπονα στο ρεύμα του ο Πηλείδης·
και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,
πρώτος ομίλησ' ο Αχιλλεύς: «Ποιος είσαι και από ποίον
ανθρώπων γένος που τολμάς εμπρός μου να προβάλεις;
Τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν».
«Πηλείδη μεγαλόψυχε», του αντείπε ο Αστεροπαίος,
«την γενεάν μου τι ερωτάς; Από την Παιονίαν
είμαι την μεγαλόσβωλην την απομακρυσμένη
και των Παιόνων αρχηγός των μακρολογχοφόρων·
η ενδεκάτη έφεξε αυγή που έφθασα στην Τροίαν,
κατάγομαι απ' τον Αξιόν, πλατύρροο ποτάμι,
το ωραιότερο της γης, και ο Πηλεγών υιός του,
περίφημος κονταριστής, εγέννησεν εμένα.
Και τώρ' ας πολεμήσομε, λαμπρότατε Πηλείδη».
Εις τες φοβέρες σήκωσεν ο θείος Αχιλλέας
την λόγχην και τες δύο του ο Αστεροπαίος ήρως,
ότι του ερχόνταν βολικά και από τα δυο του χέρια.
Με την μιαν λόγχην κτύπησε τον κύκλον της ασπίδος,
αλλά την κράτησε ο χρυσός, το δώρημα το θείο.
Κι η άλλη λόγχη εχάραξε την δεξιάν αγκάλην,
κι έρρευσεν αίμα· επέταξεν επάνω του κι εστάθη
στην γην η λόγχη, πρόθυμη με σάρκα να χορτάσει.
Τότε ο Αχιλλεύς το φράξινον, αλάθευτο κοντάρι
με φόνου ορμήν ακόντισεν εις τον Αστεροπαίον·
και αντί εκείνου εκτύπησε του ποταμού την όχθην,
και ως εις την μέσην έχωσε το φράξινο κοντάρι
το ξίφος έσυρεν ευθύς κι επάνου του ο Πηλείδης
επήδησεν ακράτητος· κι εκείνος του Αχιλλέως
το φράξο δεν εδύνατο να βγάλει από την όχθην,
και τρεις το ετίναξε φορές με το βαρύ του χέρι
και τρεις του εκόπ' η δύναμις· κι ενώ να το λυγίσει
και να το σπάσει τέταρτην φοράν ελαχταρούσε,
τον πρόλαβε και την ζωήν του επήρε με το ξίφος
στον ομφαλόν κτυπώντας τον· τα έντερά του χάμου
χυθήκαν· τον εσκέπασε στον αγκομαχητό του
θανάτου σκότος και ο Αχιλλεύς πατώντας τον στα στήθη
τον έγδυσε κι εφώναξε: «Μείνε εκεί τώρα ως είσαι.
Ήταν βαρύ με του Διός του μεγαλοδυνάμου,
αν και ποταμογέννητος, τα τέκνα να παλαίσεις.
Αν από μέγαν ποταμόν εσύ γενοκρατιέσαι,
στην γενεάν καυχώμ' εγώ του υπερτάτου Δία·
ο Αιακίδης γέννησεν εμένα, ο βασιλέας
των Μυρμιδόνων, ο Πηλεύς, τον Αιακόν ο Δίας·
και ως είναι ο Ζευς των ποταμών, που στα πελάγη ρέουν
ανώτερος, ανώτεροι γεννούντ' οι απόγονοί του.
Μέγαν κοντά σου ποταμόν έχεις και συμβοηθόν σου
αν ημπορούσεν, αλλά ποιος μετριέται με τον Δία;
Που μήτε ο μέγας προς αυτόν συγκρίνεται Αχελώος,
μήτ' η ορμή του Ωκεανού με το βαθύ του ρεύμα
απ' όπου όλες οι θάλασσες και οι ποταμοί πηγάζουν
και όλες οι βρύσες εις την γην και τα βαθιά πηγάδια·
τρέμει και αυτός τον κεραυνόν του φοβερού Κρονίδου,
όταν βροντά τρομακτικά από τα ουράνια κάτω».
Είπε και το κοντάρι του ανάσπασε απ' την όχθην
και αυτόν, οπού εθανάτωσε, αφήκε αυτού στον άμμον
κειτάμενον να βρέχεται από το μαύρο κύμα
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωμένα
κι εκόφταν και άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος.
Και αυτός στο πλήθος όρμησε των ιππικών Παιόνων,
που άμ' είδαν απ' το κτύπημα του ξίφους του Αχιλλέως
να πέσει ο πρώτος άνδρας τους εφεύγαν τρομασμένοι
στον ποταμόν ολόγυρα· κι εκείνος τους ανδρείους
έστρωσ' εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίο
και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην.
Και πλήθος άλλους Παίονας θα εφόνευε ο Πηλείδης
αλλ' εχολώθη ο ποταμός και από τα βάθη εφάνη
ωσάν θνητός κι εφώναξε: «Καθώς είσαι, ω Πηλείδη,
στην ρώμην πρώτος των θνητών και στ' άδικα είσαι πρώτος.
ότι θεοί σε βοηθούν· και αν ν' αφανίσεις όλους
τους Τρώας σου 'δωκεν ο Ζευς, μέσ' από τα νερά μου
διώξε τους και την λύσσαν σου ξεθύμα στην πεδιάδα·
ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα,
και δεν μ' αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω
στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.
Έλ' άφησέ με, και απορώ, μεγάλε πολεμάρχε».
Κι ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Ω Σκάμανδρε διόθρεφτε, θα γίνει αυτό πού θέλεις·
να σφάζω δεν θα παύσω εγώ τους επιόρκους Τρώας
ως να κλεισθούν και αντίστηθα να δοκιμάσω μόνον
τον Έκτορα να ιδούμε ποιος από τους δυο θα πέσει».
Είπε κι εχύθη ωσάν θεός των Τρώων μες στα πλήθη·
και ο ποταμός τότε ο βαθύς εφώναξε του Φοίβου:
«Διογέννητε, αργυρότοξε, την θέλησιν του Δία
δεν εσεβάσθης που θερμά σου είχε παραγγείλει
των Τρώων να 'σαι υπέρμαχος, ώσπου να 'λθει το δείλι
και να σκιάσει τους αγρούς στην γην την σιτοφόραν».
Και ο Αχιλλεύς στον ποταμόν επήδησε απ' την όχθην,
και ο ποταμός ενάντια του σηκώθη φουσκωμένος·
βάζει άνω κάτω τα νερά και τους νεκρούς αμπώθει
πολλούς οπού του εσώρευσαν οι φόνοι του Αχιλλέως·
τους έβγαλ' έξω στην στεριάν κι εμούγκριζε ωσάν ταύρος
κι εφύλαγε τους ζωντανούς στα όμορφα νερά του,
που τους εκρύβαν θολωτά στα βάθη των ρευμάτων.
Φρικτό σηκώθη φουσκωτό το κύμα ολόγυρά του
κι εκτύπα την ασπίδα του· πού να σταθούν δεν είχαν
τα πόδια του· κι επιάσθηκεν από φτελιά μεγάλον·
τ' ωραίο δένδρο σύρριζα κάτω βροντά και σέρνει
την όχθην όλην κι έπιασε με τα πυκνά κλαδιά του
τ' ωραίο ρεύμα κι έγινε γεφύρι στο ποτάμι·
και από τον φόβον ο Αχιλλεύς πετάχθη από το κύμα
κι εχύθηκεν ακράτητος να φύγει στην πεδιάδα.
Αλλ' ο θεός, ο φοβερός, μαυροκορυφωμένος
ακράτητος επάνω του ροβόλαε να κόψει
την φονικήν εκείνου ορμήν και να σωθούν οι Τρώες.
Εκείθ' εσκίρτησ' ο Αχιλλεύς όσο τ' ακόντι φθάνει,
καθώς ο μαύρος αετός ο αρπακτικός, που στ' άλλα
πετούμενα για δύναμιν και για φτερά πρωτεύει.
Όμοια πετούσε και ο χαλκός στα στήθη του βροντούσε
τρομακτικά, και ως ξέφευγεν ανάμεσ' απ' το κύμα
κατάποδά του ο ποταμός με κρότον ροβολούσε.
Και ως από κεφαλόβρυσο κόβει νερό και παίρνει
ο ποτιστής και τ' οδηγεί μες στα φυτά του κήπου
και με την δίκοπη αφαιρεί τα μπόδι' από τ' αυλάκι
και ροβολά με το νερό κάθε μικρό χαλίκι
κι εκείνο με κελάδισμα το πλάγι κατεβαίνει
τόσο γοργό που τ' οδηγού το χέρι δεν το φθάνει,
ομοίως τον πτερόποδον επρόφθανε Αχιλλέα
το κύμα, ότι των θνητών ανώτερ' οι θεοί 'ναι.
Και όσες φορές ο Αχιλλεύς εστρέφονταν να μείνει
ν' αντισταθεί, να μάθει αν τον κατατρέχουν όλοι ·
οι επουράνιοι θεοί, τόσες το μέγα κύμα
του διογεννήτου ποταμού στους ώμους τον κτυπούσε.
Επήδ' αυτός ανάερα με την καρδιά κομμένην
και φουσκωτός ο ποταμός τα γόνατ' από κάτω
του 'κοφτε και απ' τα πόδια του το χώμα του ρουφούσε.
Κι εκοίταξε τον ουρανό κι εκλαίετ' ο Πηλείδης:
«Πατέρα Δία των θεών, κανείς δεν μ' ελυπήθη
να μη με πάρει ο ποταμός! και ας πάθαινα κατόπι.
Και άλλος ουρανοκάτοικος θεός σ' εμέ δεν πταίει
όσο η μητέρα μου που αυτή με πλάνεσε όταν είπε
που εμπρός στην πόλιν πυργωτήν των χαλκοφόρων Τρώων
θα πέσω από του Απόλλωνος τα πτεροφόρα βέλη.
Ο Έκτωρ θα με φόνευεν, πολεμιστής των πρώτος
ανδρείος καν θα εφόνευε, θα εγύμνωνεν ανδρείον
αλλά το θέλ' η μοίρα μου να κακοθανατίσω
από μεγάλον ποταμόν, καθώς στο πέρασμά του
πνίγεται από νεροσυρμή χοιροβοσκού κοπέλι».
Είπε κι ευθύς ο Ποσειδών κι η Αθηνά με σώμα
ανθρώπινο του στήθηκαν στο πλάγι και του σφίξαν
το χέρι, και του ομίλησαν θάρρος σ' εκείνους να 'χει.
Και ο κοσμοσείστης Ποσειδών τον λόγον είπε πρώτος:
«Πηλείδη, μην αδημονείς και μη τρομάζεις τόσο·
ιδού που είμαστε βοηθοί θεοί μεγάλοι δύο
εμείς, εγώ κι η Αθηνά, και τούτο στέργει ο Δίας.
Δεν θέλει από τον ποταμόν ν' αφανιστείς η μοίρα,
και γρήγορα, θαρρώ, θα ιδείς εκείνος να λουφάξει·
και λόγον άκου φρόνιμον να τον ακολουθήσεις·
μη παύσεις απ' τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,
όσο τους Τρώας, στριμωχτούς, να κλείσεις εις τα τείχη.
Και συ αφού τον Έκτορα, φονεύσεις, γύρε οπίσω
στα πλοία και σου δίδομεν το δόξασμα της νίκης».
Είπαν και οπίσω εγύρισαν στους άλλους αθανάτους.
Και θαρρετός στον λόγον τους κινήθη αυτός στο σιάδι
που από τα ξέχειλα νερά πλημμύριζε κι επλέαν
άρματα πλήθος λαμπερά και λείψαν' ανδρειωμένων.
Και με τα γόνατα υψηλά στο ρεύμα επάν' ορμούσε.
και όπως τον γέμισ' η Αθηνά με δύναμιν μεγάλην
δεν τον κρατούσε ο ποταμός πλατύς και φουσκωμένος.
Δεν έπαυ' ούδ' ο Σκάμανδρος, αλλ' αύξαινε ο θυμός του
στον Αχιλλέα και υψηλά κορύφωνε το κύμα,
κι έβαλε στον Σιμόεντα φωνήν να τον καλέσει:
«Έλ' ας κρατήσομε, αδελφέ, τούτου του ανδρός την λύσσαν
πριν ή την μεγαλόπολιν πατήσει του Πριάμου,
κι εμπρός του οι Τρώες δύσκολα κρατούν εις τον αγώνα.
Γρήγορα βόηθ, από πηγές το ρεύμα σου ας πληθύνει,
ξεκίνα κάθε χείμαρρον και όρθωσε μέγα κύμα·
κύλα με τάραχον σφοδρόν και λίθαρα και ρίζες,
να σβήσομε με δύναμιν του ανδρός αυτού του αγρίου
που ωσάν θεός υπερνικά και κρατημόν δεν έχει.
Η ρώμη μήτ' η ομορφιά δεν θα τον σώσουν μήτε
εκείνα τα λαμπρ' άρματα, που θα ταφούν στο βάθος
της λίμνης, μες στον βούρκο της, κι εκείνον θα τυλίξω
στην αμμουδιά σωρεύοντας χώματα και κοχλάδια.
Ουδέ θα φθάσουν οι Αχαιοί να εβρούν τα κόκαλά του·
με τόσες λάσπες τρίσβαθα εγώ θα τον σκεπάσω.
Αυτό θα 'ναι το μνήμα του και άλλο δεν θα 'ναι χρεία
να του σηκώσουν οι Αχαιοί οπόταν θα τον θάψουν».
Είπε και ορθώθη φουσκωτός επάνω στον Πηλείδην
κι εξέρνα μουρμουρίζοντας αφρόν, κορμιά και αίμα.
Και ολόμαυρο σηκώνετο το κύμα μανιωμένο
του διογεννήτου ποταμού να σύρει τον Πηλείδην.
Κι η Ήρα τότ' εβόησε φοβούμενη για κείνον
μήπως τον πάρει ο ποταμός βαθύρροος και μέγας.
Κι εστράφη προς τον Ήφαιστον, τον ποθητόν υιόν της:
«Σηκώσου, τέκνο μου χωλό· το 'χουμε ειπεί που ο Ξάνθος
θα ήταν, ο βαθύρροος, καλός αντίμαχός σου·
βόηθα γοργά, φανέρωσε τες φλόγες όσες έχεις.
Κι εγώ θα πάω τον Ζέφυρον να έβρω και τον Νότον
να φέρω από τη θάλασσαν κακήν ανεμοζάλην
να σπρώχνει εμπρός τες φλόγες σου και τ' άρματα να καίει
των Τρώων και τες κεφαλές στες όχθες συ του Ξάνθου
τα δένδρα καίε, φλόγιζε και αυτόν και μη σε κάμουν
ήμερον τα γλυκόλογα και οι παρακάλεσές του.
θ' ακολουθείς αδάμαστος, και μόν' όταν μ' ακούσεις
φωνήν να βάλω, του πυρός την δύναμιν να παύσεις».
Είπε και πυρ θεόφλογον ο Ήφαιστος ανάβει
στο σιάδι πρώτα κι έκαιε τα λείψανα που επλέαν
πολλά, που μες στον ποταμόν εσώριασε ο Πηλείδης.
Και όλο το σιάδι εξέρανε κι εστάθηκε η πλημμύρα.
Και όπως στεγνώνει μονομιάς νεοπότισμένον κήπον
Βορέας φθινοπωρινός, χαρά του γεωργού του·
όμοια το σιάδι εστέγνωσε και οι νεκροί καήκαν,
κι έστρεψε αυτός στον ποταμόν την φλόγα την μεγάλην·
και οι φτελιάδες καίονταν, οι ιτιές και τα μυρίκια,
εκαίονταν η κύπερη, το βούρλο, το τριφύλλι,
που στου ωραίου ποταμού τες άκρες εβλαστούσαν·
και μες στα βάθη επάθαιναν κι εδώ κι εκεί σκιρτούσαν
χέλια και ψάρι' απ' την πνοήν του πολυβούλου Ηφαίστου·
και η δύναμις του ποταμού καιόνταν, ώσπου εκείνος
φώναξε κι είπεν: «Ήφαιστε, κανείς θεός σε σένα
δεν δύναται να μετρηθεί· κι εγώ στην φλογερήν σου
φωτιά δεν αντιστέκομαι· και παύσ' εδώ την μάχην,
και ας διώξει ευθύς ο Αχιλλεύς τους Τρώας απ' την πόλιν.
Τι θέλω εγώ να πολεμώ και υπέρμαχος να γίνω;»
Είπε και ωστόσο εκόχλαζαν τα όμορφα νερά του.
Και όπως στην φλόγα π' άναψαν ξύλα πολλά φρυμένα
βράζει λεβέτι λιώνοντας τρυφερού χοίρου πάχος
και όλο κοχλάζει μέσα του από την φλόγα, ομοίως
ανάβραζαν καιόμενα τα όμορφά του ρείθρα
και να κυλά δεν ήθελεν· έστεκε αυτού σβημένος
από την άχνα την καυτή του πολυβούλου Ηφαίστου
όσο που αυτός ολόθερμα της Ήρας εδεήθη:
«Ήρα, γιατί το τέκνο σου να πέσει ν' αφανίσει
ξεχωριστά το ρεύμα μου· και τόσο εγώ δεν πταίω
όσον οι άλλοι αθάνατοι που βοηθούν τους Τρώας.
Θα παύσω εγώ τον πόλεμον, αν τούτο εσύ προστάζεις,
και ας παύσει τούτος εν ταυτώ· και όρκον εγώ θα ομόσω,
τους Τρώας απ' τον όλεθρον ποτέ να μη φυλάξω,
μήδ' όταν σύρριζα καεί και στάκτη γίν' η Τροία
καμένη από των Αχαιών τα χέρια τ' ανδρειωμένα».
Άμα η θεά τον άκουσεν, η Ήρα η λευκοχέρα,
εφώναξε τον Ήφαιστον τον ποθητόν υιόν της:
«Ήφαιστε, στάσου, δοξαστό παιδί μου, και δεν πρέπει
θεός τόσο να κρούεται γι' αγάπη των ανθρώπων».
Τότε τες φλόγες έσβησεν ο Ήφαιστος και οπίσω
στον ποταμόν εκύλησαν τα πρόσχαρα νερά του.
Και άμα εδαμάσθ' η δύναμις του Ξάνθου, εκείνοι επαύσαν
καθώς η Ήρα ηθέλησεν, αν κι ήταν χολωμένη·
τότ' έχθρα έπεσε βαριά στους άλλους αθανάτους
κακή και μέσα έπνεε διχόγνωμα η ψυχή τους.
Και ως έπεσαν να συγκρουσθούν, βρόντησε η γη και γύρω
σάλπισε ο μέγας ουρανός, τους άκουεν ο Δίας
καθήμενος στον Όλυμπον κι εγέλασε κι εχάρη
να βλέπει κάτω που οι θεοί με πείσμα επολεμούσαν·
και ώραν πολλήν δεν έμειναν μακράν· και αρχήν ο Άρης
ο ασπιδοσπάστης έκαμε και με βαρύ κοντάρι
εχύθηκε στην Αθηνά, ονείδισέ την κι είπε:
«Σκυλόμυγα, τι στους θεούς ν' ανάψεις μάχην πάλιν
σ' έφερε η αδιάντροπη και ακράτητη ψυχή σου;
Ή δεν θυμάσαι πόβαλες επάνω τον Τυδείδην
να με λαβώσει κι έπιασες σ' όλους εμπρός την λόγχην;
Κι ίσια σ' εμέ την άμπωσες και το λαμπρό μου σώμα
εχάραξες· και όσα 'καμες θα μου πλερώσεις τώρα».
Είπε και την εκτύπησε στην κροσσωτήν αιγίδα
φρικτήν, που μήτε του Διός ο κεραυνός την σχίζει·
εκεί την λόγχην άμπωσεν ο ανδροφόνος Άρης.
Εσύρθη αυτή κι εσήκωσε με το βαρύ της χέρι
ένα λιθάρι από την γην μαύρο, τραχύ, μεγάλο,
π' άνδρες αρχαίας γενεάς για τέρμινα είχαν στήσει·
με αυτό τον Άρην κτύπησε στον σβέρκον, και τα μέλη
του έλυσε, και πέφτοντας εγέμισε επτά πλέθρα,
χωμάτιασ' όλ' η κόμη του και ηχήσαν τ' άρματά του.
Εγέλασεν η Αθηνά και υπερηφάνως είπε:
«Μωρότατε, όταν θέλησες να μετρηθείς μ' εμένα,
δεν το εσκέφθης που είμ' εγώ πολύ καλύτερή σου.
Τες Ερινύες μ' όλα αυτά πλερώνεις της μητρός σου,
που σε ξετρέχει από χολήν, που ηθέλησες ν' αφήσεις
τους Αχαιούς και βοηθείς τους επιόρκους Τρώας».
Είπε και οπίσω εγύρισε τα φωτεινά της μάτια
κι η Αφροδίτη τον θεόν οδήγ' από το χέρι
που μόλις εψυχόπιανε και θλιβερά βογγούσε·
και άμα η θεά την νόησεν η Ήρα η λευκοχέρα
την Αθηνά προσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
«Ω, κοίτα, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,
πάλ' η σκυλόμυγα οδηγεί τον ανδροφόνον Άρην
μέσ' απ' της μάχης την βοήν· και δράμε να τους φθάσεις».
Είπεν, εχάρ' η Αθηνά, κι επάνω τους εχύθη,
στα στήθη την εκτύπησε με το βαρύ της χέρι
και αυτής εδείλιασε η καρδιά, τα γόνατα εκοπήκαν,
και οι δύο κείτονταν αυτού στην γην την πολυθρέπτραν.
Τότ' εκαυχήθ' η Αθηνά και υπερηφάνως είπε:
«Με τούτους τώρα να 'μοιαζαν όλ' οι βοηθοί των Τρώων,
οπόταν τούτοι πολεμούν τους θωρηκτούς Αργείους
και ψυχεροί και ακλόνητοι, καθώς η Αφροδίτη
ήλθε του Άρη βοηθός στην ρώμην μου εναντία·
θα 'χαμε ρίξει προ πολλού τους πύργους της Ιλίου
και τώρα θα ησυχάζαμεν εμείς απ' τον αγώνα».
Είπε, κι εγλυκογέλασεν η λευκοχέρα Ήρα.
Και τότε ο μέγας Ποσειδών προσφώνησε τον Φοίβον:
«Φοίβε, τι μένομεν εμείς; Δεν βλέπεις πως οι άλλοι
κάμαν αρχήν, κι είν' εντροπή στον Όλυμπον οπίσω
να γύρομε απολέμητοι, στο δώμα του Κρονίδου.
Άρχισε, ωσάν νεότερος· σ' εμένα δεν αρμόζει,
ως είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια και στην γνώσιν.
Τι έκανες, ανόητε! και δεν θυμάσαι πόσα
εμείς επάθαμε κακά στην Ίλιον τριγύρω
μόνοι απ' όλους τους θεούς, οπόταν τον ανδρείον
Λαομέδοντα εδουλώσαμε σταλμένοι από τον Δία
για χρόνον έναν με ρητόν μισθόν, στους ορισμούς του.
Κι εγώ των Τρώων έκτισα τείχος πλατύ και ωραίο
ολόγυρα στην πόλιν τους, απόρθητη να γίνει·
και συ στα πλάγια τα πολλά της δενδρωμένης Ίδης
έβοσκες τα στριφτόποδα κερατοφόρα βόδια.
Και όταν το τέλος έφεραν οι χαροδότρες ώρες,
δυναστικώς μας κράτησεν εκείνος τον μισθόν μας,
ο πάγκακος και με φρικτές μας έδιωξε φοβέρες·
φοβέριζε χερόποδα να μας αλυσοδέσει
και να μας στείλει εις μακρινά νησιά να μας πουλήσει
και να μας κόψει και τ' αυτιά με χάλκινην λεπίδα.
Κι εμείς οπίσω εγύραμε με σπλάχνα χολωμένα,
που τον μισθόν δεν πλέρωσε που 'χε δεχθεί να δώσει.
Και τώρα συ χαρίζεσαι προς τους λαούς εκείνου
αντί μ' εμάς να προσπαθείς ν' αφανισθούν οι Τρώες
οι άδικοι, όλοι σύρριζα, γυναίκες και παιδιά τους».
Σ' εκείνον τότε ο τοξευτής απάντησεν ο Φοίβος:
«Ω Ποσειδών, για φρόνιμον, θαρρώ, που δεν θα μ' έχεις,
αν για τους άμοιρους θνητούς με σένα πολεμήσω·
που ωσάν τα φύλλα πρόσκαιροι πότε φωτιά γεμάτοι
χαίρονται τους καρπούς της γης, και πότε να μαραίνουν
τους βλέπεις ώσπου σβήνονται· κι εμείς από την μάχην
ας παύσομε, και μόνοι τους ας πολεμούν εκείνοι».
Είπεν αυτά κι εστράφη αλλού· το σέβας τον κρατούσε
επάνω στον πατράδελφον το χέρι να σηκώσει.
Κι η αδελφή του των θεριών θεά προσκυνημένη,
Άρτεμις, η αγριοκάτοικη, πολύ τον αποπήρε:
«Φεύγεις, τοξότη, άφησες του Ποσειδώνος όλην
την νίκην και τον έκαμες αδίκως να καυχάται·
ανόητε το τόξο αυτό φορείς εις τα χαμένα·
να μη σ' ακούσω στο εξής στο δώμα του πατρός μας
να το καυχάσαι, ως έκανες, εμπρός των αθανάτων,
που είσαι καλός ν' αντισταθείς εσύ στον Ποσειδώνα».
Είπε και δεν απάντησεν ο μακροβόλος Φοίβος,
κι η σεβασμία του Διός ομόκλινη εχολώθη
και την τοξεύτραν Άρτεμιν ονείδισε και είπε:
«Ω σκύλ' αδιάντροπη, τολμάς συ να σταθείς εμπρός μου;
Κακά μετριέσαι συ μ' εμέ και ας είσαι τοξοφόρα,
αφού σε διόρισεν ο Ζευς λεοντάρι στες γυναίκες,
και να φονεύεις σου 'δωκεν όποιαν εσύ θελήσεις.
Καλύτερό σου στα βουνά αγρίμια κι ελαφίνες
να ρίχνεις ή να μάχεσαι με τους καλύτερούς σου.
Και αν πάλιν θέλεις πόλεμον, δοκίμασε να μάθεις
συ που μ' εμέ συγκρίνεσαι, πόσ' είμαι ανώτερή σου».
Είπε και αυτής τα χέρια με το ζερβί της πιάνει
με τ' άλλο την τοξοσκευήν της παίρνει από τους ώμους
και στα ριζαύτια την κτυπά γελώντας με τα βέλη·
κι εστρέφετ' όλη κι έπεφταν τα βέλη απ' την φαρέτραν.
Κλαίοντας έφυγε η θεά, καθώς πετά τρυγόνα
από γεράκι φεύγοντας εις χαραμάδα βράχου,
ότι γι' αυτήν δεν έφθασεν η ώρα του θανάτου·
ομοίως έφυγε η θεά και αφήκε αυτού τα βέλη.
Και της Λητούς ο μηνυτής ομίλησ' Αργοφόνος:
«Λητώ, δεν πολεμώ μ' εσέ· και ποίος με γυναίκες
θέλει στα χέρια να πιασθεί του βροντοφόρου Δία.
Αλλά σ' αφήνω να χαρείς εμπρός των αθανάτων,
να καυχηθείς που ενίκησες εμένα κατά κράτος».
Είπε, κι εσύναζε η Λητώ τα κυρτωμένα τόξα,
που ήσαν πεσμένα εδώ κι εκεί στον στρόβιλον της σκόνης.
Κι έφυγ' εκείνη παίρνοντας της κόρης της τα τόξα·
και τούτ' ήλθε στον Όλυμπον στο δώμα του Κρονίδη,
και στου πατρός τα γόνατα εκάθισε να κλαίει,
κι έτρεμεν όλο επάνω της τ' αμβρόσιον ένδυμά της.
Την δέχθηκε στον κόλπον του κι εγέλασε ο πατέρας,
κι ερώτα: «Ποίος των θεών σου 'καμε αυτά, παιδί μου,
ως να 'χε σ' έβρει φανερά κάποιο κακό να πράξεις;»
Σ' αυτόν η καλοστέφανη αντείπε κυνηγήτρα:
«Η Ήρα σου η λευκόχερη με έπληξε, πατέρα,
και την διχόνοιαν έσπειρεν αυτή στους αθανάτους».
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
αλλά στην θείαν Ίλιον εμπήκε τότε ο Φοίβος,
ότι εφοβείτο οι Δαναοί μη πρόμοιρα πατήσουν
την πόλιν την καλόκτιστην εκείνην την ημέραν.
Κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί στον Όλυμπον εγύραν,
άλλοι με πολλήν έπαρσιν και άλλοι χολωμένοι,
σιμά στον μαυρονέφελον πατέρα τους και ωστόσο
τους Τρώας και τους ίππους των αφάνιζε ο Πηλείδης·
και ως όταν χώρα χάνεται, και ως τ' ουρανού τον θόλον
καπνίζ' η φλόγα, π' άναψεν η οργή των αθανάτων,
και όλους παθιάζει και πολλούς εις την καρδιά πληγώνει,
όμοια τους Τρώας πάθιαζε κι επλήγωνε ο Πηλείδης.
Τότε ο σεβάσμιος Πρίαμος από τον θείον πύργον
νόησε τον θεόρατον Πηλείδη και τους Τρώας
που με ροπήν ακράτητην εφεύγαν έμπροσθέν του.
Και από τον πύργον βόγγοντας χάμω κατέβει ο γέρος
τους θυρωρούς που φύλαγαν τα τείχη να διατάξει:
«Ανοίξετε και ολάνοικτον κρατείτε τον πυλώνα,
όσο που να μπουν οι λαοί· κι εγγύς είναι ο Πηλείδης
τούτος οπού τους κυνηγά· μέγα κακό προβλέπω.
Και άμ' αναπνεύσουν οι λαοί, στα τείχη τες σανίδες
σεις πάλιν συναρμόσετε· ότι πολύ φοβούμαι
μη φθάσει μες στα τείχη μας να πέσει το θηρίον».
Και αυτοί τες πύλες άνοιξαν κι εσήκωσαν τους σύρτες
κι ήβραν τα πλήθη ανάσασιν· και ο Φοίβος πήδησ' έξω
τους Τρώας από την ορμήν να σώσει του Αχιλλέως,
που σκονισμένοι έτρεχαν, φρυμένοι από την δίψαν
κατά την πόλιν φεύγοντας και τα υψηλά τους τείχη·
κι επάνω τους ακράτητος λυσσομανούσ' εκείνος
με το κοντάρι και πολύ διψούσε για την νίκην.
Τότε θα επαίρναν οι Αχαιοί την πυργωμένην Τροίαν,
αν τον λαμπρόν Αγήνορα δεν εκινούσε ο Φοίβος,
εξαίσιον του Αντήνορος υιόν ανδρειωμένον.
Του 'βαλε θάρρος στην καρδιά, κι εστήθη αυτός σιμά του
μη βάλουν χέρι επάνω του οι μοίρες του θανάτου.
Κι εις ένα φράξο ακούμπησε σ' ομίχλη τυλιγμένος.
Και άμ' ο Αγήνωρ νόησε τον πορθητήν Πηλείδην
εστάθη και στα στήθη του τρικύμιζε η καρδιά του.
Και είπε με παράπονον στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Ω συμφορά μου, αν φύγω εμπρός του δυνατού Πηλείδου,
όπου φευγάτοι ροβολούν οι άλλοι, θα με πιάσει
τόσο και τόσο και ως δειλόν θα μ' αποκεφαλίσει,
Κι εάν αυτούς να βάζει εμπρός αφήσω τον Πηλείδην,
και από τα τείχη ξέμακρα στο Ιλιακό πεδίον
πετάξω και τα πόδια μου με φέρουν εις τα πλάγια
της Ίδης, μέσα να κρυφθώ στα φουντωτά της δάση,
το βράδυ τότε θα 'λουα τον ίδρο στο ποτάμι
και θα κινούσα ήσυχος στην Ίλιον να γυρίσω.
Αλλά τι διαλογίζεται τούτα η ψυχή μου τώρα;
Και αν με νοήσει ενώ απ' εδώ πετιούμαι στην πεδιάδα,
θα μου χυθεί σαν αστραπή και αφεύκτως θα με πιάσει
και τότε από τον θάνατον κανείς δεν θα με σώσει.
Ότ' είναι αυτός στην δύναμιν ο πρώτος των ανθρώπων.
Κι εάν στην πόλιν έμπροσθεν αντίμαχός του μείνω,
είναι στο σώμα λαβωτός απ' τον χαλκόν κι εκείνος
και μίαν έχει την ψυχήν και όλοι θνητόν τον λέγουν·
μόνον που ο Ζευς τον προτιμά και δόξαν του χαρίζει.
Είπ', εμαζώχθη ακλόνητος εμπρός στον Αχιλλέα
και άναφτε για πόλεμον η ανδράγαθη ψυχή του.
Και όπως η πάρδαλις ορμά του λόγγου από το βάθος
ενάντια στον κυνηγόν, και μέσα στην ψυχή της
δεν τρέμει τ' αλυκτίσματα των σκύλων αν ακούσει·
και αν την λογχίσει ο κυνηγός ή και την ακοντίσει
και με το βέλος στο κορμί, δεν παύει από την μάχην
ως να πιασθεί πρώτα μ' αυτόν ή πέσει σκοτωμένη·
ομοίως ο λαμπρός υιός του Αντήνορος να φύγει
δεν ήθελεν πριν δοκιμήν να κάμει του Αχιλλέως.
Κι επρόβαλε κι εκράτει εμπρός την κυκλωτήν ασπίδα,
κι εκραύγαζ' ενώ σκόπευεν αυτόν με το κοντάρι:
«Θαρρούσες ότι θα 'παιρνες, λαμπρότατε Αχιλλέα,
σήμερα την ακρόπολιν των αγερώχων Τρώων·
κι εκείνη, ανόητε, πολλούς θα καταθλίψει ακόμη.
Ότι την Ίλιον πολλοί φυλάγομε ανδρειωμένοι,
να σώσομε τους γέρους μας γονείς και τες γυναίκες
και τα παιδιά μας· και συ εδώ θα βρεις τον θάνατόν σου,
και φοβερός και ατρόμητος πολεμιστής ως είσαι».
Είπε· την λόγχην έριξε με τ' ανδρειωμένο χέρι,
την κνήμην του εκτύπησε στο γόνα του αποκάτω·
βρόντησε η κασσιτέρινη νεόχυτη κνημίδα
και του θεού δώρο και αυτή σταμάτησε την λόγχην
κι η λόγχη οπίσω εγύρισε απ' όπου είχε κτυπήσει·
στον θείον τότε Αγήνορα εχύθηκε ο Πηλείδης
και ο Φοίβος δεν τον άφησε την δόξαν ν' αποκτήσει·
σήκωσε τον Αγήνορα με νέφος τυλιγμένον,
κι ήσυχον τον προβόδησε να φύγει από την μάχην,
και απ' τον λαόν εμάκρυνε με τέχνην τον Πηλείδην·
ομοιώθηκε απαράλλακτα του Αγήνορος κι εμπρός του
έμενε και όρμησε ο Αχιλλεύς και τον εκυνηγούσε·
κι ενώ αυτός κατόπι του στο κάρπιμο πεδίον
τον έστρεφε ακροπόταμα του βαθυρρόου Ξάνθου,
και ολίγο του επρότρεχε να τον πλανέσει ο Φοίβος
για να θαρρεύει πάντοτε πως θα τον καταφθάσει,
οι άλλοι Τρώες φεύγοντας περίχαροι εχυθήκαν
στην πόλιν που όλη εγέμισε· και έξω από το τείχος
κανείς δεν επερίμενε τον άλλον δια να μάθει
ποιος έπεσε στον πόλεμον, ποιος πρόφθασε να φύγει,
αλλά στην πόλιν να κλεισθούν περίχαροι όλοι ορμήσαν
όσοι ποδιών τους έσωσε γοργότης και γονάτων. ΧΡΥΣΗΙΣ
του ποταμού που εγέννησεν ο αθάνατος Κρονίδης,
τους χώρισε και τους μισούς κυνήγαε προς την πόλιν,
στο σιάδι, που μια μέρα πριν του Έκτορος η λύσσα
τρικύμιζε τους Αχαιούς κι εφεύγαν τρομασμένοι·
και ως ροβολώντας έφευγαν, η Ήρα τον αέρα
εθόλωνε για να σταθούν, κι οι άλλοι στριμωμένοι
στον ποταμό που τ' αργυρά και τρίσβαθα νερά του
πέφτουν με βρόντον φοβερόν, βαθιά βοούν τα ρείθρα,
αχούν οι ακροποταμιές, κι εκείνοι επολεμούσαν
και αλάλαζαν εδώ κι εκεί στα ρεύματ' αφρισμένα.
Και όπως φλόγ' ανάερα σηκώνει τες ακρίδες
αν έξαφνα ξεσπά φωτιά, και στο ποτάμι εκείνες
ροβολάν κάτω να κρυφθούν, ομοίως απ' την λόγχην
του Αχιλλέως να σωθούν άνδρες σωρός και ίπποι
όλον του Ξάνθου εγέμιζαν το ρεύμα οπού βροντούσε.
Και άφησε ο διογέννητος στην όχθην το κοντάρι
στους κλάδους μίας μυρικιάς, και με το ξίφος μόνον
πήδησε μέσα ωσάν θεός, κι είχε κακό στον νουν του·
κτυπά δεξιά, κτυπά ζερβά και σφαζομένων βόγγος
βγαίνει φρικτός, και το νερό στο αίμα κοκκινίζει.
Και ως φεύγουν από δέλφινα μεγάλον τ' άλλα ψάρια
και φοβισμένα χύνονται σ' ακύμαντο λιμάνι
στους κόλπους, ότι αρπακτικά τρώγει όποιον φθάσει εκείνος,
όμοια στα βράχη εκρύβονταν, στο φοβερό ποτάμι
οι Τρώες· και ως εκούρασε τα χέρια του στους φόνους
απ' το ποτάμι ζωντανά δώδεκ' αγόρια πήρε
του πεθαμένου αντίποινα, του ποθητού Πατρόκλου·
τα έβγαλ' έξω αναίσθητα ωσάν ελαφομόσχια
και τους οπισθαγκώνισε με τα καλοκομμένα
λουριά που εκείνοι στους κλωστούς χιτώνας εφορούσαν,
και να τους πάρουν πρόσταξεν εκείθεν εις τα πλοία
και αυτός πετάχθη ολόθερμος να ξαναρχίσει φόνους.
Κι εμπρός του τον Λυκάονα τον Πριαμίδην ήβρε
πο 'φευγε από τον ποταμόν, που έναν καιρόν την νύκτα
τον είχε πιάσει αιχμάλωτον στον κήπον του πατρός του,
εκεί που μιας αγριοσυκιάς τα τρυφερά βλαστάρια
σκεπάρνιζε, της άμαξας πλευρά να τα μορφώσει.
Εκεί, κακόν ανέλπιστο, τον εύρηκε ο Πηλείδης,
και τότε τον επούλησε και απόστειλε στην Λήμνον
και απ' τον υιόν του Ιάσονος την πληρωμήν επήρε.
Κείθε ακριβά τον λύτρωσεν ο Ίμβριος Ηετίων,
φίλος του, και τον έστειλε στην ιερήν Αρίσβην,
κι έφυγ' εκείθε κι έφθασε στο σπίτι του πατρός του.
Ένδεκα με τους φίλους του χαροκοπούσε ημέρες
από την Λήμνον νιόφερτος, και μες στην δωδεκάτην
θεός πάλιν τον έβαλε στα χέρια του Αχιλλέως
που έμελλε και αθέλητον στον Άδην να τον στείλει.
Και άμα τον γνώρισ' ο Αχιλλεύς γυμνόν - ότ' είχε ρίξει
κατά γης όλ' ασπίδα του και κράνος και κοντάρι,
ότι τον έλιων' ίδρωτας, καθώς απ' το ποτάμι
έφευγε και απ' τον κόπον του τα γόνατα του ετρέμαν·
τότ' είπε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Μέγα το θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους·
ως φαίνεται θ' αναστηθούν μεσ' απ' το μαύρο σκότος
οι Τρώες μεγαλόψυχοι που η λόγχη μου έχει σβήσει
αφού και τούτος γύρισεν απ' την αγίαν Λήμνον
που ζωντανόν τον έστειλα, και η θάλασσα που τόσους
μακράν κρατεί δεν μπόρεσε τον δρόμον να του φράξει.
Αλλά τώρα την λόγχην μας κι αυτός ας δοκιμάσει
για να γνωρίσω αν από κει που θα τον στείλω ομοίως
θενά γυρίσ' ή αν η γη θα τον κρατήσ' η θρέπτρα,
που και τον γενναιότερον κρατεί στο μαύρο χώμα».
Με τούτους τους διαλογισμούς ανάμενε, ώσπου εκείνος
σβησμένος τον πλησίαζεν, εμπρός του να προσπέσει,
να μη τον έβρει θάνατος κακός και μαύρη μοίρα.
Την λόγχην σήκωσ' ο Αχιλλεύς αυτού να τον πληγώσει·
έσκυψ' εκείνος, έτρεξε και από τα γόνατά του
επιάσθη και από πίσω του περνώντας στέκ' η λόγχη
στην γην και σάρκ' ανθρώπινη ποθούσε να χορτάσει.
Και μ' ένα χέρι του 'πιανε τα χέρια ως ικέτης·
με τ' άλλο αυτού στην γην σφικτά κρατούσε το κοντάρι:
«Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Αχιλλέα,
που είμαι ικέτης σεβαστός ακόμη απ' την ημέραν,
που με σε πρώτον γεύθηκα της Δήμητρος τον σπόρον,
όταν από τον κήπον μου αιχμάλωτον μ' επήρες,
και απ' τον πατέρα μου μακράν και από τους ποθητούς μου
να με πουλήσουν μ' έστειλες στην Λήμνον την αγίαν,
κι εκατό βόδι' απόκτησες· και μ' άλλα λύτρα τώρα
τρίδιπλα εξαγοράστηκα· και δώδεκα έχω ημέρες
που αφού παράδειρα πολύ στην Ίλιον επανήλθα.
Μοίρα κακή στα χέρια σου μ' έβαλε τώρα πάλιν
και ο Ζευς οπού μ' εμίσησεν, ως φαίνεται, ο πατέρας·
εμένα ολιγοήμερον εγέννησε η μητέρα,
η Λαοθόη, κόρη αυτή του γέροντος του Άλτου,
του Άλτου, όπου των μαχητών Λελέγων βασιλεύει
στην Πήδασον την υψηλήν που βρέχει ο Σατνιόεις.
Από αυτήν ομόκλινην, με άλλες, του Πριάμου
δυο γεννηθήκαμε, και συ θα σφάξεις και τους δύο.
Τον θεϊκόν Πολύδωρον εκεί μες στους προμάχους
ενέκρωσεν η λόγχη σου· και τώρα πάλι εμένα
εδώ μου μέλλεται κακό και αφού εμπρός σου η μοίρα
μ' έφερε, από τα χέρια σου θαρρώ δεν θα ξεφύγω.
Και άλλο θα ειπώ να το σκεφθείς· εμένα μη φονεύσεις
διότι αυτάδελφος εγώ του Έκτορος δεν είμαι,
που εφόνευσε τον φίλον σου τον αγαθόν και ανδρείον».
Με τούτα τον ικέτευεν ο γόνος του Πριάμου,
αλλ' όμως λόγον άσπλαχνον αντάκουσε από εκείνον:
«Μη μου φλυαρείς, ανόητε, και λύτρα μη προβάλεις,
ότι, πριν έβρει ο Πάτροκλος της μοίρας του το τέλος,
κάπως μου το 'δινε η καρδιά να λυπηθώ τους Τρώας
και ζωντανούς πήρα πολλούς κι επούλησα στα ξένα.
Αλλά τώρα τον θάνατον κανείς δεν θα ξεφύγει
των Τρώων, που στα χέρια μου στην Ίλιον αποκάτω
βάλει ο θεός, και μάλιστα τα τέκνα του Πριάμου.
Αλλά, ω φίλε, απόθανε και συ· τι τόσο κλαίεις;
Απέθανε και ο Πάτροκλος, πολύ καλύτερός σου·
δεν βλέπεις πόσο είμαι καλός και μέγας και πατέρα
έχω από γένος και θεάν μητέρα και όμως είναι
η μοίρα η παντοδύναμη και ο θάνατος κοντά μου.
Αυγή θα είναι ή δειλινό ή θα 'ναι μεσημέρι,
οπού κι εμένα την ζωήν κανένας θα μου πάρει
με το κοντάρι από κοντά ή από μακριά με βέλος».
Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία·
την λόγχην άφησεν αυτού και απλώνοντας τα χέρια
εκάθισε· κι έσυρ' ευθύς το ξίφος ο Πηλείδης
στον σβέρκον τον εκτύπησε, και μέσα εμπήκεν όλη
η δίστομη λεπίδα του, κι επίστομα εξαπλώθη
εκείνος και κατάπινεν η γη το μαύρον αίμα.
Και από τον πόδ' ο Αχιλλεύς τον πιάνει και τον ρίχνει
μες στο ποτάμι να συρθεί και υπερηφάνως είπε:
«Κει με τα ψάρια πλάγιασε, το αίμα θα σου γλείψουν
απ' την πληγήν αφρόντιστα· στην κλίνην να σε κλάψει
δεν θα σε βάλ' η μάνα σου, αλλά με τες στροφές του
θα σε κυλήσει ο Σκάμανδρος στα πλάτη της θαλάσσης
και ψάρια θα πηδούν ψηλά στα μαυροσουφρωμένα
κύματα, στου Λυκάονος το πάχος να χορτάσουν.
Κακό σας, ως να φθάσομε στην Ίλιον την αγίαν,
φεύγοντας σεις και οπίσω εγώ να σας κατασυντρίβω·
μήτε το καλοκύλητο ποτάμι θα σας σώσει
που πλήθος ταύρων πάντοτε του σφάζετε και μέσα
στα ρεύματα τα ζωντανά βυθίζετε πουλάρια.
Θα κακοθανατίσετε ως να πληρώσετ' όλοι
τον φόνον του Πατρόκλου μου και την σφαγήν που τότε,
που έλειπα εγώ, των Αχαιών εκάμετε στα πλοία».
Είπε και τότε ο ποταμός χειρότερα εχολώθη,
κι εζήτα με τον νουν του πώς να παύσει του Αχιλλέως
την λύσσαν και απ' τον όλεθρον τους Τρώας να φυλάξει.
Ωστόσο με το απέραντο κοντάρι του ο Πηλείδης
του Αστεροπαίου χύθηκεν υιού του Πηλεγόνος
που η Περίβοια γέννησεν ωραία θυγατέρα
η πρώτη του Ακεσσαμενού και ο ποταμός ο μέγας
ο Αξιός, που επλάγιασεν ερωτικά μ' εκείνην.
Και όπως ορμούσε ο Αχιλλεύς, εμπρός του απ' το ποτάμι
ο Αστεροπαίος στήθηκε κρατώντας δυο κοντάρια,
ότι τον εγκαρδίωσεν ο Ξάνθος χολωμένος
που τόσους έσφαξ' άπονα στο ρεύμα του ο Πηλείδης·
και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,
πρώτος ομίλησ' ο Αχιλλεύς: «Ποιος είσαι και από ποίον
ανθρώπων γένος που τολμάς εμπρός μου να προβάλεις;
Τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν».
«Πηλείδη μεγαλόψυχε», του αντείπε ο Αστεροπαίος,
«την γενεάν μου τι ερωτάς; Από την Παιονίαν
είμαι την μεγαλόσβωλην την απομακρυσμένη
και των Παιόνων αρχηγός των μακρολογχοφόρων·
η ενδεκάτη έφεξε αυγή που έφθασα στην Τροίαν,
κατάγομαι απ' τον Αξιόν, πλατύρροο ποτάμι,
το ωραιότερο της γης, και ο Πηλεγών υιός του,
περίφημος κονταριστής, εγέννησεν εμένα.
Και τώρ' ας πολεμήσομε, λαμπρότατε Πηλείδη».
Εις τες φοβέρες σήκωσεν ο θείος Αχιλλέας
την λόγχην και τες δύο του ο Αστεροπαίος ήρως,
ότι του ερχόνταν βολικά και από τα δυο του χέρια.
Με την μιαν λόγχην κτύπησε τον κύκλον της ασπίδος,
αλλά την κράτησε ο χρυσός, το δώρημα το θείο.
Κι η άλλη λόγχη εχάραξε την δεξιάν αγκάλην,
κι έρρευσεν αίμα· επέταξεν επάνω του κι εστάθη
στην γην η λόγχη, πρόθυμη με σάρκα να χορτάσει.
Τότε ο Αχιλλεύς το φράξινον, αλάθευτο κοντάρι
με φόνου ορμήν ακόντισεν εις τον Αστεροπαίον·
και αντί εκείνου εκτύπησε του ποταμού την όχθην,
και ως εις την μέσην έχωσε το φράξινο κοντάρι
το ξίφος έσυρεν ευθύς κι επάνου του ο Πηλείδης
επήδησεν ακράτητος· κι εκείνος του Αχιλλέως
το φράξο δεν εδύνατο να βγάλει από την όχθην,
και τρεις το ετίναξε φορές με το βαρύ του χέρι
και τρεις του εκόπ' η δύναμις· κι ενώ να το λυγίσει
και να το σπάσει τέταρτην φοράν ελαχταρούσε,
τον πρόλαβε και την ζωήν του επήρε με το ξίφος
στον ομφαλόν κτυπώντας τον· τα έντερά του χάμου
χυθήκαν· τον εσκέπασε στον αγκομαχητό του
θανάτου σκότος και ο Αχιλλεύς πατώντας τον στα στήθη
τον έγδυσε κι εφώναξε: «Μείνε εκεί τώρα ως είσαι.
Ήταν βαρύ με του Διός του μεγαλοδυνάμου,
αν και ποταμογέννητος, τα τέκνα να παλαίσεις.
Αν από μέγαν ποταμόν εσύ γενοκρατιέσαι,
στην γενεάν καυχώμ' εγώ του υπερτάτου Δία·
ο Αιακίδης γέννησεν εμένα, ο βασιλέας
των Μυρμιδόνων, ο Πηλεύς, τον Αιακόν ο Δίας·
και ως είναι ο Ζευς των ποταμών, που στα πελάγη ρέουν
ανώτερος, ανώτεροι γεννούντ' οι απόγονοί του.
Μέγαν κοντά σου ποταμόν έχεις και συμβοηθόν σου
αν ημπορούσεν, αλλά ποιος μετριέται με τον Δία;
Που μήτε ο μέγας προς αυτόν συγκρίνεται Αχελώος,
μήτ' η ορμή του Ωκεανού με το βαθύ του ρεύμα
απ' όπου όλες οι θάλασσες και οι ποταμοί πηγάζουν
και όλες οι βρύσες εις την γην και τα βαθιά πηγάδια·
τρέμει και αυτός τον κεραυνόν του φοβερού Κρονίδου,
όταν βροντά τρομακτικά από τα ουράνια κάτω».
Είπε και το κοντάρι του ανάσπασε απ' την όχθην
και αυτόν, οπού εθανάτωσε, αφήκε αυτού στον άμμον
κειτάμενον να βρέχεται από το μαύρο κύμα
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωμένα
κι εκόφταν και άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος.
Και αυτός στο πλήθος όρμησε των ιππικών Παιόνων,
που άμ' είδαν απ' το κτύπημα του ξίφους του Αχιλλέως
να πέσει ο πρώτος άνδρας τους εφεύγαν τρομασμένοι
στον ποταμόν ολόγυρα· κι εκείνος τους ανδρείους
έστρωσ' εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίο
και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην.
Και πλήθος άλλους Παίονας θα εφόνευε ο Πηλείδης
αλλ' εχολώθη ο ποταμός και από τα βάθη εφάνη
ωσάν θνητός κι εφώναξε: «Καθώς είσαι, ω Πηλείδη,
στην ρώμην πρώτος των θνητών και στ' άδικα είσαι πρώτος.
ότι θεοί σε βοηθούν· και αν ν' αφανίσεις όλους
τους Τρώας σου 'δωκεν ο Ζευς, μέσ' από τα νερά μου
διώξε τους και την λύσσαν σου ξεθύμα στην πεδιάδα·
ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα,
και δεν μ' αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω
στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.
Έλ' άφησέ με, και απορώ, μεγάλε πολεμάρχε».
Κι ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Ω Σκάμανδρε διόθρεφτε, θα γίνει αυτό πού θέλεις·
να σφάζω δεν θα παύσω εγώ τους επιόρκους Τρώας
ως να κλεισθούν και αντίστηθα να δοκιμάσω μόνον
τον Έκτορα να ιδούμε ποιος από τους δυο θα πέσει».
Είπε κι εχύθη ωσάν θεός των Τρώων μες στα πλήθη·
και ο ποταμός τότε ο βαθύς εφώναξε του Φοίβου:
«Διογέννητε, αργυρότοξε, την θέλησιν του Δία
δεν εσεβάσθης που θερμά σου είχε παραγγείλει
των Τρώων να 'σαι υπέρμαχος, ώσπου να 'λθει το δείλι
και να σκιάσει τους αγρούς στην γην την σιτοφόραν».
Και ο Αχιλλεύς στον ποταμόν επήδησε απ' την όχθην,
και ο ποταμός ενάντια του σηκώθη φουσκωμένος·
βάζει άνω κάτω τα νερά και τους νεκρούς αμπώθει
πολλούς οπού του εσώρευσαν οι φόνοι του Αχιλλέως·
τους έβγαλ' έξω στην στεριάν κι εμούγκριζε ωσάν ταύρος
κι εφύλαγε τους ζωντανούς στα όμορφα νερά του,
που τους εκρύβαν θολωτά στα βάθη των ρευμάτων.
Φρικτό σηκώθη φουσκωτό το κύμα ολόγυρά του
κι εκτύπα την ασπίδα του· πού να σταθούν δεν είχαν
τα πόδια του· κι επιάσθηκεν από φτελιά μεγάλον·
τ' ωραίο δένδρο σύρριζα κάτω βροντά και σέρνει
την όχθην όλην κι έπιασε με τα πυκνά κλαδιά του
τ' ωραίο ρεύμα κι έγινε γεφύρι στο ποτάμι·
και από τον φόβον ο Αχιλλεύς πετάχθη από το κύμα
κι εχύθηκεν ακράτητος να φύγει στην πεδιάδα.
Αλλ' ο θεός, ο φοβερός, μαυροκορυφωμένος
ακράτητος επάνω του ροβόλαε να κόψει
την φονικήν εκείνου ορμήν και να σωθούν οι Τρώες.
Εκείθ' εσκίρτησ' ο Αχιλλεύς όσο τ' ακόντι φθάνει,
καθώς ο μαύρος αετός ο αρπακτικός, που στ' άλλα
πετούμενα για δύναμιν και για φτερά πρωτεύει.
Όμοια πετούσε και ο χαλκός στα στήθη του βροντούσε
τρομακτικά, και ως ξέφευγεν ανάμεσ' απ' το κύμα
κατάποδά του ο ποταμός με κρότον ροβολούσε.
Και ως από κεφαλόβρυσο κόβει νερό και παίρνει
ο ποτιστής και τ' οδηγεί μες στα φυτά του κήπου
και με την δίκοπη αφαιρεί τα μπόδι' από τ' αυλάκι
και ροβολά με το νερό κάθε μικρό χαλίκι
κι εκείνο με κελάδισμα το πλάγι κατεβαίνει
τόσο γοργό που τ' οδηγού το χέρι δεν το φθάνει,
ομοίως τον πτερόποδον επρόφθανε Αχιλλέα
το κύμα, ότι των θνητών ανώτερ' οι θεοί 'ναι.
Και όσες φορές ο Αχιλλεύς εστρέφονταν να μείνει
ν' αντισταθεί, να μάθει αν τον κατατρέχουν όλοι ·
οι επουράνιοι θεοί, τόσες το μέγα κύμα
του διογεννήτου ποταμού στους ώμους τον κτυπούσε.
Επήδ' αυτός ανάερα με την καρδιά κομμένην
και φουσκωτός ο ποταμός τα γόνατ' από κάτω
του 'κοφτε και απ' τα πόδια του το χώμα του ρουφούσε.
Κι εκοίταξε τον ουρανό κι εκλαίετ' ο Πηλείδης:
«Πατέρα Δία των θεών, κανείς δεν μ' ελυπήθη
να μη με πάρει ο ποταμός! και ας πάθαινα κατόπι.
Και άλλος ουρανοκάτοικος θεός σ' εμέ δεν πταίει
όσο η μητέρα μου που αυτή με πλάνεσε όταν είπε
που εμπρός στην πόλιν πυργωτήν των χαλκοφόρων Τρώων
θα πέσω από του Απόλλωνος τα πτεροφόρα βέλη.
Ο Έκτωρ θα με φόνευεν, πολεμιστής των πρώτος
ανδρείος καν θα εφόνευε, θα εγύμνωνεν ανδρείον
αλλά το θέλ' η μοίρα μου να κακοθανατίσω
από μεγάλον ποταμόν, καθώς στο πέρασμά του
πνίγεται από νεροσυρμή χοιροβοσκού κοπέλι».
Είπε κι ευθύς ο Ποσειδών κι η Αθηνά με σώμα
ανθρώπινο του στήθηκαν στο πλάγι και του σφίξαν
το χέρι, και του ομίλησαν θάρρος σ' εκείνους να 'χει.
Και ο κοσμοσείστης Ποσειδών τον λόγον είπε πρώτος:
«Πηλείδη, μην αδημονείς και μη τρομάζεις τόσο·
ιδού που είμαστε βοηθοί θεοί μεγάλοι δύο
εμείς, εγώ κι η Αθηνά, και τούτο στέργει ο Δίας.
Δεν θέλει από τον ποταμόν ν' αφανιστείς η μοίρα,
και γρήγορα, θαρρώ, θα ιδείς εκείνος να λουφάξει·
και λόγον άκου φρόνιμον να τον ακολουθήσεις·
μη παύσεις απ' τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,
όσο τους Τρώας, στριμωχτούς, να κλείσεις εις τα τείχη.
Και συ αφού τον Έκτορα, φονεύσεις, γύρε οπίσω
στα πλοία και σου δίδομεν το δόξασμα της νίκης».
Είπαν και οπίσω εγύρισαν στους άλλους αθανάτους.
Και θαρρετός στον λόγον τους κινήθη αυτός στο σιάδι
που από τα ξέχειλα νερά πλημμύριζε κι επλέαν
άρματα πλήθος λαμπερά και λείψαν' ανδρειωμένων.
Και με τα γόνατα υψηλά στο ρεύμα επάν' ορμούσε.
και όπως τον γέμισ' η Αθηνά με δύναμιν μεγάλην
δεν τον κρατούσε ο ποταμός πλατύς και φουσκωμένος.
Δεν έπαυ' ούδ' ο Σκάμανδρος, αλλ' αύξαινε ο θυμός του
στον Αχιλλέα και υψηλά κορύφωνε το κύμα,
κι έβαλε στον Σιμόεντα φωνήν να τον καλέσει:
«Έλ' ας κρατήσομε, αδελφέ, τούτου του ανδρός την λύσσαν
πριν ή την μεγαλόπολιν πατήσει του Πριάμου,
κι εμπρός του οι Τρώες δύσκολα κρατούν εις τον αγώνα.
Γρήγορα βόηθ, από πηγές το ρεύμα σου ας πληθύνει,
ξεκίνα κάθε χείμαρρον και όρθωσε μέγα κύμα·
κύλα με τάραχον σφοδρόν και λίθαρα και ρίζες,
να σβήσομε με δύναμιν του ανδρός αυτού του αγρίου
που ωσάν θεός υπερνικά και κρατημόν δεν έχει.
Η ρώμη μήτ' η ομορφιά δεν θα τον σώσουν μήτε
εκείνα τα λαμπρ' άρματα, που θα ταφούν στο βάθος
της λίμνης, μες στον βούρκο της, κι εκείνον θα τυλίξω
στην αμμουδιά σωρεύοντας χώματα και κοχλάδια.
Ουδέ θα φθάσουν οι Αχαιοί να εβρούν τα κόκαλά του·
με τόσες λάσπες τρίσβαθα εγώ θα τον σκεπάσω.
Αυτό θα 'ναι το μνήμα του και άλλο δεν θα 'ναι χρεία
να του σηκώσουν οι Αχαιοί οπόταν θα τον θάψουν».
Είπε και ορθώθη φουσκωτός επάνω στον Πηλείδην
κι εξέρνα μουρμουρίζοντας αφρόν, κορμιά και αίμα.
Και ολόμαυρο σηκώνετο το κύμα μανιωμένο
του διογεννήτου ποταμού να σύρει τον Πηλείδην.
Κι η Ήρα τότ' εβόησε φοβούμενη για κείνον
μήπως τον πάρει ο ποταμός βαθύρροος και μέγας.
Κι εστράφη προς τον Ήφαιστον, τον ποθητόν υιόν της:
«Σηκώσου, τέκνο μου χωλό· το 'χουμε ειπεί που ο Ξάνθος
θα ήταν, ο βαθύρροος, καλός αντίμαχός σου·
βόηθα γοργά, φανέρωσε τες φλόγες όσες έχεις.
Κι εγώ θα πάω τον Ζέφυρον να έβρω και τον Νότον
να φέρω από τη θάλασσαν κακήν ανεμοζάλην
να σπρώχνει εμπρός τες φλόγες σου και τ' άρματα να καίει
των Τρώων και τες κεφαλές στες όχθες συ του Ξάνθου
τα δένδρα καίε, φλόγιζε και αυτόν και μη σε κάμουν
ήμερον τα γλυκόλογα και οι παρακάλεσές του.
θ' ακολουθείς αδάμαστος, και μόν' όταν μ' ακούσεις
φωνήν να βάλω, του πυρός την δύναμιν να παύσεις».
Είπε και πυρ θεόφλογον ο Ήφαιστος ανάβει
στο σιάδι πρώτα κι έκαιε τα λείψανα που επλέαν
πολλά, που μες στον ποταμόν εσώριασε ο Πηλείδης.
Και όλο το σιάδι εξέρανε κι εστάθηκε η πλημμύρα.
Και όπως στεγνώνει μονομιάς νεοπότισμένον κήπον
Βορέας φθινοπωρινός, χαρά του γεωργού του·
όμοια το σιάδι εστέγνωσε και οι νεκροί καήκαν,
κι έστρεψε αυτός στον ποταμόν την φλόγα την μεγάλην·
και οι φτελιάδες καίονταν, οι ιτιές και τα μυρίκια,
εκαίονταν η κύπερη, το βούρλο, το τριφύλλι,
που στου ωραίου ποταμού τες άκρες εβλαστούσαν·
και μες στα βάθη επάθαιναν κι εδώ κι εκεί σκιρτούσαν
χέλια και ψάρι' απ' την πνοήν του πολυβούλου Ηφαίστου·
και η δύναμις του ποταμού καιόνταν, ώσπου εκείνος
φώναξε κι είπεν: «Ήφαιστε, κανείς θεός σε σένα
δεν δύναται να μετρηθεί· κι εγώ στην φλογερήν σου
φωτιά δεν αντιστέκομαι· και παύσ' εδώ την μάχην,
και ας διώξει ευθύς ο Αχιλλεύς τους Τρώας απ' την πόλιν.
Τι θέλω εγώ να πολεμώ και υπέρμαχος να γίνω;»
Είπε και ωστόσο εκόχλαζαν τα όμορφα νερά του.
Και όπως στην φλόγα π' άναψαν ξύλα πολλά φρυμένα
βράζει λεβέτι λιώνοντας τρυφερού χοίρου πάχος
και όλο κοχλάζει μέσα του από την φλόγα, ομοίως
ανάβραζαν καιόμενα τα όμορφά του ρείθρα
και να κυλά δεν ήθελεν· έστεκε αυτού σβημένος
από την άχνα την καυτή του πολυβούλου Ηφαίστου
όσο που αυτός ολόθερμα της Ήρας εδεήθη:
«Ήρα, γιατί το τέκνο σου να πέσει ν' αφανίσει
ξεχωριστά το ρεύμα μου· και τόσο εγώ δεν πταίω
όσον οι άλλοι αθάνατοι που βοηθούν τους Τρώας.
Θα παύσω εγώ τον πόλεμον, αν τούτο εσύ προστάζεις,
και ας παύσει τούτος εν ταυτώ· και όρκον εγώ θα ομόσω,
τους Τρώας απ' τον όλεθρον ποτέ να μη φυλάξω,
μήδ' όταν σύρριζα καεί και στάκτη γίν' η Τροία
καμένη από των Αχαιών τα χέρια τ' ανδρειωμένα».
Άμα η θεά τον άκουσεν, η Ήρα η λευκοχέρα,
εφώναξε τον Ήφαιστον τον ποθητόν υιόν της:
«Ήφαιστε, στάσου, δοξαστό παιδί μου, και δεν πρέπει
θεός τόσο να κρούεται γι' αγάπη των ανθρώπων».
Τότε τες φλόγες έσβησεν ο Ήφαιστος και οπίσω
στον ποταμόν εκύλησαν τα πρόσχαρα νερά του.
Και άμα εδαμάσθ' η δύναμις του Ξάνθου, εκείνοι επαύσαν
καθώς η Ήρα ηθέλησεν, αν κι ήταν χολωμένη·
τότ' έχθρα έπεσε βαριά στους άλλους αθανάτους
κακή και μέσα έπνεε διχόγνωμα η ψυχή τους.
Και ως έπεσαν να συγκρουσθούν, βρόντησε η γη και γύρω
σάλπισε ο μέγας ουρανός, τους άκουεν ο Δίας
καθήμενος στον Όλυμπον κι εγέλασε κι εχάρη
να βλέπει κάτω που οι θεοί με πείσμα επολεμούσαν·
και ώραν πολλήν δεν έμειναν μακράν· και αρχήν ο Άρης
ο ασπιδοσπάστης έκαμε και με βαρύ κοντάρι
εχύθηκε στην Αθηνά, ονείδισέ την κι είπε:
«Σκυλόμυγα, τι στους θεούς ν' ανάψεις μάχην πάλιν
σ' έφερε η αδιάντροπη και ακράτητη ψυχή σου;
Ή δεν θυμάσαι πόβαλες επάνω τον Τυδείδην
να με λαβώσει κι έπιασες σ' όλους εμπρός την λόγχην;
Κι ίσια σ' εμέ την άμπωσες και το λαμπρό μου σώμα
εχάραξες· και όσα 'καμες θα μου πλερώσεις τώρα».
Είπε και την εκτύπησε στην κροσσωτήν αιγίδα
φρικτήν, που μήτε του Διός ο κεραυνός την σχίζει·
εκεί την λόγχην άμπωσεν ο ανδροφόνος Άρης.
Εσύρθη αυτή κι εσήκωσε με το βαρύ της χέρι
ένα λιθάρι από την γην μαύρο, τραχύ, μεγάλο,
π' άνδρες αρχαίας γενεάς για τέρμινα είχαν στήσει·
με αυτό τον Άρην κτύπησε στον σβέρκον, και τα μέλη
του έλυσε, και πέφτοντας εγέμισε επτά πλέθρα,
χωμάτιασ' όλ' η κόμη του και ηχήσαν τ' άρματά του.
Εγέλασεν η Αθηνά και υπερηφάνως είπε:
«Μωρότατε, όταν θέλησες να μετρηθείς μ' εμένα,
δεν το εσκέφθης που είμ' εγώ πολύ καλύτερή σου.
Τες Ερινύες μ' όλα αυτά πλερώνεις της μητρός σου,
που σε ξετρέχει από χολήν, που ηθέλησες ν' αφήσεις
τους Αχαιούς και βοηθείς τους επιόρκους Τρώας».
Είπε και οπίσω εγύρισε τα φωτεινά της μάτια
κι η Αφροδίτη τον θεόν οδήγ' από το χέρι
που μόλις εψυχόπιανε και θλιβερά βογγούσε·
και άμα η θεά την νόησεν η Ήρα η λευκοχέρα
την Αθηνά προσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
«Ω, κοίτα, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,
πάλ' η σκυλόμυγα οδηγεί τον ανδροφόνον Άρην
μέσ' απ' της μάχης την βοήν· και δράμε να τους φθάσεις».
Είπεν, εχάρ' η Αθηνά, κι επάνω τους εχύθη,
στα στήθη την εκτύπησε με το βαρύ της χέρι
και αυτής εδείλιασε η καρδιά, τα γόνατα εκοπήκαν,
και οι δύο κείτονταν αυτού στην γην την πολυθρέπτραν.
Τότ' εκαυχήθ' η Αθηνά και υπερηφάνως είπε:
«Με τούτους τώρα να 'μοιαζαν όλ' οι βοηθοί των Τρώων,
οπόταν τούτοι πολεμούν τους θωρηκτούς Αργείους
και ψυχεροί και ακλόνητοι, καθώς η Αφροδίτη
ήλθε του Άρη βοηθός στην ρώμην μου εναντία·
θα 'χαμε ρίξει προ πολλού τους πύργους της Ιλίου
και τώρα θα ησυχάζαμεν εμείς απ' τον αγώνα».
Είπε, κι εγλυκογέλασεν η λευκοχέρα Ήρα.
Και τότε ο μέγας Ποσειδών προσφώνησε τον Φοίβον:
«Φοίβε, τι μένομεν εμείς; Δεν βλέπεις πως οι άλλοι
κάμαν αρχήν, κι είν' εντροπή στον Όλυμπον οπίσω
να γύρομε απολέμητοι, στο δώμα του Κρονίδου.
Άρχισε, ωσάν νεότερος· σ' εμένα δεν αρμόζει,
ως είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια και στην γνώσιν.
Τι έκανες, ανόητε! και δεν θυμάσαι πόσα
εμείς επάθαμε κακά στην Ίλιον τριγύρω
μόνοι απ' όλους τους θεούς, οπόταν τον ανδρείον
Λαομέδοντα εδουλώσαμε σταλμένοι από τον Δία
για χρόνον έναν με ρητόν μισθόν, στους ορισμούς του.
Κι εγώ των Τρώων έκτισα τείχος πλατύ και ωραίο
ολόγυρα στην πόλιν τους, απόρθητη να γίνει·
και συ στα πλάγια τα πολλά της δενδρωμένης Ίδης
έβοσκες τα στριφτόποδα κερατοφόρα βόδια.
Και όταν το τέλος έφεραν οι χαροδότρες ώρες,
δυναστικώς μας κράτησεν εκείνος τον μισθόν μας,
ο πάγκακος και με φρικτές μας έδιωξε φοβέρες·
φοβέριζε χερόποδα να μας αλυσοδέσει
και να μας στείλει εις μακρινά νησιά να μας πουλήσει
και να μας κόψει και τ' αυτιά με χάλκινην λεπίδα.
Κι εμείς οπίσω εγύραμε με σπλάχνα χολωμένα,
που τον μισθόν δεν πλέρωσε που 'χε δεχθεί να δώσει.
Και τώρα συ χαρίζεσαι προς τους λαούς εκείνου
αντί μ' εμάς να προσπαθείς ν' αφανισθούν οι Τρώες
οι άδικοι, όλοι σύρριζα, γυναίκες και παιδιά τους».
Σ' εκείνον τότε ο τοξευτής απάντησεν ο Φοίβος:
«Ω Ποσειδών, για φρόνιμον, θαρρώ, που δεν θα μ' έχεις,
αν για τους άμοιρους θνητούς με σένα πολεμήσω·
που ωσάν τα φύλλα πρόσκαιροι πότε φωτιά γεμάτοι
χαίρονται τους καρπούς της γης, και πότε να μαραίνουν
τους βλέπεις ώσπου σβήνονται· κι εμείς από την μάχην
ας παύσομε, και μόνοι τους ας πολεμούν εκείνοι».
Είπεν αυτά κι εστράφη αλλού· το σέβας τον κρατούσε
επάνω στον πατράδελφον το χέρι να σηκώσει.
Κι η αδελφή του των θεριών θεά προσκυνημένη,
Άρτεμις, η αγριοκάτοικη, πολύ τον αποπήρε:
«Φεύγεις, τοξότη, άφησες του Ποσειδώνος όλην
την νίκην και τον έκαμες αδίκως να καυχάται·
ανόητε το τόξο αυτό φορείς εις τα χαμένα·
να μη σ' ακούσω στο εξής στο δώμα του πατρός μας
να το καυχάσαι, ως έκανες, εμπρός των αθανάτων,
που είσαι καλός ν' αντισταθείς εσύ στον Ποσειδώνα».
Είπε και δεν απάντησεν ο μακροβόλος Φοίβος,
κι η σεβασμία του Διός ομόκλινη εχολώθη
και την τοξεύτραν Άρτεμιν ονείδισε και είπε:
«Ω σκύλ' αδιάντροπη, τολμάς συ να σταθείς εμπρός μου;
Κακά μετριέσαι συ μ' εμέ και ας είσαι τοξοφόρα,
αφού σε διόρισεν ο Ζευς λεοντάρι στες γυναίκες,
και να φονεύεις σου 'δωκεν όποιαν εσύ θελήσεις.
Καλύτερό σου στα βουνά αγρίμια κι ελαφίνες
να ρίχνεις ή να μάχεσαι με τους καλύτερούς σου.
Και αν πάλιν θέλεις πόλεμον, δοκίμασε να μάθεις
συ που μ' εμέ συγκρίνεσαι, πόσ' είμαι ανώτερή σου».
Είπε και αυτής τα χέρια με το ζερβί της πιάνει
με τ' άλλο την τοξοσκευήν της παίρνει από τους ώμους
και στα ριζαύτια την κτυπά γελώντας με τα βέλη·
κι εστρέφετ' όλη κι έπεφταν τα βέλη απ' την φαρέτραν.
Κλαίοντας έφυγε η θεά, καθώς πετά τρυγόνα
από γεράκι φεύγοντας εις χαραμάδα βράχου,
ότι γι' αυτήν δεν έφθασεν η ώρα του θανάτου·
ομοίως έφυγε η θεά και αφήκε αυτού τα βέλη.
Και της Λητούς ο μηνυτής ομίλησ' Αργοφόνος:
«Λητώ, δεν πολεμώ μ' εσέ· και ποίος με γυναίκες
θέλει στα χέρια να πιασθεί του βροντοφόρου Δία.
Αλλά σ' αφήνω να χαρείς εμπρός των αθανάτων,
να καυχηθείς που ενίκησες εμένα κατά κράτος».
Είπε, κι εσύναζε η Λητώ τα κυρτωμένα τόξα,
που ήσαν πεσμένα εδώ κι εκεί στον στρόβιλον της σκόνης.
Κι έφυγ' εκείνη παίρνοντας της κόρης της τα τόξα·
και τούτ' ήλθε στον Όλυμπον στο δώμα του Κρονίδη,
και στου πατρός τα γόνατα εκάθισε να κλαίει,
κι έτρεμεν όλο επάνω της τ' αμβρόσιον ένδυμά της.
Την δέχθηκε στον κόλπον του κι εγέλασε ο πατέρας,
κι ερώτα: «Ποίος των θεών σου 'καμε αυτά, παιδί μου,
ως να 'χε σ' έβρει φανερά κάποιο κακό να πράξεις;»
Σ' αυτόν η καλοστέφανη αντείπε κυνηγήτρα:
«Η Ήρα σου η λευκόχερη με έπληξε, πατέρα,
και την διχόνοιαν έσπειρεν αυτή στους αθανάτους».
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·
αλλά στην θείαν Ίλιον εμπήκε τότε ο Φοίβος,
ότι εφοβείτο οι Δαναοί μη πρόμοιρα πατήσουν
την πόλιν την καλόκτιστην εκείνην την ημέραν.
Κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί στον Όλυμπον εγύραν,
άλλοι με πολλήν έπαρσιν και άλλοι χολωμένοι,
σιμά στον μαυρονέφελον πατέρα τους και ωστόσο
τους Τρώας και τους ίππους των αφάνιζε ο Πηλείδης·
και ως όταν χώρα χάνεται, και ως τ' ουρανού τον θόλον
καπνίζ' η φλόγα, π' άναψεν η οργή των αθανάτων,
και όλους παθιάζει και πολλούς εις την καρδιά πληγώνει,
όμοια τους Τρώας πάθιαζε κι επλήγωνε ο Πηλείδης.
Τότε ο σεβάσμιος Πρίαμος από τον θείον πύργον
νόησε τον θεόρατον Πηλείδη και τους Τρώας
που με ροπήν ακράτητην εφεύγαν έμπροσθέν του.
Και από τον πύργον βόγγοντας χάμω κατέβει ο γέρος
τους θυρωρούς που φύλαγαν τα τείχη να διατάξει:
«Ανοίξετε και ολάνοικτον κρατείτε τον πυλώνα,
όσο που να μπουν οι λαοί· κι εγγύς είναι ο Πηλείδης
τούτος οπού τους κυνηγά· μέγα κακό προβλέπω.
Και άμ' αναπνεύσουν οι λαοί, στα τείχη τες σανίδες
σεις πάλιν συναρμόσετε· ότι πολύ φοβούμαι
μη φθάσει μες στα τείχη μας να πέσει το θηρίον».
Και αυτοί τες πύλες άνοιξαν κι εσήκωσαν τους σύρτες
κι ήβραν τα πλήθη ανάσασιν· και ο Φοίβος πήδησ' έξω
τους Τρώας από την ορμήν να σώσει του Αχιλλέως,
που σκονισμένοι έτρεχαν, φρυμένοι από την δίψαν
κατά την πόλιν φεύγοντας και τα υψηλά τους τείχη·
κι επάνω τους ακράτητος λυσσομανούσ' εκείνος
με το κοντάρι και πολύ διψούσε για την νίκην.
Τότε θα επαίρναν οι Αχαιοί την πυργωμένην Τροίαν,
αν τον λαμπρόν Αγήνορα δεν εκινούσε ο Φοίβος,
εξαίσιον του Αντήνορος υιόν ανδρειωμένον.
Του 'βαλε θάρρος στην καρδιά, κι εστήθη αυτός σιμά του
μη βάλουν χέρι επάνω του οι μοίρες του θανάτου.
Κι εις ένα φράξο ακούμπησε σ' ομίχλη τυλιγμένος.
Και άμ' ο Αγήνωρ νόησε τον πορθητήν Πηλείδην
εστάθη και στα στήθη του τρικύμιζε η καρδιά του.
Και είπε με παράπονον στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Ω συμφορά μου, αν φύγω εμπρός του δυνατού Πηλείδου,
όπου φευγάτοι ροβολούν οι άλλοι, θα με πιάσει
τόσο και τόσο και ως δειλόν θα μ' αποκεφαλίσει,
Κι εάν αυτούς να βάζει εμπρός αφήσω τον Πηλείδην,
και από τα τείχη ξέμακρα στο Ιλιακό πεδίον
πετάξω και τα πόδια μου με φέρουν εις τα πλάγια
της Ίδης, μέσα να κρυφθώ στα φουντωτά της δάση,
το βράδυ τότε θα 'λουα τον ίδρο στο ποτάμι
και θα κινούσα ήσυχος στην Ίλιον να γυρίσω.
Αλλά τι διαλογίζεται τούτα η ψυχή μου τώρα;
Και αν με νοήσει ενώ απ' εδώ πετιούμαι στην πεδιάδα,
θα μου χυθεί σαν αστραπή και αφεύκτως θα με πιάσει
και τότε από τον θάνατον κανείς δεν θα με σώσει.
Ότ' είναι αυτός στην δύναμιν ο πρώτος των ανθρώπων.
Κι εάν στην πόλιν έμπροσθεν αντίμαχός του μείνω,
είναι στο σώμα λαβωτός απ' τον χαλκόν κι εκείνος
και μίαν έχει την ψυχήν και όλοι θνητόν τον λέγουν·
μόνον που ο Ζευς τον προτιμά και δόξαν του χαρίζει.
Είπ', εμαζώχθη ακλόνητος εμπρός στον Αχιλλέα
και άναφτε για πόλεμον η ανδράγαθη ψυχή του.
Και όπως η πάρδαλις ορμά του λόγγου από το βάθος
ενάντια στον κυνηγόν, και μέσα στην ψυχή της
δεν τρέμει τ' αλυκτίσματα των σκύλων αν ακούσει·
και αν την λογχίσει ο κυνηγός ή και την ακοντίσει
και με το βέλος στο κορμί, δεν παύει από την μάχην
ως να πιασθεί πρώτα μ' αυτόν ή πέσει σκοτωμένη·
ομοίως ο λαμπρός υιός του Αντήνορος να φύγει
δεν ήθελεν πριν δοκιμήν να κάμει του Αχιλλέως.
Κι επρόβαλε κι εκράτει εμπρός την κυκλωτήν ασπίδα,
κι εκραύγαζ' ενώ σκόπευεν αυτόν με το κοντάρι:
«Θαρρούσες ότι θα 'παιρνες, λαμπρότατε Αχιλλέα,
σήμερα την ακρόπολιν των αγερώχων Τρώων·
κι εκείνη, ανόητε, πολλούς θα καταθλίψει ακόμη.
Ότι την Ίλιον πολλοί φυλάγομε ανδρειωμένοι,
να σώσομε τους γέρους μας γονείς και τες γυναίκες
και τα παιδιά μας· και συ εδώ θα βρεις τον θάνατόν σου,
και φοβερός και ατρόμητος πολεμιστής ως είσαι».
Είπε· την λόγχην έριξε με τ' ανδρειωμένο χέρι,
την κνήμην του εκτύπησε στο γόνα του αποκάτω·
βρόντησε η κασσιτέρινη νεόχυτη κνημίδα
και του θεού δώρο και αυτή σταμάτησε την λόγχην
κι η λόγχη οπίσω εγύρισε απ' όπου είχε κτυπήσει·
στον θείον τότε Αγήνορα εχύθηκε ο Πηλείδης
και ο Φοίβος δεν τον άφησε την δόξαν ν' αποκτήσει·
σήκωσε τον Αγήνορα με νέφος τυλιγμένον,
κι ήσυχον τον προβόδησε να φύγει από την μάχην,
και απ' τον λαόν εμάκρυνε με τέχνην τον Πηλείδην·
ομοιώθηκε απαράλλακτα του Αγήνορος κι εμπρός του
έμενε και όρμησε ο Αχιλλεύς και τον εκυνηγούσε·
κι ενώ αυτός κατόπι του στο κάρπιμο πεδίον
τον έστρεφε ακροπόταμα του βαθυρρόου Ξάνθου,
και ολίγο του επρότρεχε να τον πλανέσει ο Φοίβος
για να θαρρεύει πάντοτε πως θα τον καταφθάσει,
οι άλλοι Τρώες φεύγοντας περίχαροι εχυθήκαν
στην πόλιν που όλη εγέμισε· και έξω από το τείχος
κανείς δεν επερίμενε τον άλλον δια να μάθει
ποιος έπεσε στον πόλεμον, ποιος πρόφθασε να φύγει,
αλλά στην πόλιν να κλεισθούν περίχαροι όλοι ορμήσαν
όσοι ποδιών τους έσωσε γοργότης και γονάτων. ΧΡΥΣΗΙΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου