ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ω΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΛΥΛΑΣ
ΌΜΗΡΟΥ ΊΛΙΑΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ω΄ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ Διαλύθηκεν η σύναξις κι εσκόρπιζαν τα πλήθη καθένας εις τες πρύμνες των, τον δείπνον να ετοιμάσουν και να πλαγιάσουν ύστερα· αλλ' έκλαιγε ο Πηλείδης τον φίλον του αλησμόνητα, και ο ύπνος οπού όλους δαμάζει, αυτόν δεν έπιανε, και ανάπαυσιν δεν είχε· και του Πατρόκλου του η καλή και ανδράγαθη νεότης, και όσ' αγωνίσθηκε μ' αυτόν, όσα 'παθε μαζί του και των πολέμων κίνδυνα και της φρικτής θαλάσσης, όλα του έρχονταν στον νουν και οδύρετο με πόνον δεξιά, ζερβιά, τ' ανάσκελα ή προύμυτα στην κλίνην· κι έξαφνα εσηκώνονταν και στο ακρογιάλι μόνος παράδερνε και της αυγής άμ' έβλεπε τα πρώτα ροδίσματα στην θάλασσαν και στ' ακρογιάλια πέρα, τους ταχείς ίππους έζευε και οπίσω από τ' αμάξι σφικτόδενε τον Έκτορα συρτόν και αφού τρεις γύρες ολόγυρα τον έσερνε στου φίλου του τον τάφον, εις την σκηνήν του ησύχαζε, κι επίστομα στο χώμα τον άφηνεν· αλλ' ασχημιές δεν πάθαινε το σώμα, ότι το